Δεν προτίθεμαι να ιστορήσω την Ιστορία της Τυπογραφίας και των εκδόσεων – πράγματα άλλωστε γνωστά και ειπωμένα. Το λήμμα της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας παραμένει –για όποιον το θέλει– έγκυρο και ευσύνοπτο. Το βιβλίο δε του τυπογράφου Νίκου Σκιαδά Το Χρονικό της ελληνικής τυπογραφίας, σε 3 τόμους, εκδόσεις Γκούτενμπεργκ, περιμένει χρόνια τώρα τον ιστορικό Χρήστο Λούκο για να συμπληρωθεί. Άμποτε!

Το θέμα μου, λοιπόν, είναι αν χρειάζεται και σε ποιους η γνώση της παραδοσιακής τυπογραφίας στην εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών.

¤

Πριν από πολλά χρόνια –30 και βάλε– η πολυεθνική εταιρεία υπολογιστών και προγραμμάτων APPLE με κάλεσε –καλoπληρώνοντάς με– να συνεργασθώ με τους τεχνικούς-προγραμματιστές της για τον σχεδιασμό ελληνικών γραμματοσειρών και τη δημιουργία εκδοτικού προγράμματος. Δίπλα-δίπλα, μπροστά στο κομπιούτερ, μετέφερα την εμπειρία μου από την πολύχρονη ήδη θητεία μου σε μερικά από τα πιο φημισμένα τυπογραφεία της Αθήνας (Αφοί Ταρουσόπουλοι, Μυρτίδηδες, φράου Γερτρούδη Χρήστου, Κωνσταντινίδης-Μιχαλάς, Αφοί Ρόδη κ.ά.). Καθώς μάλιστα δεν είχε, δια του γνωστού νόμου Ράλλη, καθιερωθεί ακόμη το μονοτονικό, τα προβλήματα συντονισμού του λογισμικού ξένων γλωσσών με το τελείως διαφορετικό ελληνικό πολυτονικό απαιτούσε, τόσο για τη δημιουργία του προγράμματος και των γραμματοσειρών όσο και για τη μετέπειτα χρήση τους στην παραγωγή, εξειδίκευση και εν τέλει αναρίθμητες εργατοώρες. Η πίεση προς την πολιτική ηγεσία από τις εταιρείες των υπολογιστών και, κυρίως, των εκδοτικών συγκροτημάτων του Τύπου συνέτειναν, λίγο αργότερα, στην αφαίρεση των ενοχλητικών και χρονοβόρων πνευμάτων και τόνων. Ο πολυετής αγώνας λογίων και κομμάτων της αριστεράς δικαιώθηκε με τόσο απλό και αποτελεσματικό τρόπο. Ποιος θα το φανταζόταν!

Με τις γενναίες αυτές εκπτώσεις τα πράγματα γίνονταν πλέον ταχύτατα και πολύ φθηνότερα. Εκτός τούτου η μείωση –αν όχι ελαχιστοποίηση– του χρόνου και του κόστους μαθητείας παρείχαν, με λίγες ώρες κατάρτιση, στον καθένα τη δυνατότητα να κατασκευάζει ένα βιβλίο. Χάθηκε έτσι το βασικό στοιχείο της παράδοσης: Η μαθητεία. Η ένταξη δηλαδή του καινούργιου στην αλυσίδα του παλιού. Με τρόπο αναίμακτο σπάσαμε τις αλυσίδες, και όχι μόνο στην τυπογραφία. Μία ακόμη θριαμβευτική νίκη της μαζικής δημοκρατίας. Όμως έτσι προέκυψε το πρόβλημα σε αρκετούς παραδοσιακούς τυπογράφους (Ζουμαδάκη, Λένη, Αποστολόπουλο κτλ.) –και δικό μου, άλλωστε– όχι σε ποιόν θα κληροδοτήσουμε τα παμπάλαια εργαλεία μας (κάσες, μέταλλα, πρέσες, πιεστήρια, μάρμαρα, και τα παρόμοια) –ούτε δωρεάν δεν τα δεχόταν κανείς–, αλλά που η γνώση και η εμπειρία μας ήταν πια παντελώς άχρηστη. Τι μας χρειάζεται τώρα το μεταλλικό στιγμόμετρο (μία στιγμή ισοδυναμεί με 0,376 του χιλιοστού) όταν έχουμε το πλαστικό εκατοστόμετρο; Το τετράγωνο της αρμονίας και η χρυσή τομή, κανόνες απαραίτητοι για τον σχεδιασμό βιβλίων και εντύπων, είναι εντελώς παρωχημένοι, άσε που δημιουργούν στην εποχή της ευκολίας δυσκολίες και απαιτούν και ξόδεμα φαιάς ουσίας.

¤

Παλαιότερα, όλο και κάποιος θα βρισκόταν (εκδότης, επιμελητής, διορθωτής, μακετίστας) που θα μας συμβουλευόταν για κάτι. Με τον Φίλιππο Βλάχο των περίπυστων «Κειμένων» και τον Λάζαρο Γεωργιάδη της περίκομψης «Λέσχης» του μαστορέψαμε, αλληλοβοηθούμενοι, μερικά από τα ωραιότερα βιβλία της ελληνικής τυπογραφικής καλλιτεχνίας. Και να προστρέχουμε, συχνά-πυκνά, και στα θρυλικά πρόσωπα της Συντεχνίας μας, που αγόγγυστα μας συνέδραμαν πολλαπλώς: Παναγιώτη Μέρμηγκα, Κώστα Κουλουφάκο, Νάσο Δετζώρτζη, Λούλη Κάσδαγλη, Ανδρέα Γανιάρη… (σταματώ για να μην μακρύνω κι άλλο τον κατάλογο). Με τη σημερινή ευκαιρία της παρουσίας μου εδώ, άς αποτελεί η αναφορά αυτή μικρό μνημόσυνο στη μνήμη τους, για να μην ξεχνάμε τι οφείλουμε και σε ποιους.

Αυτά, βεβαίως, τότε – στη δεκαετία του ΄80. Σήμερα ;

Πριν από λίγους μήνες μου τηλεφώνησε η Διονυσία Διδασκάλου των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης για το ποια είναι η σωστή φορά των γραμμάτων στη ράχη των βιβλίων. Από πάνω προς τα κάτω ή το αντίστροφο; Της εξήγησα πώς έχουν τα πράγματα από την εποχή των χειρόγραφων βιβλίων-κωδίκων μέχρι την εφεύρεση της τυπογραφίας, τι έκαναν στους αιώνες που ακολούθησαν και τι γίνεται σήμερα διεθνώς επʼ αυτού.

¤

Με τον νέστορα των γραμμάτων μας Στυλιανό Αλεξίου, έχουμε εδώ και πολλά χρόνια αγαστή συνεργασία. Γόνος οικογένειας τυπογράφων-εκδοτών κατανοεί επακριβώς τα προβλήματα τόσο της παλαιάς όσο και της νέας τεχνολογίας. Κατά την έκδοση του Κρητικού Πολέμου του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή προέκυψε δυσεπίλυτο πρόβλημα. Υπήρχε αρχικά ένα και μοναδικό αντίτυπο του βιβλίου, από την έκδοση του 1681, στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη. Από αυτό το αντίτυπο έχουν γίνει και οι νεότερες εκδόσεις, του αρχιμανδρίτη Αγαθάγγελου Ξηρουχάκη (1908) και του λογοτέχνη Ανδρέα Νενεδάκη (1979). Με τη συνδρομή του τότε διευθυντή του Ελληνικού Ινστιτούτου της Βενετίας Νίκου Παναγιωτάκη, καθώς και του ιστορικού-ερευνητή Κώστα Τσικνάκη εντοπίσθηκαν και δύο ακόμη αντίτυπα της αρχικής πρώτης και μοναδικής έκδοσης. Διαπιστώθηκε, μετʼ εκπλήξεως, από τη σύγκρισή τους, ότι από αντίτυπο σε αντίτυπο υπήρχαν διαφορετικές γραφές, διορθώσεις ή λάθη σε ορισμένες σελίδες, αλλαγμένοι μεσότιτλοι και άλλα παρόμοια. Διατύπωσα πειστική εξήγηση, λόγω της μαθητείας μου ως τυπογράφου το 1958 σε τυπογραφείο της Πρέβεζας. Το τυπογραφείο αυτό το μετέφερε ο ιδιοκτήτης του Ντίνος Δελαπόρτας από τη Λευκάδα. Ήταν το μαγαζί του προπάππου του. Τίνος ήταν πριν και πως συγκροτήθηκε, άγνωστον. Στο εν λόγω επαρχιακό «πρωτόγονο» τυπογραφείο η στοιχειοθεσία γινόταν με το χέρι γράμμα-γράμμα και η εκτύπωση σε πρέσα-πιεστήριο του 1650. Το κομψοτέχνημα αυτό μηχάνημα το είδαμε αρκετά χρόνια αργότερα (1978) στην είσοδο χλιδάτου ξενοδοχείου της Πρέβεζας ως διακοσμητικό, αξιοπερίεργο αντικείμενο. Έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη του. Πιθανώς πουλήθηκε για παλιοσίδερα. Εκεί, λοιπόν, γινόταν η τυπογραφία προσίδια με εκείνην της Βενετίας του 17ου-18ου αιώνα. Λίγες οι κάσες, φθαρμένα πολλά στοιχεία –κυρίως τα κεφαλαία–, δύσκολη και χρονοβόρα η προμήθεια χαρτιού από το Αίγιο, την Πάτρα ή την Αθήνα (συνήθως με το πλοίο).

Όντας κοινωνός αυτής της εμπειρίας προσέφερα, επίσης, την ενδεδειγμένη εξήγηση στον καθηγητή Στέφανο Κακλαμάνη για τη συχνότητα των λαθών σε βενετική έκδοση της Θησηίδος. Προετοίμαζε επανέκδοση της εισαγωγής και μερικών κεφαλαίων της και συνέταξε προς τούτοις κατάλογο λαθών. Εντοπίσαμε εύκολα τα τυπογραφικά σφάλματα όταν του σχεδίασα και του έδειξα την τυπογραφική κάσα. Ίδια και απαράλλακτη από τα χρόνια του Γουτεμβέργιου. Έτσι πολλές λέξεις αντί του α είχαν ο, του ρ π, του μ υ, κ.ο.κ. Η κλίση της κάσας κατά 35ο και η διάταξη των «σπιτόπουλων» (θηκών) έκαναν φανερή την αιτία των περισσότερων τυπογραφικών λαθών.

Θα μπορούσα να αναφερθώ σε πλείστες όσες τέτοιες περιπτώσεις, όπου η γνώση της παραδοσιακής τυπογραφίας μπορεί να φανεί χρήσιμη στους μελετητές, όταν μάλιστα η πρώτη έντυπη έκδοση υπέχει τη θέση του χαμένου χειρογράφου του συγγραφέα.

Μάθημα Βιβλιολογίας, απʼ όσο γνωρίζω, δεν υπάρχει σε καμία Φιλοσοφική Σχολή ή τα συναφή ΤΕΙ, και οι λίγοι ζωντανοί ακόμη τυπογράφοι θα μπορούσαν να αποδειχθούν αρκετά χρήσιμοι. Ο ιστορικός του βιβλίου Κώστας Στάικος πολλά θα έμαθε (φαίνεται εν τοις πράγμασι, άλλωστε) απʼ τη συνεργασία του με τον λαμπρό ποτέ συνάδελφο Χρίστο Μανουσαρίδη. Πολλά επίσης θα είχαν καλοδιατυπωθεί αν συγγραφείς και μεταφραστές βιβλίων για την ιστορία και την αισθητική του εντύπου προσέτρεχαν και στους τυπογράφους. Έτσι δεν θα διαβάζαμε για «ορφανές» και «χήρες» αράδες, ιτάλικ γραφή, κενά διαστήματα, κορυφές σελίδων και φορμάτ, αλλά θα χρησιμοποιούσαμε την ορολογία με την οποία αιώνες τώρα επιμελητές-διορθωτές-τυπογράφοι συνεννοούνταν θαυμάσια με σαφήνεια, ακρίβεια και αποτελεσματικότητα.

¤

Τα πέντε τελευταία χρόνια, για λόγους ανεξάρτητους της διάθεσής μας, μαστορεύουμε τα βιβλία μας με υπολογιστή, τυπωμένα στην όφσετ, και βιβλιοδετημένα όχι, βέβαια, στη θερμοκολλητική αλλά με «ατλακόλ» στο χέρι. Μεταφέραμε αποθησαυρισμένη πείρα 500 και πλέον χρόνων (το πρώτο καθʼ ολοκληρίαν ελληνικό βιβλίο τυπώθηκε το 1476), σε εργαλεία σύγχρονα, με άπειρες δυνατότητες. Δυνατότητες που δεν τις είχε ούτε κατά διάνοια η παλαιά τέχνη του βιβλίου. Κερδίσαμε πολλά, αλλά και με κάποιο τίμημα. Η σημαντικότερη απώλεια είναι η χαμένη αναγλυφικότητα της σελίδας, λόγω της πίεσης της εκτύπωσης με τον παραδοσιακό τρόπο στο πιεστήριο. Τα λεπταίσθητα χέρια και τα εξασκημένα μάτια το διακρίνουν. Διορθώσαμε, φτιάχνοντας χιλιάδες ζεύγη γραμμάτων, τις υπάρχουσες γραμματοσειρές, βρήκαμε τις σωστές αναλογίες ελληνικών και ξενόγλωσσων στοιχείων, χρησιμοποιούμε (διότι το γνωρίζουμε) για λογοτεχνικά κείμενα τα διπλά διαφορετικά σύμφωνα της αρχής και της μέσης στις λέξεις που τα έχουν, στενέψαμε και πλατύναμε τις παύλες, ούτως ώστε να έχουμε τέσσερα διακριτά μεγέθη για την ανάλογη και σύμφωνη με τη γραμματική χρήση (συνέχεια-ενωτική, μεσαία παύλα, μεγαλύτερη για τις παρενθετικές προτάσεις και ακόμη μεγαλύτερη για τους διαλόγους) και, μεταξύ άλλων αναλόγων, σχεδιάζουμε για το εγγύς μέλλον δική μας, αποκλειστική, καλοσχεδιασμένη γραμματοσειρά.

¤

Πιστεύω, με τα εν τάχει λεχθέντα, να έγινε κάπως αντιληπτό αν και σε ποιούς χρειάζεται η γνώση της παραδοσιακής τυπογραφίας. Έχουμε δημιουργήσει έναν μικρό, σκληρό πυρήνα ανθρώπων που αυτά τα αισθάνονται και πορευόμαστε με αισιοδοξία ακάθεκτοι προς τα πίσω. Η Ανθή, ο Θοδωρής και ο εκλεκτός μουσικολόγος –και όχι μόνον– Νίκος Διονυσόπουλος, με τις άκρως καλαίσθητες τυπογραφικά εκδόσεις του, ασκούνται, προπονούμενοι μαζί και στο ίδιο γήπεδο, στη σκυταλοδρομία, ούτως ώστε να μην κυριαρχήσει και εδώ το εθνικό μας σπορ: η σκυταλοδρομία του ενός.

Αιμίλιος Καλιακάτσος

Τυπογράφος-εκδότης