(Πατήστε στην εικόνα για μεγέθυνση)
Το ποίημα γράφτηκε στα τελευταία χρόνια της ζωής του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και αναφέρεται σε μια εκκλησία της Σκιάθου. Βρισκόταν για πολλές δεκαετίες στο αρχείο του φίλου του Κώστα Φαλτάιτς και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά από το Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλο το 1983.
Στο κέντρον της επάνω πόλεως
με το καμπαναριό της, που είνʼ ένα στολίδι
του λιμένος και της προσόψεως,
στέκει ο ναός της Παναγίας.
Ωραίος ο ναός, το τέμπλο ωραίο,
ωραία τα λαμπρά τα εικονίσματα,
ωραίες κι οι νορίτισσες που εκκλησιάζονται,
όλα ωραία.
Στολισμένο το τέμπλο με χρυσές ποδιές,
στολισμένος ο χορός και τα στασίδια με μυρτιές και δάφνες,
στολισμένες κι οι κόρες που πηγαίνουν
να εκκλησιασθούν στην Παναγία.
Αριστερά στο τέμπλο στέκεται
η εικόνα σου η μεγάλη θεόρατη
όλη ασημένια όλη, Παναγία μου,
με τʼ ασημοκάντηλά της.
Απάνω στην εικόνʼ αφιερώματα
κρέμονται, καραβάκια, γολετίτσες,
καΐκια, βάρκες, μπάρκα τριοκάταρτα,
όλʼ αφιερώματα των πλοιάρχων.
Κι οι καπεταναίοι οι παλαιοί
καθένας έχει στο ναό βαλμένο
από ένα λίθο· και καθένας έχει
ένα στασίδι γύρω γύρω στο δεσποτικό
και γύρω γύρω στο παγκάρι όλοι τους.
Τάζουν στην Παναγία και τους δίνει
καλά ταξίδια, γαληνιάζ’ η θάλασσα
όταν στο πέλαγο την επικαλεσθούν
την Παναγία την Σαλονικιά.
Άμποτε να ʼσαι βοηθός, Παρθένα μου,
κι εις τους χειμαζομένους εις του βίου
τα βάσανα και τας ανάγκας, άμποτε
να είσαι βοηθός και σωτηρία.
Άπαντα, τόμ. 5, Δόμος