Ο μπάρμπα- Γιάννης ο βαρκάρης με τα καλάθια του. Συνοικία της Παναγίας στην πόλη της Καβάλας.

Έκρυψα τη ζωή μου
μέσα σε βαθιές αναπνοές
αντίκρυ στον άνεμο
που φύσαγε απʼ την θάλασσα
με όλα τʼ αρώματά του

Κάποιες φορές, βηματίζοντας στα παλιά καλντερίμια , και προπαντός σʼ εκείνα που κατηφόριζαν στη θάλασσα ,ένιωθα την ανάγκη να τα μεγαλώσω, να τα κάνω δρόμους, να περπατήσουμε όλοι μαζί ζωντανοί και λησμονημένοι. Νʼ ακούσουμε πάλι την βοή των κυμάτων που σπάζανε στους απότομους βράχους και την καμπάνα νʼ ακούσουμε του ρολογιού της εκκλησιάς, που μόνο θλίψη προκαλούσε τις κρύες, τις χειμωνιάτικες νύχτες.

Επειδή, το αληθές μερίδιο της ζωής είναι εκείνο που χαρίζουμε, τολμώ να γράψω αυτό το μικρό κείμενο, αναζητώντας όλους τους παλιούς γείτονες που θυμούνται, ακόμη και σήμερα, τις αλάνες των ματωμένων παιχνιδιών. Τους παιδικούς φίλους με τʼ αγαπημένα ονόματα και τα εύστοχα παρωνύμια !
Ίσως για τον κάθε άνθρωπο, η αληθινή γειτονιά του ήταν εκείνη που γεννήθηκε και μεγάλωσε.

Το διάχυτο φως, η θάλασσα κι ο ουρανός, κι ό,τι ζωντανό ανάμεσά τους υπήρχε , δεν καταγράφονταν μέσα μας σαν ένα απλό τοπίο. Η άδολη παιδική μας ψυχή σταματούσε το χρόνο, δίνοντας στο στιγμιαίο την απέριττη δυνατότητα των πρώτων συλλαβισμών. Το θαύμα το ανεπανάληπτο της διάρκειας!

Ένα θαύμα που, ακόμη και σήμερα, αγγίζει με ευλάβεια τα ερείπια των παλιών σπιτιών που στέγασαν τους πρόσφυγες βιοπαλαιστές της γειτονιάς μας.

Ένας απʼ αυτούς ήταν και ο μπάρμπα- Γιάννης ο Σφουγκάρης, παλιός λιμενεργάτης και οικογενειάρχης, μια έντιμη φυσιογνωμία λιγόλογου και έμπειρου θαλασσινού.
Η εικόνα της ξύλινης βάρκας που την τραβούσε πάνω σε μια αυτοσχέδια ξύλινη σχάρα στα «πετραδάκια», ακριβώς κάτω από το σπίτι του, ήταν για μας γνώριμη και οικεία.

Έριχνε τα καλάθια από το πρωί, παράλληλα στους ριζωμένους και μεγαλοπρεπείς κάθετους βράχους που τους ονόμαζαν μπετένια.
Χρησιμοποιούσε ένα βαθυσκόπιο , αυτοσχέδιο, μεταλλικό με προσαρμοσμένο στη βάση του ένα γυαλί βυθού που του επέτρεπε να βλέπει καθαρά στις επτά- οκτώ οργιές περίπου. Είχε μια πελαγίσια περηφάνια. Ποτέ δεν έσκυψε το κεφάλι στη σκληρότητα της ζωής. Το σούρουπο, η βάρκα του λικνίζονταν ρυθμικά, παίζοντας χαρούμενα με τους φωσφορισμούς των κυμάτων, που ανταγωνίζονταν χαμηλόφωνα και ταπεινά την ακραία εκείνη προσπάθεια του γέρο- κωπηλάτη.

Το σήκωμα των καλαθιών γίνονταν με σφαλαγκιά δίπλα στους μικρούς όρμους και τις θαλασσινές σπηλιές. Επειδή κάποιοι του κλέβανε ψάρια αναγκάστηκε να τα ρίχνει βαθύτερα. Τα καλάθια του, τα μπάσμωνε με σπασμένα μύδια και φύκια. Τα κατέβαζε πάνω σε πλάκες που έτρεχαν σαργοί, σπάροι, πέρκες, σάρπες και χταπόδια. Τʼ άφηνε να ψαρεύουν ελεύθερα χωρίς σαμαδούρα. Κρατούσε σημάδια για τη θέση τους και τα σήκωνε με την πρώτη. Η διαδρομή αυτή γινότανε δύο φορές και τερμάτιζε στο πράσινο φανάρι του μόλου.
Το βράδυ τον βλέπαμε να περνά με τα ψαράκια του ,φυλαγμένα σ΄ ένα παλιό μικρό δίχτυ, για να τα πουλήσει.
Υπήρχαν και άλλοι τρεις που κάνανε αυτή τη δουλειά: ο μπάρμπα- Δημητρός, ο μπάρμπα- Θανάσης, και ο μπάρμπα -Μανώλης
Μένανε κοντά στο καρνάγιο , στην οδό Πιπίνου, και τις βάρκες τους τις είχανε στο ναυπηγείο.