[ΤΟ ΓΑΡΓΑΡΟ ΝΕΡΟ ΚΗΛΑΪΔΙΣΤΑ ΦΛΙΦΛΙΖΕΙ]

Το γάργαρο νερό κηλαϊδιστά φλιφλίζει
και σας καλεί ναν το χαρείτε οι διψασμένοι.
Τί γάργαρο νερό… κελαρυστό, όπως βγαίνει
οχ τʼ ανθισμένο λειμωνάρι και δροσίζει

τες φρένες, την καρδία! Και σʼ όσους ευδορπίζει
το ξυλοκέρατο τα δείπνα, δεν τσου μένει
παρά στα νάματα να ερθούνε και την ξένη
βρωμιά να δγιούν πώς ύδωρ λάλον καθαρίζει!

Κοιτάχτε – ο δρόμος ανοιχτός! Εδώ ας γυρέψει
το πόδι σας πορεία… ʼδώ πάνου νʼ ανεβείτε,
πριχού οχ τʼ άλογά του ο ήλιος ξεπεζέψει.

Φαρμακερόφιδο δεν μόλυνε το φρέαρ
ποτέ εισέ νιό χορτάρι μέσα. Ελάτε, δείτε
πώς γύρω γελάει ολόγυρα το αιώνιον έαρ!

`

*

[ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ ΜΙΛΟΥΝ]

Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού,
ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα

Ψαλμοί 18, 2

Τα πάντα για τον Θεό μιλούν: των άστρων η
φανέρωση μιλάει· και της σελήνης·… μιλάει
τση ανεμοζάλης το μουγκρίδι, που απηχάει
βουητά νερών και θαλασσώνε. Πώς διαιωνί-

ζει του ήλιου ο τροχός το φως του κόσμου! Ονεί-
ρων λάμψες φέγγουσι χρωματιστές στα χάη
διηγώντας δ ό ξ α ν Θ ε ο ύ,  κι ανθρώπων δεν νογάει
το άλλως λάλο αχείλι τως πώς διακονεί

να ομολογήσει. Δρόμο ο γήλιος κάθε ημέρα
χαράζει και στον κάμπο κάμει όλον δήλο
το πρότυπο της αιώνιας του Ιδέας. Πέρα

η κτίσις πάσα αινεί τον Πλάστη· δάσα, κτήνη,
ο σάπφειρος των θόλων, του χορτιού το φύλλο…
Τʼ ανθρώπου μόνο ο νους αμίλητος θα μείνει;!

`

*
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟΝ ΔΕ ΡΩΣΣΗΝ, ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΦΙΛΟΝ

Τα μεσημέρια, οπού του θέρους η άγρια λαύρα ψήνει
και γέρνουν τα λούλουδα οχ τον καψώνα χτυπημένα
κι οπού τα μυρωμένα του φτερά τʼ αγέρι κλείνει
κι αδρόσιστα τα χόρτα μνέσκουνε και μαραμένα,

και μόλις που τη σιγαλιά της φύσεως ξελύνει
του ρυακιού νερό ασημί που τρέχει ώσμε τα ʼμένα
κελαρυστά, στο ξέθωρο χορτάρι, να καλλύνει
τσι πρασινάδες πώχουν μείνει, πές μου, Γιώργο: εμένα

το φίλο σου, μες στα χαριτωμένα τούτʼ απόσκια
θα τον αφήνεις, πές μου, νά ʼρχεται ολιγάκι… λίγο…
και να τρυγά το πράσινο και των μοσκιώʼ τα μόσκια;

Στα χόρτα τούτα ʼδώ να κάθουμαι την άδεια δώʼ μου,
και δίπλα μου να κάθεσαι κι εσύ, σʼ αυτόν τον τρύγο,
τους ήχους να ρουφάς των εμπνευσμένων τραγουδιώʼ μου.

`

*
[ΑΟΙΔΟΙ ΣΥΝΑΜΙΛΛΩΝΤΑΙ ΜΕ ΑΟΙΔΟΥΣ ΚΛΕΙΩΝΤΑΣ ΤΟ ΜΑΤΙ]

Δεύρο από Λιβάνου, νύμφη, δεύρο από Λιβάνου,
 Άσμα Ασμάτων 4, 8

Αοιδοί συναμιλλώνται με αοιδούς κλειώντας το μάτι
στο ψέμα (και άνθη γίνουνται της Άσκρας), πάνου
που εμέ φορμίγκων κρούσεις μού προσφέρουν κάτι
απʼ τους πανύψηλους τους κέδρους του Λιβάνου.

Ψαλμούς σαν του Δαυίδ θα πώ κι εγώ στα πλάτη
της γης, αλλά με τη λαλιά του ιταλιάνου·
στον πλάστη των αιθέρων ήδη φθάνουν –νά τοι! –
με τον καπνό πιωμένοι του γλυκού λιβάνου.

Γιʼ αγγέλους πάντα θα μιλώ με στίχους… (Δίνεις,
όμως, σʼ ανθρώπους, που επαινούν της διαφθοράς τους
το μέλος, μέτρα τέλεια που θαν τα φάει η μήνις

τους;) Των ρημάτων μου, όσο αχνή κι αν βγαίνει η ρίμα,
βοηθός θε νά ʼνʼ ο κτίσαντας ηχούς απλάστους,
για να μη χάνουμαι στην αρετή ή στο κρίμα.

 

*
Η ΝΗΣΟΣ ΤΗΣ ΖΑΚΥΘΟΣ

Σαν από γέλιο εκεί να χορεύει η Φύση

Η Φύση χαμογέλασε και η Ζάκυνθος με χάρη
οχ των κυμάτων ήβγε την κοιλία. Μυρτιές και κλώνοι
κι αιθέρια πνεύματα απʼ τον κεστόν –από τη ζώνη
της Αφροδίτης ήτοι– τη στεφάνωσαν να πάρει

το κάλλος που τη ζώνει ολόγυρα. Χρυσό λογάρι
οι γελαστές συνθέτουν πέτρες, κάθε τση κοτρώνι
μειδιά· δεν έχει μαύρες ράχες πουθενά, κι οι κώνοι
των λόφων της ντυμένοι στέκουν με γλυκό χορτάρι.

Λαγκάδια έχει γερτά, βουνά με αγέρωχο κεφάλι·
στσί ροδαριές, στσʼ αμάραντους νερά καλά κυλάνε
και μουρμουρίζουν το σκοπό τση γης που τά ʼχει οβγάλει.

Ψηλός αμή προβέλνει ο Έλατος, να καζαντήσει
χίλια το μάτι βλέμματα, τον κάμπο να κοιτάνε
και να θωρούν αχόρταστα τί μάγια σπέρνει η Φύση.

`

*
[ΠΟΡΦΥΡΑ ΠΕΠΛΟΥ ΜΙΑΣ ΠΑΡΘΕΝΑΣ, ΠΟΥ ΤΟΝ ΣΤΙΖΕΙ]

Ως σπαρτίον το κόκκινον χείλη σου και η λαιά
σου ωραία, ως λέπυρον ροιάς μήλον σου.

 Άσμα Ασμάτων 4, 3

Πορφύρα πέπλου μιας παρθένας, που τον στίζει
πανάπαλο το φεγγαρόφωτο, είναι δώμα
του κάλλους του αβρού, των πόθων μετερίζι,
που από τα φλογερά σου χείλη επήρε χρώμα.

Μέσʼ απʼ το μέλος των λογιών θερμή αναβλύζει
πνοή, και οι ψυχές με της χαράς το πιόμα
μεθάν και σπαρταρούνε, ενώ άχραντους θερίζει
καρπούς και δρέπει άνθια το ερωτεμένον όμμα

των θόλων. Σαν το φλούδι του ροδιού έχεις χείλη
(τόσο άλικα!) που νιώθει μέσα του να πάλλει
η καρπερή του ήλιου δύναμη, όλη η ύλη

της ζωής. Με πίστη ακράδαντη όποιος το κοιτάζει
θε νά ʼβγει σώος στο λαμπυρό τʼ ακρογιάλι,
όπου πάντα είναι πρωί και ουδέποτε βραδυάζει.

`

*

ΕΙΣ ΜΟΝΑΧΗΝ

Του παραδείσου ένοικος χαριτωμένος
αθώρητα κατέβη επί γης και σε εκείνη·
της κούρεψε το πλήθος των μαλλιών, να γίνει
των εγκοσμίων χλεύη, των απλάστων αίνος.

Από ʼνα ουράνιο γέλιο όλως φωτισμένος
απάντεχα ομπροστά της φτάνει και τση δίνει
το φως να λούσει την ειδή της, τη γαλήνη
για νά ʼνʼκαθάρια και η ψυχή της. Τόμου ασμένως

εκείνη ελάλειε: «Βρώμικο το χθόνιο χώμα
λασπώνει τη θωριά μου, ενώ η καρδία μου κλαίει
λυγμούς που μου λερώνουνε ψυχή τε και όμμα.»

«Παρθένε, φόβος Θεού σε πλάθει εσέ», τση λέει
ο καταβάς· ʼσου παραστέκω εγώ – μην τρομα-
χτείς! Τέτοιος φόβος πρέπει πάντα να σʼ εμπνέει!»

`

*
Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

Τον αιώνιον ήλιον είδα, και προσηλωμένα
απάνω του είχανε τα μάτια τους χορείες
αγγέλων που έγραφαν φωτόβρυτες πορείες
στους ουρανούς νʼ απαλοφιληθούνε. Κι ένα

χαμόγελο έσκαγε οχ το φως στʼ αγαπημένα
τους χείλη κι όλες τους αβγάταινε τες θείες
εφέσεις, κι ένθερμοι έψελναν μες στες δροσίες
του παραδείσιου κήπου την αγάπη. Φρένα

δεν ήξερε ο χορός κι ο ζήλος πλέα των Χερουβείμ
που μοιάζαν μʼ εραστών λευκές ψυχές, και με άσματα
ανάκουστα αποκρίθηκε ο εσμός των Σεραφείμ.

Με ολάνοιχτα του λογισμού τα μάτια εγώ, έξω
εθώρουν ʼκεί τʼ αγγελικά γλυκαγκαλιάσματα
ποθώντας ρίμες εναρμόνιες να συλλέξω.