
`
Σε μια σειρά τριών άρθρων θα διερευνήσουμε το θέμα Αριστερά και Καρυωτάκης. Δεν πρωτοτυπούμε με το θέμα. Ολοκληρωμένα, και στην παράθεση τεκμηρίων και στην εξαγωγή συμπερασμάτων το προσέγγισε το θέμα η Χριστίνα Ντουνιά, επίκουρος καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο βιβλίο της «Κ.Γ. Καρυωτάκης: Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης» (εκδόσεις «καστανιώτη», 2000 – σήμερα κυκλοφορεί η 4η έκδοση). Η δική μας ενασχόληση εμπλουτίζει το θέμα με κάποια ήσσονος σημασίας τεκμήρια και την κατάθεση κάποιων σκέψεων.
Ο Κώστας Καρυωτάκης είναι μια ξεχωριστή περίπτωση ποιητή. «Έφυγε» πολύ νωρίς από τη ζωή, όμως πρόλαβε και έδωσε ώριμο ποιητικό έργο. Οι σύγχρονοι θαυμαστές του είπαν ότι γιʼ αυτόν μπορεί να υπερηφανεύεται η γενιά τους. Οι συντηρητικοί κριτικοί και ομότεχνοί του τον απέρριψαν. Οι αριστεροί κριτικοί αναγνώρισαν την ποιητική του αξία και διέκριναν το ανατρεπτικό περιεχόμενο της σάτιράς του. Αργότερα, χωρίς να αμφισβητούν την ποιητική αξία του άσκησαν κριτική στο υπόλοιπο έργο του χαρακτηρίζοντάς τον ποιητή της απαισιοδοξίας.
Όμως, ακόμη και σήμερα η ποίησή του δε μας αφήνει ασυγκίνητους. «Κάποιες βραδινές ώρες, που η πικρία και η μοναξιά δεσπόζουν στην ψυχή μας, τα “Ελεγεία και Σάτιρες” μας περιμένουν κάτω από την αρχαία λάμπα. Τέτοιες στιγμές δε θα λείψουν ποτέ απ’ τη ζωή μας. Μαζί μ’ αυτές θα ζει για πάντα κι ο Καρυωτάκης». Αυτά δήλωνε στο «Ελεύθερο Βήμα» (9/1/1938) ο Γιάννης Ρίτσος, αντικρούοντας την απόρριψη του Κώστα Καρυωτάκη από συντηρητικούς κριτικούς και λογοτέχνες της εποχής. Όντως ζει «για πάντα». Συνεχίζει να συγκινεί και να εκφράζει.
`
`
Πολύ νωρίς, ήδη στη δεκαετία του 1930 είχε γραφτεί πλήθος κριτικών μελετών, κυρίως από νέους. Σχετικά νωρίς κυκλοφόρησαν και τα Άπαντά του όπου προτασσόταν μια βιογραφία του ποιητή γραμμένη από το φίλο του Χαρ. Σακελλαριάδη. Ο Χ. Σακελλαριάδης στον οποίο ανέθεσε η οικογένεια την επιμέλεια των Απάντων, διαστρεβλώνει την προσωπικότητα του Καρυωτάκη. Τον παρουσιάζει ως κλασική περίπτωση ψυχοπαθολογικής προσωπικότητας: εγωκεντρικό, μισάνθρωπο, αρρωστημένα φιλόδοξο, διπλή προσωπικότητα, αντιερωτικό και χωρίς ίχνος αυτοπεποίθησης. Τροφοδοτεί την κριτική με πλήθος τέτοιων βιογραφικών πληροφοριών επιβάλλοντας στην ουσία και ένα συγκεκριμένο τρόπο ανάγνωσης της ποίησής του. Σημαντικά γεγονότα της ζωής και της δράσης του ποιητή είτε αποσιωπούνται είτε ελάχιστα γίνεται λόγος, π.χ. αρρώστια, συνδικαλιστική δραστηριότητα, συμμετοχή στις απεργίες των δημοσίων υπαλλήλων. Μάλιστα αποφαίνεται ότι «η θανατοφιλία είναι το κύριο χαρακτηριστικό της απαισιοδοξίας του και το σπουδαιότερο κίνητρο της έμπνευσή του». Αυτό ήταν το πρίσμα αποτίμησης της ποίησής του έκτοτε.
`
`
Πρώτη κριτική αποτίμηση του Βασίλη Ρώτα (εκείνη την εποχή δεν έχει καμία σχέση με τις κομμουνιστικές ιδέες, μάλλον εχθρικά διάκειται απέναντί τους) στο ελληνοχριστιανικής κατεύθυνσης περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα». Είναι ένα περιοδικό που εκφράζει τις ιδεαλιστικές θέσεις του Γιάννη Αποστολάκη και δημιουργήθηκε ως ανάχωμα στις κομμουνιστικές ιδέες που αρχίζουν να διαδίδονται αυτή τη δεκαετία από αντίστοιχα φιλολογικά περιοδικά. Η κριτική του Ρώτα ήταν αρνητική, που στόχευε στην ακύρωση της ποιητικής υπόστασης του Καρυωτάκη, έθιγε και την ανθρώπινη προσωπικότητα.
Το Γενάρη του 1928 κυκλοφορεί το περιοδικό «Νέα Επιθεώρηση» που ανήκει στο χώρο της κομμουνιστικής παράταξης. Ήδη από το πρώτο τεύχος μαζί με την αναγγελία παραλαβής της συλλογής «Ελεγείες και Σάτιρες» υπάρχει προαναγγελία κριτικής παρουσίασης: «γράφουμε στο ερχόμενο». Όπως και έγινε. Πράγμα εξαιρετικά σπάνιο η προαναγγελία.
Πού οφείλεται αυτό;
Ο Καρυωτάκης πρωτοστατεί στην απεργία των δημοσίων υπαλλήλων το 1927, καταξιώθηκε στη συνείδηση των συναδέλφων του και τον Γενάρη του 1928 αναδεικνύεται γραμματέας της Ένωσης Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών. Οι κομμουνιστές στηρίζουν αυτή την απεργία. Μάλιστα στο τεύχος που δημοσιεύεται η κριτική της συλλογής υπάρχει και σχόλιο του περιοδικού για την υπόθεση των δημοσίων υπαλλήλων. Επίσης, το Φλεβάρη ο Καρυωτάκης δημοσιεύει ένα μαχητικό άρθρο κοινωνικής πολιτικής με τίτλο «Ανάγκη χρηστότητας». Καταγγέλλει με παρρησία τη διάβρωση του κρατικού μηχανισμού και την ασφυκτική πίεση των κομματικών συμφερόντων που οδηγούν τους δημόσιους υπαλλήλους σε πολιτικό και ηθικό αδιέξοδο. Υπάρχουν και άλλες επιμέρους συμπτώσεις που φέρνουν κοντά τον Καρυωτάκη με το περιοδικό «Νέα Επιθεώρηση». Σε δημοσιεύματα μετά την αυτοκτονία του υπάρχει μια αίσθηση ότι οι κομμουνιστές τον αντιμετώπιζαν ως συνοδοιπόρο τους.
`
`
Εκτός από αυτούς τους εξωλογοτεχνικούς παράγοντες η ανταπόκριση οφείλεται στο περιεχόμενο της ποίησης που από τη μία παρουσιάζει το ξέφτισμα των αστικών αξιών σε μια εποχή παρακμής και από την άλλη έχει το στοιχείο της κοινωνικής καταγγελίας.
Την κριτική στη «Νέα Επιθεώρηση» το Μάρτη του 1928 υπογράφει ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, διευθυντής του περιοδικού. Αναγνωρίζει την ποιητικά αξία του ποιητή:
`
«Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ: ʽʼΕλεγεία και Σάτιρες. Αθήνα 1927
Ο Καρυωτάκης είναι αναμφισβήτητα ποιητής με ταλέντο. Και έτσι μας παρουσιάζεται στις πιο καλές του ώρες. Είναι αρκετό να διαβάσει κανείς την τελευταία του συλλογή για να το διαπιστώσει».
`
Εκφράζει επιφυλάξεις για τις ελεγείες όπου διακρίνει ένα μελαγχολικό τόνο:
`
«Βέβαια, τα Ελεγεία του δεν έχουν αξίωση πως αντανακλούνε κάτι καινούριο από το περιβάλλον που ζει ο ποιητής. Είναι, το ενάντιο, μια αδιάσπαστη συνέχεια ενός τόνου μελαγχολικού που χρωματίζει τα μικροαισθήματα της καθημερινής ζωής. Ίσως να ισχυριστεί κανένας πως ο Κ. μοιρολογεί ωραία, και πιο καλά ακόμη ξέρει να μας τονίζει κάτι μικρολεπτομέρειες που ένας άλλος δε θ’ αποφάσιζε να τους αφιερώσει ούτε ένα τετράστιχο. Μα άδικα θα προσπαθήσει ο αναγνώστης να ξεδιαλύνει από μέσα στο πρώτο μέρος της συλλογής (εννοώ τα ʼʼΕλεγεία ʼʼ) τη σταθερή και βασική αιτία της λύπης αυτής. Θαρρείς πως κάθε τραγούδι είναι και μια στιγμιαία εντύπωση, χρωματισμένη με πένθιμο τόνο, γιατί έτσι του γουστάρει του ποιητή. Αλλού νοσταλγία πεθαμένων αναμνήσεων, αλλού γιατί η ζωή τον ξεπερνά και αυτός μένει ξοπίσω σέρνοντας τη θλίψη του, απορία “που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ’ έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!ʼʼ…, λύπη γιατί χαίρεται η ζωή κάθε Σαββατόβραδο… ʼʼενώ για μένα η εβδομάδα ετελείωσε και μόνοʼʼ, επιθυμία για μια απροσδιόριστη αλλαγή, μια βαθιά περιφρόνηση του ανθρωπισμού του (ʼʼάλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά – όποιος πατάει απάνω μας καθώς διαβαίνειʼʼ) – χωρίς ωστόσο την αποκάλυψη της αιτίας ενός τέτοιο βαριεστισμού και μιας τέτοιας μελαγχολίας, χωρίς μια σταθερή συνέπεια στην έμπνευση του και στην αφορμή της». Αιτία είναι το υπάρχον κοινωνικό σύστημα.
`
Οι Σάτιρες που είχαν εξοργίσει το «Ελληνικά Γράμματα» από τη «Νέα Επιθεώρηση γίνονται δεκτές με ενθουσιασμό ξεκινώντας από τη θέση ότι η σάτιρα είναι μέσο της επαναστατικής τέχνης που αποσκοπεί στην «άρνηση της αστικής κοινωνίας»:
`
«Εκεί όμως που ο Καρυωτάκης πετυχαίνει πλέρια και που δείχνει πως όταν το θέλει μπορεί να ‘χει κάθε προτέρημα που του λείπει στα Ελεγεία, είναι οι Σάτιρές του. Αν αρχίσει κανείς από το πρώτο ποίημα (ʼʼΣτο Άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμοʼʼ) θα ‘θελε κάθε στιγμή να επαναλαμβάνει τους γιομάτους σαρκασμό και πραγματικότητα στίχους:
Λευτεριά, Λευτεριά σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν, πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου…
Κι όταν προχωρήσει στην ωραία κοροϊδία της ʼʼΕις Ανδρέαν Κάλβονʼʼ ωδής, στην «Αποστροφή», στο «Όλοι μαζί…» και φτάσει στους ʼʼΔημόσιους Υπαλλήλουςʼʼ και στο ʼʼΜιχαλιό ʼʼ, θα καταλάβει κανείς γιατί ο Καρυωτάκης όταν θελήσει να κοιτάξει τη ζωή με ανθρώπινο μάτι, μας δίνει πραγματικές εικόνες και όχι ασθενικές φαντασίες που θα σβήσουν με το πρώτο μετροφύλλημα…»
`
Ξεχωρίζει το «Μιχαλιό»:
`
«Και είμαι βέβαιος πως δε θα κουράσω διόλου τους αναγνώστες μου παραθέτοντας ολάκερο το ʽʼΜιχαλιόʼʼ, το αναμφισβήτητα καλύτερο τραγούδι από τις Σάτιρες του, αν και, κατά τη γνώμη μου, ο χαρακτηρισμός του ως σάτιρας δε θα μπορούσε και τόσο να δικαιολογηθεί»
`
και τον παρουσιάζει ολόκληρο.
Και καταλήγει το άρθρο με μια αναφορά στη γλώσσα:
`
«Δε θα ‘θελα να τελείωνα το μικρό αυτό σημείωμα χωρίς να παρατηρήσω πως η χρησιμοποίηση, κάπου κάπου, τύπων της καθαρεύουσας ζημιώνει περσότερο την αισθητική των ποιημάτων του, παρά [η] εξεζητημένη ρίμα
Α.Ζ.».
`
`
Όταν ο Αιμ. Χουρμούζιος γράφει αυτή την κριτική δεν έχουν ακόμη γραφτεί το ποίημα «Πρέβεζα» και τα πεζά του που δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό του. «Τρεις μεγάλες χαρές» και «Κάθαρσις», από τα σημαντικότερα κείμενα κοινωνικής διαμαρτυρίας του μεσοπολέμου.
Ο Καρυωτάκης είναι γνώστης των μαρξιστικών ιδεών στο χώρο της λογοτεχνίας και για κάποιο χρονικό διάστημα δέχτηκε την επίδραση τους μέσω του φίλου του ποιητή Ιωσήφ Ραφτόπουλου που ήταν καθημερινή του παρέα. Πέρα όμως από την όποια προσέγγιση Αριστεράς – Καρυωτάκη, ο ποιητής διαμορφώνει έναν καταγγελτικό και κοινωνικά ανατρεπτικό λόγο χωρίς ποτέ να προσχωρήσει στην κομμουνιστική παράταξη.
Τον Ιούνη ο ποιητής αυτοκτονεί. Στα «Ελληνικά Γράμματα» δε γράφεται τίποτα. Η εφημερίδα «Υπαλληλική» αποδίδει την αυτοκτονία στις διώξεις του ποιητή λόγω της συνδικαλιστικής του δράσης. Η «Νέα Επιθεώρηση», στο τεύχος Αυγούστου έχει νεκρολογία υπογραμμένη από τον Αιμ. Χουρμούζιο κατά τον οποίο ο ποιητής δεν είναι δειλός, είναι τραγικός. Επιβεβαιώνεται πάλι η αξία της ποιητικής του συλλογής:
`
«Εκείνοι πού φεύγουν…
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
Δεν πάει καιρός που ο άμοιρος ο Καρυωτάκης έγραψε το τραγούδι του ʽʼΙδανικοί Αυτόχειρεςʼʼ – κι όμως με μια τραγική αποφασιστικότητα, κάπως αταίριαστη με το μελαγχολικό τύπο του καθημερινού ιδανικού αυτόχειρα, ο ποιητής έκανε το ποίημα πραγματικότητα, αλλάζοντάς του, με μια βέβαιη νότα, τον τελευταίο στίχο της τελευταίας στροφής:
Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
ʽʼόλα τέλειωσαν, ψιθυρίζουν, τώραʼʼ
Πώς θʼ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος!
Η τελευταία συλλογή του ποιητή ʽʼΕλεγείες και Σάτιρες, ιδίως το βʼ μέρος της που ξεφεύγει κάπως από την κουραστική επανάληψη των παλιών μοτίβων, μας παρουσιάζει ένα ταλέντο μεστωμένο, ικανό για μεγαλύτερα και βαθύτερα πράγματα. Ο Καρυωτάκης είχε αγγίξει σχεδόν την ουσία της σημερινής αθλιότητας της ζωής και μη μπορώντας άλλο, τη σάρκασε, την κορόιδεψε πικρά και με πόνο. Δεν πίστεψε σε καμιάν αλλαγή, ούτε και οραματίστηκε τέτοιαν… Έδεσε το στίχο του με τη μελαγχολική αμφιβολία και δεν άφησε νʼ ανοιχτεί πλατύτερα. Μα ο ο Καρυωτάκης δεν είχε κλείσει την καριέρα του. Ήταν ακόμη στην αρχή της. Μα μʼ όλο που αμφιβάλλει και για την ʽʼυστεροφημίαʼʼ του
Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι,
δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε…
θα μπορούσε κανείς να βεβαιώσει ότι θα μείνουνε και περισσότεροι. Ο κριτικός του δε θα δυσκολευτεί να τους μαζέψει ιδίως από την τελευταία του συλλογή (Ο ποιητής έγραψε και ταʼ ακόλουθα έργα: ʽʼΟ πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτωνʼʼ 1919 9ποιήματα εξαντλημένα) και τα ʽʼΝηπενθήʼʼ 1921 (επίσης ποιήματα)
α.ζ.».
`
Αυτή η νεκρολογία προκαλεί κάποιες αντιδράσεις, όπως του Τεύκρου Ανθία, νεοφώτιστου κομμουνιστή. Είναι χαρακτηριστικό κείμενό του στην «Υπαλληλική» όπου ο Καρυωτάκης θεωρείται από τον Ανθία συνοδοιπόρος των κομμουνιστών και ως τέτοιος αντιμετωπίζεται. Υπάρχει ένα αίσθημα διάψευσης των προσδοκιών:
`
«Ήταν υπάλληλος. Θαυμάσια. Τον καταδιώκανε, υπέφερε. Πολύ έξοχα. Πράγμα συνηθισμένο. […] Ένας δυνατά συγκροτημένος άνθρωπος θα φρόντιζε να βρει μια τέτοια λύση, ώστε να εξουδετερώνει τον πόνο, αν όχι με το συναίστημα τουλάχιστο με τη γνώση και την έρευνα […] και θ’ αποδείξω πως ο Καρ[υωτάκης] με την τέτοια του διαπαιδαγώγηση και νοοτροπία δε μας χρειαζότανε, μόλο που ελπίζαμε να τον δούμε σε μιαν άλλη στράτα, τη στράτα της σημερινής επαναστατικής τέχνης, που προχωρεί με το γέλιο για τον αγώνα και την αναγέννηση. […] Αλλά πέστε μου, σας παρακαλώ, η ποίηση του Κ. με την πεσιμιστική, τη νιχιλιστική και σκεπτικιστική της μορφή, τι ώθηση μπορεί να δώσει; […] Δεν μπορεί ν’ αρνηθεί κανείς πως ο Κ. υπέφερε οικονομικά, όπως άλλωστε τόσοι άλλοι, πους ήταν ένας λεπτός κι ευγενικός άνθρωπος, που πονούσε καθώς αιστανότανε την καταπίεση και το μαρτύριο της σάπιας κοινωνίας μας. Αλλά εκείνο που ενδιαφέρει δεν είναι παρά το αποτέλεσμα: Πώς αγωνίστηκε για την καταπολέμηση του κακού αυτού; […] Με κραυγές κακομοίρικες, δίχως προσπάθεια για τη νίκη μας δε γίνεται τίποτε. […] Ήταν ανάγκη να δουλέψει για να ζήσει. (Αμ χωρίς εργασία δεν τρώει κανείς!) Δεν του άρεσε να ‘τανε «γραφιάς». Γιατί δεν επαναστάτησε; Γιατί δεν έγινε εργάτης, τέλος πάντων ενώνοντας την τύχη του με τους άλλους προλετάριους; Μήπως φοβότανε τη δυστυχία; Ο Πικρός, ο Φίτσος, ο Νικολαΐδης, ο Κορδάτος, ο Πουλιόπουλος κτλ. δεν είναι λιγότερο διανοούμενοι. Κι όμως…».
`
Αργότερα η αυτοκτονία του αποδόθηκε στον αρρωστημένο ψυχισμό του και στη θανατοφιλία του. Δε γινόταν λόγος για την αρρώστιά του. Συνέβαλε σε αυτό και η βιογραφία του φίλου του Χαρίλαου Σακελλαριάδη.
`
Πολύ ωραίο κείμενο. Ας μου επιτραπεί μόνο να διευκρινίσω ότι τα κείμενα στη “Νέα Επιθεώρηση” τα έγραψε όντως ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, αλλά τα υπέγραφε ως Αντρέας Ζευγάς (φαίνεται άλλωστε από τα αρχικά ΑΖ και αζ).
φίλος να σου πετύχει αυτός ο Χαρίλαος…άμα έχεις τέτοιους φίλους τι τους θέλεις τους εχθρούς
Να συμβάλλω στο διάλογο που εύχομαι να αρχίσει και εδώ:
1. Καρυωτάκης και Αριστερά
(http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=86933)
Στη φιλολογική σελίδα της εφημερίδας Ο Ριζοσπάστης των μέσων της δεκαετίας του ’40, κάτω από τον γενικό τίτλο «Νεοελληνική ποίηση», δημοσιεύονταν και ποιήματα έγκυρων νεοελλήνων ποιητών, σύγχρονων ή παλαιότερων. Ενας από τους ποιητές αυτούς ήταν και ο Κ. Γ. Καρυωτάκης. Η καταχώρηση ποιήματος του Καρυωτάκη στις στήλες ενός κομματικού οργάνου (17 Ιουλίου 1947) προκαλεί έκπληξη. Εκπληξη που οφείλεται στο γεγονός ότι, ενώ κατά την προηγούμενη δεκαετία, λόγω του απαισιόδοξου χαρακτήρα της ποίησής του και της αυτοχειρίας του, από τους ίδιους χώρους (Πρωτοπόροι, Νέοι Πρωτοπόροι), ο ποιητής είχε τύχει δυσμενέστατης κριτικής, τώρα τα πράγματα αλλάζουν. Και η αλλαγή δεν οφείλεται σ’ αυτό το μεμονωμένο περιστατικό όσο στο γεγονός ότι ανάμεσα στους τακτικούς συνεργάτες του φύλλου συγκαταλέγονται και συγγραφείς που στη ζωή τους κράτησαν θετική στάση απέναντι στον Καρυωτάκη. Στους συγγραφείς αυτούς προφανώς οφείλεται και η καταχώρηση ποιητικού του αποσπάσματος. Πρόκειται για τον Κώστα Βάρναλη και τον Γιώργο Κοτζιούλα, τη στάση των οποίων προς τον ποιητή θα διερευνήσουμε με κάθε συντομία.
Ο Βάρναλης κατά τα προηγούμενα χρόνια, όντας τακτικός συνεργάτης της Πρωίας, είχε αναφερθεί επανειλημμένως στον ποιητή, για το έργο του οποίου, παρά τις όποιες επιφυλάξεις του, κράτησε θετική στάση. Τον θεωρεί προικισμένο ποιητή και το έργο χαρακτηρίζεται για ειλικρίνεια, κριτική ευαισθησία και ρεαλισμό. Θεωρεί επίσης ότι η αυτοκτονία του στάθηκε «μια αναντίρρητη βεβαίωση της αλήθειας του έργου του», για τούτο και βρήκε μεγάλη απήχηση στην εποχή του. Η εκτίμηση του Βάρναλη προς τον Καρυωτάκη επισφραγίστηκε το 1973 με το δίστιχο:
Ζηλεύω σου το θάρρος Καρυωτάκη,
να σμπαραλιάσεις την τρανή καρδιά,
κλείνοντας έτσι τρεις δεκαετίες και πλέον δημόσιας αναφοράς του στον ποιητή.
Ο Κοτζιούλας εξάλλου, το 1948, είκοσι χρόνια από την αυτοκτονία του Καρυωτάκη, δημοσιεύει στο περιοδικό Ποιητική Τέχνη ένα τολμηρό όσο και αποκαλυπτικό άρθρο με τον τίτλο «Μια επέτειος. Η καθιέρωση του Καρυωτάκη», όπου αναφέρεται στην περίοδο του Μεσοπολέμου και στις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο ποιητής οδηγήθηκε στην αυτοκτονία. Το άρθρο γράφεται ύστερα από προσωπική περιπέτεια του Κοτζιούλα, αφού το 1941, με την πείνα και την Κατοχή, για να επιβιώσει, κατέφυγε στο χωριό του, στα Τζουμέρκα, και εν συνεχεία εντάχθηκε στην αντίσταση.
Στην Αθήνα επέστρεψε μετά την απελευθέρωση, το 1945. Το αξιοπρόσεκτο στην περίπτωση Κοτζιούλα είναι ότι, ενώ είχε ενταχθεί σ’ έναν χώρο που ιδεολογικά στηρίζεται στον αγώνα και στην αισιοδοξία, για την έλλειψη των οποίων επικρίθηκε ο Καρυωτάκης, εκείνος, αντίθετα, δεν στέκεται σε τέτοιες οριοθετήσεις και χωρίς να υιοθετεί το απονενοημένο διάβημα του αυτόχειρα της Πρέβεζας, προσπαθεί να το ερμηνεύσει. Καθώς μάλιστα συνδέει την πράξη του και με τον «διωγμό» είναι η φράση του που είχε υποστεί, προσπαθεί, ως άτομο, να τον κατανοήσει. Εκείνο, ωστόσο, που έχει αξιοσημείωτη σημασία είναι ότι μιλάει για τόσο λεπτά και ευαίσθητα πράγματα σε μια περίοδο όπου οι ιδεολογικές ζυμώσεις και αντιθέσεις βράζουν, ενώ ο εμφύλιος μαίνεται. Αναφερόμενος λοιπόν ο Κοτζιούλας στο έργο του Καρυωτάκη, με εντυπωσιακή ειλικρίνεια θεωρεί ότι η συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες στάθηκε μια «αληθινή αποκάλυψη για όλους και μάταια οι στρυφνοί κήρυκες θεωριών έμειναν ασυγκίνητοι απ’ αυτό το συμπυκνωμένο παράπονο».
«Θυμάμαι», συνεχίζει, «με τι λαχτάρα εμείς οι νεότεροι φοιτητές και φιλολογούντες νεαροί πιάσαμε στο χέρι μας αυτό το εξαίρετο βιβλίο που έδινε απάντηση στις ανησυχίες μας, διέξοδο στις καταπιέσεις μας. Εκεί μέσα βρίσκαμε ανάγλυφο τον εαυτό μας ή τουλάχιστον ένα πρότυπο που ασκούσε απάνω μας ισχυρή έλξη. Αυτός, μάλιστα, ήταν ποιητής. Και η συλλογή του δεν άργησε να γίνει Ευαγγέλιο για μας. Ετσι δημιουργήθηκε η περίφημη σχολή Καρυωτάκη, που όμως στην ουσία δεν λειτούργησε ποτέ». Είναι αυτό που μας παραδόθηκε ως «καρυωτακισμός», δηλαδή ως φαινόμενο φθοράς, κοινωνικής και αισθητικής χρεοκοπίας και ξεπεσμού, και τον οποίο ο Κοτζιούλας θεωρεί δημιούργημα «μερικών επιπόλαιων κριτικογράφων και κατά βάθος αναίσθητων πνευμάτων»· ατόμων δηλαδή που, αδυνατώντας να εξηγήσουν την ταχύτατη απήχηση του έργου του Καρυωτάκη, κατασκεύασαν τη θεωρία της φθοράς. Και γράφονται όλα τούτα δεκατρία χρόνια ύστερα από το επίμαχο άρθρο του Καραντώνη στα Νέα Γράμματα, όπου ο γνωστός κριτικός αποφαίνεται ότι το «κακό που προξένησε στους νέους η επίδραση του Καρυωτάκη» ήταν «ηθικό και αισθηματικό» και επίσης ότι «το έργο του Καρυωτάκη αντικατοπτρίζει και διασώζει ποιητικά τον ψυχικό και τον κοινωνικό ξεπεσμό των νέων μιας χαλαρής, ανήθικης και άρρωστης εποχής».
Από τα αποσπάσματα του Κοτζιούλα προκύπτει ευθέως η ομολογία του για την πλήρη αποδοχή του Καρυωτάκη· αποδοχή η οποία είχε απήχηση στο ποιητικό έργο και του ίδιου, ιδίως στη συλλογή Εφήμερα, απ’ όπου αποδεικνύεται ότι ένας από τους νέους που «ένιωσαν δραματικά» τον Καρυωτάκη ήταν και εκείνος.
Η συλλογή Εφήμερα καλύπτει την ποιητική δημιουργία των ετών 1929-1931. Κύρια χαρακτηριστικά της γνωρίσματα, η αθυμία, ο ψυχικός πόνος, η ανία, η μελαγχολία, η μοναξιά. Ενδεικτικοί είναι επίσης και οι τίτλοι κάποιων ποιημάτων, όπως: «Δειλινά», «Μονόλογος», «Βραδινό παράπονο» και αρκετοί άλλοι. Εδώ έχουμε επίσης και ποιήματα όπου γίνεται ευθεία αναφορά στο όνομα του Καρυωτάκη. Χαρακτηριστικό εν προκειμένω είναι το ποίημα «Ελεγεία στον Καρυωτάκη», όπου, με μια γλώσσα καθημερινή και οικεία, κινούμενος ο Κοτζιούλας ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο πρόσωπο, αφήνει να διαφανεί ο ανθρώπινος πόνος αλλά και η βαθύτερη πνευματική σχέση του με τον ποιητή με στίχους σαν αυτούς: στοχαστικό μου αδέρφι θλιβερό ή κι ο στίχος σου που ως πένθος τον φορώ.
Τα στοιχεία αυτά από μια πρώτη κιόλας ανάγνωση θεωρώ ότι είναι αρκετά για να μας οδηγήσουν σ’ έναν ευρύτερο και αναλυτικό συσχετισμό· συσχετισμό επικοινωνίας, η οποία είναι άλλοτε εξόφθαλμη και άλλοτε λανθάνουσα. Το βέβαιον πάντως είναι ότι ο Κοτζιούλας, παρά τη νεότητά του, δεν παρασύρεται σε στείρα μίμηση και οι όποιες ομοιότητές του με τον Καρυωτάκη θεωρώ ότι προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής, την ιδιοσυγκρασία των δύο ανδρών κι ακόμη από τις βαθύτερες έμφυτες ροπές που τους κάνουν να «αναπνέουν στο ίδιο κλίμα» (είναι τα λόγια του Κλέωνα Παράσχου).
Αλλά τα ανωτέρω μπορεί να τα κατανοήσει κανείς καλύτερα αν ρίξει μια ματιά στον γνωστό ιδεολογικό διάλογο που ανοίχτηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’50 από τις σελίδες του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης και εξετάσει τον εξόχως αρνητικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε ο ποιητής.
Το αξιοπαρατήρητο πάντως για την περίπτωσή μας είναι ότι κατά τη δεκαετία του ’40, δεκαετία έντονων ιδεολογικών αντιθέσεων και συγκρούσεων, σε αντίθεση με την προηγούμενη ή την επόμενη, όχι μόνο δεν φαίνεται να γράφτηκε τίποτε αξιόλογο αρνητικό, αλλά, αντίθετα, η στάση που κράτησαν οι λόγιοι κύκλοι ήταν θετική. Πάντως, η ουσιαστική αναγνώριση του Καρυωτάκη και κατ’ επέκτασιν η καθιέρωσή του πραγματοποιήθηκαν από τη δεκαετία του ’60 κι εδώθε.
Ο κ. Γιάννης Παπακώστας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
*************************************
2. «Η Αριστεροποίηση του Καρυωτακη»
(http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=158366)
Στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου (22.2.2004) χαρακτήριζα παράπλευρες εκείνες τις κριτικές απώλειες που προκαλούνται από την προσπάθεια να υποστηριχθεί η ερμηνεία μιας ορισμένης παρανάγνωσης. Ελεγα ότι η παρανάγνωση της ποίησης του Σεφέρη, στην οποία επιδίδονται πολλοί σήμερα στην επιθυμία τους να δείξουν ότι η ποίηση αυτή είναι εθνοκεντρική, είχε ως αποτέλεσμα την αντίρροπη παρανάγνωσή τους και της ποίησης του Καρυωτάκη και του Εγγονόπουλου. Προσέθετα, ωστόσο, ότι οι απώλειες οι σχετικές με τους δύο αυτούς ποιητές κατ’ επίφαση μόνο θα μπορούσαν να θεωρηθούν παράπλευρες, γιατί είναι τόσο σημαντικές όσο και οι σεφερικές.
Το αποκορύφωμα της σεφερικώ τω λόγω παρανάγνωσης του Καρυωτάκη είναι ο χαρακτηρισμός της ποίησής του ως «ελλείπουσας κριτικής συνείδησης της Αριστεράς», τον οποίο έχει διατυπώσει (1996) και προβάλλει με ιδιαίτερη έμφαση ο Κώστας Βούλγαρης. Οι ποικίλες ανταποκρίσεις της Αριστεράς προς το έργο του Καρυωτάκη έχουν βέβαια μακρά ιστορία (βλ. το βιβλίο K. Γ. Καρυωτάκης – 2000 – της Χριστίνας Ντουνιά)· όπως μακρά είναι και η ιστορία της μελέτης της πολιτικής διάστασης αυτού του έργου, ιστορία που τις δύο τελευταίες δεκαετίες διαδραματίζεται στην περιοχή του μύθου. Θα προσπαθήσω να παρακολουθήσω στα κύρια σημεία της την πορεία προς αυτή τη μυθοποίηση.
Ο πρώτος που διακρίνει πολιτική διάσταση σε στίχους του Καρυωτάκη είναι ο Τέλλος Αγρας, που το 1935 χαρακτηρίζει τέσσερα ποιήματά του («Ο Μιχαλιός», «Εις Ανδρέαν Κάλβον», «Στο Αγαλμα της Ελευθερίας, που φωτίζει τον κόσμο», «H πεδιάς και το νεκροταφείον») ως ποιήματα «πολιτικής σάτιρας». Ως τότε η Αριστερά, που περιγράφει τον Καρυωτάκη ως ποιητή της αστικής παρακμής, θα παρατηρήσει μόνο – διά του Αιμίλιου Χουρμούζιου, 1928 – ότι στα τρία πρώτα από αυτά τα ποιήματα, καθώς και στα «Αποστροφή», «Δημόσιοι υπάλληλοι» και «Ολοι μαζί…» (τα οποία θεωρεί της ίδιας τάξεως), ο Καρυωτάκης «κοιτάζει τη ζωή με ανθρώπινο μάτι». Και θα συνεχίσει η Αριστερά να τον θεωρεί ποιητή της αστικής τάξης, απρόθυμο ή ανίκανο να βγει έξω από το περίφραγμά της, ως το 1955-56, όταν στην Επιθεώρηση Τέχνης θα διεξαχθεί η συζήτηση για τα «φαινόμενα ακμής και παρακμής στη νεοελληνική ποίηση». Εκεί θα διατυπωθεί για πρώτη φορά η άποψη από τον Μανόλη Λαμπρίδη – άποψη μαρξιστικά αναθεωρητική – ότι ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης «εκφράζουν την παρακμή, μα όχι pro domo της κυρίαρχης τάξης. Εκφράζουν την παρακμή απέξω. Δεν ανήκουν ηθικά στην άρχουσα τάξη. Βρίσκονται αντιμέτωποί της». Αποψη που θα αντικρούσουν οι ορθόδοξοι κριτικοί Μάρκος Αυγέρης, M. M. Παπαϊωάννου και Τάσος Βουρνάς, που επιμένουν ότι ο Καρυωτάκης δεν αρνείται την τάξη του αλλά την εκφράζει ή την κρίνει από μέσα.
Ο Λαμπρίδης δεν συνδέει τον Καρυωτάκη με την Αριστερά. Ωστόσο η θέση του, όπως όλα δείχνουν, γίνεται η γραμματολογική βάση πάνω στην οποία θα οικοδομηθεί σταδιακά η εικόνα ενός αριστερού Καρυωτάκη. Τη βάση αυτή θα ενισχύσει το 1964 ο ίδιος ο Βουρνάς, που, παρότι εξακολουθεί να πιστεύει ότι ο Καρυωτάκης κάνει κριτική της τάξης του «μέσα από τα τείχη της», ανακαλύπτει ότι «από την ποίησή του βγαίνει ο ανθρωποκεντρικός – ουμανιστικός κλάδος της ποίησής μας, που προμηθεύεται το ποιητικό του υλικό από την πραγματικότητα του προοδευτικού μας κινήματος». Με φόντο αυτή τη βάση, η άποψη του Βύρωνα Λεοντάρη (1973) ότι ο Καρυωτάκης είναι «κοινωνικός ποιητής και συγχρόνως ποιητής της εσωτερικής περιπέτειας», παρότι προσεκτικά διατυπωμένη, αφού περιορίζει το κοινωνικό στοιχείο της ποίησής του στην «κριτική του κοινωνικού είναι της νεώτερης ελληνικής ποίησης», θα ενθαρρύνει την ιδέα ενός πολιτικού ποιητή Καρυωτάκη. H οποία θα βρει μια διατύπωσή της (και μάλιστα εμφατική) στην πεποίθηση του Τίτου Πατρίκιου (1979) ότι με τη σάτιρά του ο Καρυωτάκης γίνεται «ο πρώτος ποιητής που εισάγει άμεσα την πολιτική, ακόμη και τη διεθνή, στη νεώτερη ποίηση» (άποψη που επαναλαμβάνεται άκριτα έκτοτε).
Ολα αυτά, πιστεύω, θα προτρέψουν τον Βουρνά να κάνει (1980) ένα βήμα προς την αριστεροποίηση του Καρυωτάκη με τη διαπίστωσή του – την οποία θα επαναλάβει το 1988 – ότι «με το έργο του και την υπαλληλική συνδικαλιστική του δραστηριότητα ο Καρυωτάκης πλησίασε πολλές φορές τους στόχους της Αριστεράς» (το 1986 είχαν ανακαλυφθεί, από τη Γεωργία Δάλκου και τον Γιάννη Παπακώστα, νέα στοιχεία γι’ αυτή τη δραστηριότητα του ποιητή).
Την εποχή αυτή με την πορεία της αριστεροποίησης του Καρυωτάκη διασταυρώνεται ο Σεφέρης. H ανάπτυξη των πολιτισμικών σπουδών και τα προτάγματα της πολυπολιτισμικότητας παρέχουν “επιχειρήματα” σε όσους προσπαθούν να ελευθερωθούν από τη «βαρειά σκιά» του, προτρέποντας στην ανεύρεση εθνοκεντρισμού στο έργο του και επαναφέροντας την παλαιότερη ιδέα των αριστερών ενός συντηρητικού Σεφέρη, η οποία είχε ατονήσει κατά τη διάρκεια της χούντας. H αναζήτηση ενός αντίπαλου προς τον Σεφέρη δέους θα οδηγήσει στον Καρυωτάκη, η εικόνα του οποίου θα αποκαθαρθεί από κάθε μη προοδευτικό στοιχείο και θα αποκτήσει τα χαρακτηριστικά ενός αριστερού ποιητή, τον οποίο «είχε θάψει» η γενιά του ’30.
Θα συνεχίσω στην επόμενη επιφυλλίδα μου.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
***************************************
3. H παραμόρφωση του Καρυωτάκη
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=158932
Στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου (18.4.04) περιέγραψα την ως το 1980 πορεία της πρόσληψης του Καρυωτάκη από τη λογοτεχνική κριτική της Αριστεράς: τον σταδιακό μεταχαρακτηρισμό της καρυωτακικής ποίησης από ποίηση της ατομικής και οντολογικής αγωνίας και της αστικής παρακμής σε ποίηση πολιτική «που πλησίασε πολλές φορές τους στόχους της Αριστεράς». Και κατέληγα με την παρατήρηση ότι η αριστεροποίηση του Καρυωτάκη θα ολοκληρωθεί όταν η πορεία αυτής της πρόσληψης διασταυρωθεί με την εμφάνιση, τη δεκαετία του 1980, της αμφισβήτησης του έργου του Σεφέρη.
H κριτική τύχη του Καρυωτάκη θα λάβει τότε μια νέα τροπή, όταν τα αναδυόμενα εκείνη την εποχή προτάγματα της πολυπολιτισμικότητας φάνηκαν πως θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να ανακουφίσουν από τη βαρειά σκιά του Σεφέρη πολλούς από εκείνους που προσπαθούσαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Μεταμοντέρνοι και μεταμοντερνίζοντες νεόφυτοι της πολιτικής ορθότητας, αλλά και νεοτερικοί, αριστεροί και μη, θα συνασπιστούν στην αποκάλυψη ενός ελληνοκεντρικού, δηλαδή συντηρητικού, Σεφέρη, προς τον οποίο θα αντιτάξουν ως αντίπαλο ποιητικό δέος (χρονικά μακρινό από αυτούς και ως εκ τούτου βολικό) τον «”θαμμένο” από τη γενιά του ’30» «προοδευτικό» Καρυωτάκη. Επειδή όμως η πολιτική προοδευτικότητα δεν είναι αρκετή για να καταστήσει ένα αντίπαλο ποιητικό δέος επαρκώς ισχυρό, έπρεπε το καρυωτακικό δέος να εμπλουτιστεί και με την κατάλληλη για τη συγκεκριμένη περίσταση καλλιτεχνική προοδευτικότητα. Ετσι ανακαλύφθηκε και η ποιητική πρωτοποριακότητα του Καρυωτάκη.
Τη μορφή ενός προοδευτικού-πρωτοποριακού Καρυωτάκη εικονογράφησε πρώτος ο Δημήτρης Τζιόβας (1986). Σύμφωνα με την εικονογράφηση αυτή ο Καρυωτάκης ανήκει στην κατηγορία των ποιητών της avant-garde («Rimbaud, Apollinaire, φουτουριστές, ντανταϊστές, Brecht και μεταμοντερνιστές»), οι οποίοι, αντίθετα από τους «συντηρητικούς μοντερνιστές» του τύπου του Σεφέρη, «αρνούνται την εξουσία κάθε αισθητικής σύμβασης, […] που μπορεί να περιορίσει τη δημιουργική τους ελευθερία» και χαρακτηρίζονται από «κριτική στάση απέναντι στις κοινωνικές και αισθητικές αξίες». «Ο Καρυωτάκης», καταλήγει ο Τζιόβας, «είναι ένας από τους πιο πολιτικούς ποιητές μας, αν όχι ο πιο πολιτικός».
Με τον τρόπο αυτό, εκτός από την πλήρη προοδευτικοποίησή του – αφού ανήκει πλέον στις τάξεις των από κάθε άποψη (πολιτική και αισθητική) πρωτοποριακών (αριστερών στην πλειονότητά τους και διαφορετικών από τους πειθαρχούντες κοινωνικά και άτολμους αισθητικά συντηρητικούς μοντερνιστές) – ο Καρυωτάκης θα προαχθεί και σε ποιητή τεχνοτροπικά καινοτόμο, και μάλιστα ριζοσπαστικότερο από τον Σεφέρη και τον Ελύτη: οι κάθε άλλο παρά αποφασιστικές – σε σύγκριση με τις στιχουργικές αναζητήσεις της εποχής του – τάσεις του για χαλάρωση των έμμετρων μορφών θα χαρακτηριστούν «στιχουργική ανταρσία», ενέργεια δραστικότερη από την ανατροπή του προσωδιακού καθεστώτος, που πραγματοποίησαν με τον ελεύθερο στίχο τους οι δύο παραπάνω ποιητές.
Οι απόψεις του Τζιόβα θα επαναλαμβάνονται έκτοτε άκριτα με παρόμοια ή παρεμφερή διατύπωση και θα γίνουν η κυρίαρχη ως τις μέρες μας κριτική βεβαιότητα για τον Καρυωτάκη και τον Σεφέρη (οι μόνοι που έχουν αμφισβητήσει γραπτώς αυτή τη βεβαιότητα είναι η Τίνα Λεντάρη, 1997· ο Κώστας Κουτσουρέλης, 2002· και η Αλεξάνδρα Σαμουήλ, 2003). Το αποκορύφωμα αυτής της διπλής παρανάγνωσης (τεχνοτροπικής και θεματικής) του Καρυωτάκη, της συναρτώμενης πλέον με την αντίστοιχη διπλή παρανάγνωση του Σεφέρη, θα εμφανιστεί, όπως είπαμε (18.4.04) με τον Κώστα Βούλγαρη (1996), για τον οποίο όχι μόνο «η ποίηση του Καρυωτάκη είναι η ελλείπουσα κριτική συνείδηση της Αριστεράς», αλλά και είναι ο Καρυωτάκης – και όχι η γενιά του ’30 – «αυτός που πραγματώνει (θεματικά, γλωσσικά και “μορφικά”) την περιλάλητη “στροφή” της ποίησής μας» (τα όσα έχουν γραφεί για τον ρόλο της γενιάς του ’30 σε αυτή τη στροφή αποτελούν «εμμονές και “φετίχ” κάποιων κριτικών»). Για τον Βούλγαρη όχι μόνο «η πιστολιά της Πρέβεζας (ο ήχος της) έρχεται από αριστερά», αλλά «και η Αριστερά είναι η μόνη δυνατή (ιστορικά δυνατή…) “οργάνωση” της αλήθειας της ποίησης του Καρυωτάκη». Το οποίο, αν διαβάζω σωστά, σημαίνει ότι δεν μπορείς να συγκροτήσεις την αλήθεια της ποίησης του Καρυωτάκη, αν δεν είσαι αριστερός – για την ακρίβεια, ο σωστός αριστερός, αφού τόσοι και τόσοι αριστεροί κριτικοί προηγουμένως αδυνατούσαν να “οργανώσουν” την αλήθεια αυτής της ποίησης, με αποτέλεσμα ως το 1996 η Αριστερά να μη διαθέτει κριτική συνείδηση.
Θα αποτελούσε υποτίμηση της νοημοσύνης όσων διαθέτουν επαρκή γνώση της ποίησης και της ιστορίας της νεοελληνικής ποίησης να προσπαθούσε να εξηγήσει κανείς γιατί ο Καρυωτάκης δεν είναι ποιητής πρωτοποριακός ή μοντερνιστής. Πιο ενδιαφέρον θα ήταν να επιχειρούσε να προσδιορίσει τους λόγους για τους οποίους η ποίηση του Καρυωτάκη δεν μπορεί να διαβαστεί ως ποίηση της Αριστεράς – καλύτερα: για τους οποίους δεν είναι ποίηση πολιτική, αν με τον όρο πολιτική ποίηση εννοούμε κάτι πιο συγκεκριμένο από ένα ανοικονόμητο ιδεολογικό νεφέλωμα. Θα ήταν ενδιαφέρον όχι μόνο γιατί η ιδέα ενός αριστερού ποιητή Καρυωτάκη έχει, γενικότερα, μεγάλη απήχηση στις μέρες μας, αλλά και γιατί η κίνηση προς μια πολιτική ποίηση που βλέπουμε να οργανώνεται σήμερα φαίνεται να έχει ως σηματοδότη της τον Καρυωτάκη.
Μια προσεκτικότερη πολιτική ανάγνωση του Καρυωτάκη θα επιχειρήσω, στην επόμενη επιφυλλίδα μου.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών
Αξίζει τον κόπο να μεγεθύνουμε τη φωτό «Εξώδικος πρόσκλησις», με την οποία συνδύασε το θέμα ο Σπύρος – πολύ καλή επιλογή. Ενας Καρυωτάκης που ξαφνιάζει (περισσότερα επʼ αυτού στο βʼ μέρος).
4 κεφαλαία Κ στην ποίηση μας,,,
κορυφαίοι οι
Καβάφης,,,Κάλβος,,,Καρυωτάκης,,,Καββαδίας
,,,τα άλλα γράμματα παραπονιούνται,,,
τα μεγάλα επώνυμα
όλα με Κ αρχίζουν
Το γράμμα κάππα αλλά χωρίς τον Καρυωτάκη
http://peopleandideas.gr/2010/09/21/greek-litterature/
Κάθε βουνό τη δική του ιστορία. Καθε κορυφή τη δική της χάρη. Γιατί να ζηλέψει ο Ταϋγετος τον Ολυμπο? Γιατί να ζηλέψει ο Μύτικας το Στεφάνι? Πολλές οι κορυφές της λογοτεχνίας.
Η φωτογραφία της ανάρτησης τον δείχνει με μαύρο περιβραχιόνιο στο αριστερό του χέρι. Γιατί; Μια άλλη ερώτηση.
Ας επαναλαβω καποιες πληροφοριες για τον συνδικαλιστη Κ.Κ.
“…Οι συνδικαλιστικές διώξεις και οι άδικες κατηγορίες
Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι ο Καρυωτάκης αγωνίστηκε με πείσμα για τα δικαιώματα του κλάδου του (ήταν δημόσιος υπάλληλος) και μάλιστα σε μια εποχή που η έλλειψη συμμόρφωσης σηματοδοτούσε αναφορές, δυσμενείς μεταθέσεις, ακόμα και απόλυση, (τη χρονιά του θανάτου του ψηφίστηκε και το Ιδιώνυμο, ενδεικτικό του κλίματος). Ο ποιητής είναι αναγνωρισμένος συνδικαλιστής και εκλέγεται γραμματέας της Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών. Εξαιτίας της δραστηριότητάς του, είχε τεθεί στο στόχαστρο από κύκλους του υπουργείου του. Η δημοσίευση, όμως, στην εφημερίδα «Καθημερινή» αποκαλύψεων σε βάρος του υπουργού Πρόνοιας Μιχάλη Κύρκου (πατέρα του Λεωνίδα) σχετικά με τη σκανδαλώδη διαχείριση των οικονομικών που συνδέονται με την αποκατάσταση των προσφύγων (βρισκόμαστε στην εποχή μετά την Μικρασιατική Καταστροφή) ωθεί το περιβάλλον του υπουργού στο να καταδείξει (λανθασμένα) ως υπεύθυνο των διαρροών τον Καρυωτάκη. Ο ίδιος, λόγω της θέσης που κατείχε, γνώριζε λεπτομερώς τις παρασπονδίες των ανωτέρων του κι είχε ενοχλήσει την ιεραρχία με αναφορές διαμαρτυρίας. Άρα, –συνταιριάζοντας κανείς και τη συνδικαλιστική του δράση- μοιραία βρέθηκε στο στόχαστρο. Ο ίδιος, βέβαια, μάταια κραύγαζε για την αθωότητα του, ακόμα και στην τελευταία του επιστολή («Η χυδαία πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ»).
Οι διώξεις πολλαπλασιάζονται. Αφού δέχεται έγγραφες επιπλήξεις για διάφορα ασήμαντα παραπτώματα, μειώσεις μισθού και απειλές, μετατίθεται στην Πάτρα και δύο μήνες αργότερα στην Πρέβεζα με σκοπό την πολιτική και προσωπική εξουθένωσή του. Μάλιστα, λέγεται ότι έπεσε και θύμα εκβιασμού των παραπάνω κύκλων για «εμπόριο ναρκωτικών» (ο Καρυωτάκης είχε σχετιστεί με χρήση ουσιών, επηρεασμένος από Γάλλους συμβολιστές όπως ο Μπωντλαίρ). Ο υπερευαίσθητος ψυχισμός του ταράχτηκε ιδιαίτερα από τις τελευταίες μεταθέσεις (ο Καρυωτάκης στο σύντομο βίο των 32 του χρόνων έζησε σε 13 πόλεις!)…”
http://www.anasyntaxi.gr/index.php/pressmenu-33/87–303/390-239
Αφώτιστε Φιλέλληνα
Ετσι είναι. Υπάρχει και μια ανακοίνωση που (μάλλον) έγραψε ο Καρυωάκης και δείχνει οξυμένο πολιτικό και συνδικαλιστικό κριτήριο. Μάλλον πρέπει να τη δημοσιεύσουμε.
Πολύ σημαντικό το θέμα, γιατί, στην περίπτωση του Καρυωτάκη, ο ψυχολογισμός και ο νεορομαντισμός, που μάλλον επικράτησαν στην αποτίμηση της κριτικής και στη συνείδηση του κοινού, απέκρυψαν τις κοινωνικές συνιστώσες της ποίησής του. Δε μιλάμε απαραίτητα για κόμματα και ιδεολογίες. Μιλάμε απλά για ιστορική συνείδηση και κοινωνική ευαισθησία. Και αυτά -πρωτίστως για την ποίηση- δεν είναι αμελητέα μεγέθη.
Περιμένουμε με ενδιαφέρον τη συνέχεια.
@ΚΑΚΑΒΑΝΗΣ ΗΡΑΚΛΗΣ
Πως θα μπορουσε αλλωστε να απεχει του συνδικαλισμου εκεινες τις πολυ δυσκολες εποχες (βλ. ΥΓ)
Αυτο που ξεχωριζει τον Κ.Κ. απο τους υπολοιπους δεν ηταν μονον η ψυχοσυνθεση του ή η δισυποσταστη θεματολογια του (σκοτεινος/αισιοδοξος – σατιρικος) . Ηταν -κατα την γνωμη μου- η υψηλη ευφυϊα του που μαζι με την ευαισθησια τον κατατασουν στους καλυτερους ελληνες ποιητες. Ας μην ξεχναμε, οτι το 1924, ηταν ο πιο καταλληλος ΔΥ( μολις 24 χρονων), ωστε οταν “Μετατίθεται στη Νομαρχία Άρτης … ασκεί χρέη νομάρχη ”
ΥΓ 1920 (24 ετών) Φεβρουάριος: Στρατεύεται — Μάιος: Βραβεύεται στον Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό για την ανέκδοτη συλλογή Τραγούδια της Πατρίδας· ποιήματά της θα περιληφθούν στα Νηπενθή — Ιούλιος: Στην Κρήτη, με δίμηνη αναρρβωτική άδεια — Γράφει το φαντεζίστικο μονόπρακτο Ο Άρρωστος (σήμερα χαμένο) — Σεπτέμβριος: Απαλλάσεται, για λόγους υγείας, από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις — Νοέμβριος: Μετατίθεται στη Νομαρχία Άρτης όπου ασκεί χρέη νομάρχη — Δημοσιεύει «Το καύκαλο» — Πιθανώς αρχίζει να χρησιμοποιεί ναρκωτικά — Τρία ποιήματά του συμπεριλαμβάνονται στην ανθολογία του Τέλλου Άγρα, Οι Νέοι.
[…..]
“1927 (31 ετών) Μάιος: Πρώτη συνεργασία με τη Νέα Εστία. Παρακολουθεί τις Δελφικές Εορτές — Σεπτέμβριος: Δημοσιεύει το «Ιδανικοί Αυτόχειρες» — Νοέμβριος: Απολογείται για άγνωστο πειθαρχικό αδίκημα — Δεκέμβριος: Εκδίδει το Ελεγεία και Σάτιρες — Ο υπουργός Μιχ. Κύρκος του επιβάλλει προστιμο ίσο προς το ήμισυ του μισθού του — Μετακινείται στο Τμήμα Λοιμοδών Νόσων.
1928 (32 ετών) Ιανουάριος: Εκλέγεται Γενικός Γραμματέας του Δ.Σ. της Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών — Αποσπάται στη Νομαρχία Πατρών — Μετέχει ενεργά στην Οικονομική Επιτροπή της Συνομοσπονδίας Δημοσίων Υπαλλήλων Ελλάδος: συνεργάζεται για τη σύνταξη, προγραμματικής προκήρυξης και στη μελέτη για σοβαρές οικονομικές περικοπές στον Κρατικό Προϋπολογισμό — Φεβρουάριος: Δημοσιέυει το άρθρο «Ανάγκη Χρηστότητος: Το Δημοσιουπαλληλικόν Ζήτημα» — Παραιτείται από Γεν. Γραμματέας της Ε.Δ.Υ.Α. και αναλαμβάνει υπηρεσία στην Πάτρα — Μάρτιος: Ο Μιχ. Κύρκος του επιβάλλει πρόστιμο ίσο προς τις αποδοχές του δέκα ημερών, γιατί δεν επήγε εμπρόθεσμα στην Πάτρα — Μεταφράζει το διήγημα «Ο Χαρτοπαίκτης» του E.T.A. Χόφμαν, αρχίζοντας την επ’ αμοιβή συνεργασία του στο Περιοδικόν της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας — Απρίλιος: Ταξιδεύει στο Παρίσι για “απονενοημένες” ιατρικές εξετάσεις — Μάιος: Μετατίθεται στη Νομαρχία Πρεβέζης — Τελειώνει τα «Αισιοδοξία» και «Όταν κατέβουμε…» — 18 Ιουνίου: Φθάνει στην Πρέβεζα, ελπίζοντας ότι ως τα τέλη του μηνός θα έχει μετατεθεί στην Αθήνα — Καθαρογράφει έξι πεζογραφήματα, και γράφει το: «Η ζωή του» καθώς και το ποίημα «Πρέβεζα» — 21 Ιουλίου: Αφού προσπάθησε να πνιγεί στη θάλασσα, αυτοκτονεί με πιστόλι.”
http://karyotakis.awardspace.com/xronologio.htm
Και ας μην ξεχναμε την επιδραση του Κ.Κ. στην γενια του 70-80. Αξιζει να δειτε οτι ητο συστηματικος, διεισδυτικος και πολυ καυστικος και για το συναφι του (των ΔΥ) στην επιστολη του προς τον ξάδερφό του Θ. Δ. Καρυωτάκη απο την οπoια προεκυψε και το πασιγνωστο και τρις μελοποιημενο ποιημα του “Πρεβεζα”, οπου αναφερει :
“…εξηκριβώθη ότι του πλοίου επέβαινε ο Σεβασμιότατος Ιωαννίνων (την ευχήν του να ʽχεις). Και τότε επέσαμε πάλι στη νάρκη μας.”
ΠΡΕΒΕΖΑ
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει,
για να ζυγίσει, μια “ελλιπή” μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θʼ ακούσουμε τη μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης,
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
“υπάρχω;” λες, κι ύστερα: “δεν υπάρχεις!”
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μες στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
Για την πιο σωστή κατανόηση του ποιήματος, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα απόσπασμα από την επιστολή που έστειλε ο Κώστας Καρυωτάκης στον ξάδερφό του Θ. Δ. Καρυωτάκη, με ημερομηνία 22 Ιουνίου 1928:
«Απόψε το βαπόρι ήρθε σημαιοστολισμένο. Μέγας θόρυβος μέσα στη Νομαρχία, όταν το είδαμε. Ο κ. Αʼ Γραμματεύς επήγαινε δώθε – κείθε ανήσυχος. Ποιος είναι μέσα; Ο Νομάρχης; Ο Γεν. Διοικητής ή καμιά άλλη προσωπικότης; Επιτέλους τώρα εξηκριβώθη ότι του πλοίου επέβαινε ο Σεβασμιότατος Ιωαννίνων (την ευχήν του να ʽχεις). Και τότε επέσαμε πάλι στη νάρκη μας.
(…) Αυτά είναι τα νεώτερα της Πρεβέζης. Άλλη είδηση, η οποία ελπίζω να σʼ ενδιαφέρει εξ ίσου, είναι ότι προχθές ο κ. Ειρηνοδίκης απήγαγε την μερίδα που του έφεραν στο ξενοδοχείο (=εστιατόριο), επειδή την ήβρε ελλιπή, αφού την ετύλιξε πρώτα σʼ ένα καθαρό χαρτί. Την εζύγισε στην Αστυνομία, την έφερε πάλι, την εξεδίπλωσε, την έβαλε στο πιάτο του και την έφαγε».
Αναμφισβήτητα, η πιο δημοφιλής μελοποίηση της «Πρέβεζας» είναι αυτή του Γιάννη Γλέζου, που έγινε ιδιαίτερα γνωστή το 1982 όταν ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ερμήνευσε το τραγούδι στον δίσκο «Φοβάμαι». Όμως, η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού με την μουσική του Γλέζου, ανήκει στον Θανάση Γκαϊφύλλια και την συναντάμε ήδη από το 1975 στον “κλασικό” πλέον δίσκο «Ατέλειωτη εκδρομή». Την ίδια χρονιά, ένας ακόμα συνθέτης, ο Δήμος Μούτσης, μελοποιεί την «Πρέβεζα» και την εντάσσει στον δίσκο «Τετραλογία». Ο Μούτσης εμπιστεύτηκε την ερμηνεία του τραγουδιού σε έναν από τους πιο ιδιαίτερους ερμηνευτές της εποχής εκείνης, τον Χρήστο Λεττονό……”
http://toaromatoutragoudiou.blogspot.gr/2008/09/blog-post_16.html
Μετά το ’21, η Ελλάδα δεν υπήρξε κράτος αλλά επιχείρηση μαφιόζων, όσο κι αν πάλεψαν κάποιοι.
Αφώτιστε Φιλέλληνα,
Ευχαριστούμε για τις αναρτήσεις. Πολύ ενδιαφέρουσες οι αναρτήσεις, ιδιαίτερα η σχετική με το ποίημα «Πρέβεζα»
Καλά τώρα…Πρέβεζα.
Τα χάλια της αριστεράς που έχασε το παιχνίδι απ’ τους Βαλκανικούς;
Οι πουλημένοι συνδικάλες με τα καδρόνια;
Αναγκαια επαναληψις για…. μικροψυχους
“Ηταν -κατα την γνωμη μου- η υψηλη ευφυϊα του που μαζι με την ευαισθησια του τον κατατασουν στους καλυτερους ελληνες ποιητες.”
Τα ποιημτα του Κ.Κ. εχουν μελοποιηθε εξηντα εννεα (69) φορες .
Αναμεσα στους συνθετες περιλαμβανονται οι :
Μίκης Θεοδωράκης
Νίκος Μαμαγκάκης
Λένα Πλάτωνος
Δήμος Μούτσης
Βασίλης Δημητρίου
Γιάννης Γλέζος
Θανάσης Γκαϊφύλλιας
[…]
Ηδύλη Τσαλίκη
Δημήτρης Παπαδημητρίου
[…]
Υπόγεια Ρεύματα
Διάφανα Κρίνα
http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=index&sort=alpha&lyricist_id=285
Ναι Αφώτιστε, οι μικρόψυχοι να εκτελούνται,
όπως επιβάλλουν τα λαϊκά δικαστήρια, οι Δίκες της Μόσχας, τα μυαλά της κουκουβάγιας κλπ.
Μεγαλόψυχος όντας, παραβλέπεις τις μικρές ανθρώπινες αδυναμίες. Νάνι το παιδί θα κάνει.
Ή μήπως…