
ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΚΑΝΑΤΙ
Στο Λεοπόλδο Πανέρο
Που πάει εκείνη η γυναίκα
έρποντας στο πεζοδρόμιο,
τώρα που σχεδόν νυχτώνει,
με το κανάτι στο χέρι;
Πλησιάστε δεν μας βλέπει.
Τώρα δεν ξέρω ποιο είναι πιο γκρι
Το κρύο ατσάλι των ματιών της
Το ξεπλυμένο γκρι από εκείνο το σάλι
Που μʼ αυτό τυλίγει το λαιμό και το κεφάλι
ή το έρημο τοπίο της ψυχής της.
Αργά περπατά, σέρνοντας τα πόδια,
φθείροντας τις σόλες, λειαίνοντας την πέτρα
αλλά πλακωμένη
από ένα τρόμο
σκοτεινό,
από μια θέληση
να αποφύγει κάτι τρομερό.
Ναι, είμαστε μπερδεμένοι!
Αυτή η γυναίκα δεν προχωρά από το πεζοδρόμιο
αυτής της πόλης,
αυτή η γυναίκα πάει σε ένα τόπο τραχύ,
ανάμεσα σε τάφρους ανοιχτές, τάφρους αρχαίες, τάφρους πρόσφατες
και θλιμμένες κορυφογραμμές,
ανθρώπινης διάστασης, από γη ανακινημένη,
από γη
που τώρα δεν χωράει στην τρύπα από όπου βγήκε
ανάμεσα σε αβυσσαλέα σκοτεινά πηγάδια
και θολά ξαφνικά χάσματα,
γεμάτα από λάσπη και νερά βαλτώδη και κουρελιασμένα σάβανα
με το χρώμα της απελπισίας.
Ω ναι, την γνωρίζω.
Αυτή τη γυναίκα εγώ την γνωρίζω: ήρθε με ένα τρένο,
με ένα τρένο πολύ μεγάλο
ταξιδέψε πολλές μέρες
και πολλές νύχτες
κάποιες φορές χιόνιζε και έκανε πολύ κρύο
άλλες φορές έλαμπε ο ήλιος και ο άνεμος στριφογύριζε
τους μικρούς θάμνους
στους κάμπους όπου ασταμάτητα σκάνε παράξενα
ροδοκόκκινα λουλούδια.
Και αυτή ταξίδεψε και ταξίδεψε
ζαλισμένη από το θόρυβο της συζήτησης,
από το τράνταγμα των τροχών
και από το καπνό, από τη μυρωδιά της παλιάς νικοτίνης.
Ω, νύχτες και μέρες
μέρες και νύχτες,
νύχτες και μέρες,
μέρες και νύχτες,
και πολλές, πολλές μέρες
και πολλές, πολλές νύχτες.
Αλλά το φριχτό τρένο πήγαινε σταματώντας
Σε τόσους διαφορετικούς σταθμούς,
που αυτή δεν γνωρίζει με ακρίβεια ούτε πώς λέγονταν
ούτε τα μέρη
ούτε τις εποχές.
Αυτή
θυμάται μόνο
πως σε όλους έκανε κρύο,
πως σε όλους ήταν σκοτεινά,
και πως φεύγοντας, στο ξεκίνημα του τρένου,
καταλάβαινε πάντα
πόσο κτηνώδες είναι το χτύπημα της απόλυτης αδικίας,
ένιωθε πάντα
μια θλίψη που ήταν όπως μια τερατώδης σαρανταποδαρούσα
που κρέμονταν από το μάγουλο,
έτσι το ίδιο όπως απομακρύνεται το τρένο, ξεριζωνόταν η ψυχή
έτσι το ίδιο όπως απομακρύνεται το τρένο, ξεριζώνονταν
αμέτρητες λευκές μαργαρίτες σαν την παιδική της
χαρά στη γιορτή του χωριού,
έτσι το ίδιο ξεριζώνονταν οι γαλάζιες μέρες,
η απόλαυση να αγαπά το Θεό και εκείνη
η θέληση των λεπτών σε ακολουθία που
ονομάζουμε: να ζω.
Αλλά οι πένθιμοι σταθμοί απομακρύνονταν
Και εκείνη ξεπρόβαλλε φρενήρης στα παράθυρα,
ουρλιάζοντας και στριφογυρίζοντας
μόνο
για να δει να απομακρύνεται στην ατελείωτη πεδιάδα
αυτό, ένας μοναχικός σταθμός,
ένας τόπος
σημαδεμένος στις τρεις διαστάσεις του μεγάλου
κοσμικού κενού
από ένα σταυρό κάτω από τα αστέρια.
Και τελικά κοιμήθηκε,
Ναι, κοιμήθηκε στη σκιά,
νανουρισμένη από ένα φόντο μακρινών συζητήσεων,
από πνιγμένα ουρλιαχτά και από χαμογέλα δανεικά,
όπως τα πλήθη που μιλούσαν δια μέσου καλοπλεγμένων κουβερτών,
μόνο σχισμές στιγμιαίων γεγονότων
κλάματα μωρών που ξυπνάνε βρεγμένα αργά τη νύχτα,
ή κοφτές τσιρίδες νεαρών που μέσα στα τούνελ
τους χτυπούν τα οπίσθια,
…ακόμη ζαλισμένη από την μυρωδιά του καπνού.
Και ταξίδεψε νύχτες και μέρες,
Ναι, πολλές μέρες,
και πολλές νύχτες.
Πάντα σταματώντας σε διαφορετικούς σταθμούς
πάντα με μια θολή ναυτία να την ταπεινώνει
αυτή επίσης
να την κρατεί αυτή επίσης,
αχ
για πάντα φεύγει εκ νέου με την ψυχή φθαρμένη,
για πάντα λαγοκοιμάται εκ νέου σε σχέδια ανέφικτα.
Δεν ήξερε πως.
Το όνειρο της ήταν κάθε φορά πιο βαθύ,
Πήγαινε σταματώντας
Σχεδόν είχαν σταματήσει επιτέλους οι θόρυβοι γύρω της
μόνο καμιά φορά ένα γέλιο όπως ένα στιλέτο που
λάμπει στιγμιαία στις σκιές,
κάποια κραυγή όπως ένα λεμόνι ξινό
που κάνει κίτρινη μια στιγμή τη νύχτα.
Και έπειτα τίποτα.
Μόνο η ταχύτητα,
Μόνο η φασαρία από ξύλα και σίδερο
του τρένου,
μόνο ο θόρυβος του τρένου.
Και αυτή η γυναίκα ξύπνησε τη νύχτα,
και ήταν μόνη,
και κοίταξε γύρω της,
και ήταν μόνη
και ξεκίνησε να τρέχει στους διαδρόμους του τρένου
από το ένα βαγόνι στο άλλο,
και ήταν μόνη,
και έψαξε τον ελεγκτή, τα γκαρσόνια του τρένου,
ή κάποιον υπάλληλο,
ή κάποιο ζητιάνο που ταξίδευε κρυμμένος
κάτω από ένα κάθισμα,
και ήταν μόνη
και ούρλιαξε στο σκοτάδι,
και ήταν μόνη
και ρώτησε στο σκοτάδι,
και ήταν μόνη
και ρώτησε
ποιός οδηγούσε,
ποιός κινούσε εκείνο το φριχτό τρένο.
Και δεν της απάντησε κανένας,
γιατί ήταν μόνη,
γιατί ήταν μόνη.
Και συνέχισε μέρες και μέρες,
Τρελή, φρενήρης
Μέσα στο τεράστιο άδειο τρένο,
Όπου δεν πάει κανένας,
Που δεν το οδηγεί κάνεις.
Και εκείνο είναι το τρομερό,
Η βλακώδης δύναμη δίχως μάτια,
Που τώρα κάνει εκείνη τη γυναίκα
να προχωρεί και να προχωρεί στο πεζοδρόμιο
φθείροντας τη σόλα των παλιών της παπουτσιών
φθείροντας τα μάρμαρα,
ανάμεσα σε τάφρους ανοιχτούς από τη μια πλευρά και την άλλη,
ανάμεσα σε κορυφογραμμές γης,
με απόσταση δυο μέτρων
με εκείνο το ακριβές μέγεθος
της δικής μας απαλότητας από ανθρώπινα κορμιά.
Αχ, γι αυτό εκείνη η γυναίκα προχωρά
(στο χέρι, όπως τα χαρακτηριστικά από μια ηρωίδα, το κανάτι της)
ανοίγοντας με αγάπη τον αέρα, ανοίγοντας τον
με εξαίσια λεπτότητα,
όπως αν περπατούσε οργώνοντας τον αγρό σε σπορά
ναι, σαν να όργωνε μια θάλασσα από σταυρούς ή ένα δάσος
από σταυρούς, ή ένα νεφέλωμα από σταυρούς,
από κοντινούς σταυρούς,
από σταυρούς μακρινούς.
Εκείνη,
σε αυτό το λυκόφως που κάθε φορά σκοτεινιάζει περισσότερο,
και γέρνει,
πάει λυγισμένη όπως ένα ερωτηματικό,
με τη ραχοκοκαλιά κυρτωμένη
πάνω στο πάτωμα.
Είναι επειδή προβάλλεται στο σημάδι του δικού της ξύλινου κορμιού
όπως αν προβάλλονταν από το παράθυρο ενός τρένου
για να δει να απομακρύνεται ο ανώνυμος σταθμός
που σε αυτόν όφειλε να μείνει;
Είναι επειδή τη βαραίνουν, είναι επειδή της κρέμονται
στο μυαλό οι αναμνήσεις της γης σε αποσύνθεση
και την πιέζουν τεντωμένες κεραίες αόρατες
μέσα από τους διάσπαρτους τάφους τους;
Ή είναι επειδή όπως εκείνες οι αμυγδαλιές
που το καλοκαίρι ήταν υπερβολικά φορτωμένες από καρπούς,
διατηρεί ακόμα το χειμώνα το τρυφερό ελάττωμα,
φυλάει ακόμη το γλυκό κλαδί
από το φορτίο και από την παρέα
στα θλιμμένα της γυμνά κλαδιά, όπου τώρα
ούτε που κουρνιάζουν τα πουλιά;
ΠΡΑΓΜΑ
Σπας το θρόισμα του αέρα
(J. R. JIMENEZ)
Α, πεισματάρα μικρή!
Λες όχι στον άνεμο
Στη καταχνιά και το νερό
Κόβεις τον άνεμο
Ανοίγεις τη καταχνιά
Σκίζεις το νερό
Αρνιέσαι το βαθύτατο φώς
Το απορρίπτεις
Τώρα χρωματισμένο από σένα: πράσινο, κίτρινο
-νικημένο ήδη- γκρι, κόκκινο, ασημένιο.
Και φυλάς από τη νύχτα
Την επίπονη
Νύχτα τρόμου από τα κουφά σωθικά σου.
Όταν το χέρι προσπαθεί να σε αποκτήσει,
Αισθάνεται το δέρμα τα όρια σου:
Τα τείχη, το σκάψιμο
Από την εχθρική πίστη σου, πάντα σε επιφυλακή
Όνομα σου έδωσα, σε μάρκαρε το σίδερο μου:
«κύλικας», «χαλινός», «γαρύφαλλο», «μπορντούρα», «πούπουλο»…
(ήταν η σκιά σου αυτό που φυλάκιζα)
Το ενδόμυχο αίσθημα
Κάλεσα εναντίον σου.
Και, ώ κυνική
Διαλύθηκες σε σχήμα και σε χρώμα
Σε βάρος ή σε μυρωδιά
Ποτέ εσύ: εσύ, αφθονία, εσύ, ασύλληπτη
Α, μικρή πεισματάρα,
Α, θέληση της ύπαρξης, παρουσία εχθρική,
Όριο ψυχρό στο δικού μας έρωτα!
Α, θολή
Κτήνος από σκιά
Που σπαρταράς τώρα μέσα στα δάχτυλα μου
Που επαναλαμβάνεις τώρα μέσα στα δάχτυλα μου
Τη σκληρή άρνηση του παράσιτου!
O ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΚΑΙΝ
Ήδη δολοφόνησες τον τελευταίο αδελφό σου:
Τώρα είσαι μόνος.
Κενά: χώρο, χώρο, στον άνθρωπο!
Κάτω από τη καμπύλη του μολυβιού της νύχτας, πιεσμένος
Από την ομόφωνη κατηγορία των αστεριών που βουβά
Θρηνούν,
Για πού θα στρέψεις τα βήματα σου;
Αυτοί οι έρημοι τόποι
Είναι κατοικημένοι από φαντάσματα σκληρά, σώμα στον αέρα,
Μαύρο στον μαύρο αέρα,
Βασάλτης από τις σκιές,
Πάνω άλλες σκιές στοιβαγμένες.
Και εσύ σφίγγεις το στήθος ασθμαίνοντας
Ενάντια σε ένα τοίχο νεκρών, όρθιος πάνω στους τάφους τους,
Σαν να έσπρωχνες ακόμα το κάρο του μίσους σου μέσα
Σε μια αγορά χωρίς τέλος,
Για να πουλήσεις το αίμα του αδελφού σου,
Εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό, που ενάντια στο δικό σου
Χλωμό κίτρινο πείσμωνε,
Που αγωνιζόταν εναντίον σου, πιστό στον έρωτα,
Αφοσιωμένο στη ζωή,
Όπως η τεράστια δύναμη της άνοιξης είναι πιστή στο
Οδυνηρό αγκάθι του κάδρου που το αγνοεί,
Όπως ο πόθος της παλίρροιας του Αυγούστου είναι πιστός
Στο σκληρότερο παιδί που αγριεύει στο παιχνίδι του στην παραλία.
Α, ναι, έσχιζες, άγγιζες, χαρά, αγαλλίαση!
Ήταν το αίμα, ήταν τα σκληρά κοτσάνια του αίματος.
Όπως ο τσιγκούνης φιλά, αγγίζει το σωρό από τα κόκκινα
Νομίσματα του
Βύθιζες τα χέρια σου σε εκείνη τη χλιαρή πυκνότητα
(φτιαγμένη από το δικό μας όνειρο, από τον δικό μας έρωτα
Που ακατάπαυστα ψιθυρίζει.)
Για να διαποτίσεις τη ζωή σου χωρίς έρωτα, και χωρίς όνειρο
Και τα χείλη σου ύγραινες στη λακκούβα που καπνίζει
Σαν να ήθελες να ρουφήξεις το ζεστό μυστήριο του κόσμου.
Αλλά, τώρα, κοίτα, είναι σκιές αυτό που σπρώχνεις,
Δεν είδες ότι είναι σκιές;
Ή πας ίσως διπλωμένος όπως η πορεία του κάβου
Πετώντας από μια αργή γρανιτένια μαούνα,
Που μπερδεύετε μια φορά κι άλλη φορά σε όλους τους
Παρόχθιους κορμούς,
Σπαρτό που λυγίζει ο τυφώνας,
Άγονο τόξο όπου δεν πρέπει να σφυρίξει ούτε η κραυγή ούτε το βέλος,
Βόδι αφηνιασμένο που λυγίζει την πλάτη με δύναμη και ωθεί
Στον απόκρημνο βράχο το πόδι,
Με μύες που τρίζουν
Εικόνες από ανατομία που συσπάται;
Σκιές είναι, πάγος και σκιές που σε δένουν
Κυκλωμένος είσαι από σκιές παγερές.
Επίσης τα κενά μισούν, επίσης τα κενά είναι σκληρά
Επίσης ο Θεός μισεί.
Κενά, χώρο, στο όνομα της συμπόνιας, στον άνθρωπο!
Εκεί έχεις την απόλαυση των ποταμών, χλιαρά ακόμα από
Το πέρασμα είναι τα μονοπάτια.
Τα μονοπάτια, εκείνη η τρυφερή συνήθεια όπου ακόμα πάλλει
Ο έρωτας των ημερών
(το ραντεβού, μυστικό όπως η απόκρυφη καρδιά ενός φρούτου
Το αργό λευκό σκυλί της πιστής φιλίας,
Η φούρια των κινήσεων με τις οποίες εκφράζουμε την χαμένη ανησυχία
Από την δικιά μας φιλική τρυφερότητα),
Ναι, τα αγαπημένα μονοπάτια που δεν ξεχνούν,
Φιλάνε ακόμα το λεπτό χνάρι, το τρυφερό σχήμα του ανθρώπινου ποδιού,
Τώρα χωρίς τέλος, χωρίς προορισμό στη γη,
Τώρα μονό χρόνος σε διάρκεια, χωρίς αγωνία,
Χρόνος Θεού, ασχολία Θεού
Όχι των ανθρώπων.
Για που θα φύγεις, Κάιν, έσχατε Κάιν;
Το σκας ενάντια στις σκιές, αποφεύγοντας τις σκιές,
Το σκας
Σαν να ήθελες να αποφύγεις την ανάμνηση σου,
Αλλά, πώς να δολοφονήσεις την ανάμνηση
Αν είναι το κτήνος που ουρλιάζει συγχρόνως από όλη την
Στρογγυλότητα του ορίζοντα,
Αν εκείνο το νεφέλωμα, αν εκείνο το άστρο τώρα σκοτεινό,
Ακόμα συνεχίζουν να θυμούνται
Αν το μέγιστο σύμπαν, από ένα υψηλό έρωτα άγρυπνο επίσης
Είναι μόνο ανάμνηση,
Αν ο Θεός είναι μόνο αιώνια παρουσία ανάμνησης?
Βλέπεις, το φεγγάρι θυμάται
Τώρα που απλώνεται σαν το αργό φτερό
Μιας νυχτερίδας λευκής
Το παγωμένο χέρι του από γαλακτώδη βροχή.
Σκόρπιοι ράβδοι από λεπτό ασήμι,
Τα οστά των θυμάτων σου
Είναι η μόνη σοδειά από εκείνο το θλιβερό τόπο.
Ορθώνονταν, ναι, υψώνονταν, παλεύοντας σαν πύργοι,
Σαν προσευχές προς το Θεό,
Κυκλωμένοι από καταχνιά ρόδινη και σάρκα τρεμάμενη,
Χαϊδεμένοι από την επίμονη μητρική ρευστότητα που χωρίς ψίθυρο
Τους πάφλαζε σε ένα όνειρο:
Κορίτσια, σαν μεγάλα ντροπαλά πλοία γέρνοντας στη μπούκα του λιμανιού,
Γέρνοντας προς τον έρωτα
Αθλητές σαν όμορφα μετέωρα, που ρυτίδωναν τον αέρα όμοια ελατήρια προς
Την κάθετη δόξα των στύλων,
Ή λουλούδια που γέρνουν, ή μετάξια που διπλώνονται χωρίς θρόισμα
Στην ελαστική πτώση
Και παιδιά, σκληρά παιδιά, αδίστακτα, γραπωμένα από τα βράχια,
Καρφωμένα στη ζωή, σφηνωμένα μες τη ζωή, σαν βώλοι χρυσαφένιοι.
Α! Οι άνθρωποι υψώνονταν, ορθώνονταν τα όμορφα ραβδιά του Θεού,
Τα ανθισμένα ραβδιά του υπέργηρου Θεού!
Ποτέ πια, ποτέ πια,
Ποτέ πια.
Αλλά εσύ γιατί τρέμεις;
Τα οστά δεν ορθώνονται: σιωπηρά κατηγορούν.
Υπάρχουν εκεί τα ερείπια.
Υπάρχει εκεί η ιστορία του ανθρώπου(ναι, η δική σου ιστορία)
Τυπωμένη όπως η κατάρα του Θεού πάνω στην πέτρα.
Είναι οι πόλεις όπου φούντωναν την αυγή χωρίς όνειρο
Τα σήματα κινδύνου(οι συναγερμοί),
Όταν το πλήθος σαν άλλη εξαγριωμένη αιφνίδια φλόγα,
Έσπαγε το κανάλι από την πλημμυρισμένη λεωφόρο,
Αναπηδούσε βρυχώμενη ενάντια στα ερημωμένα παλάτια,
Σκάβοντας με το ρύγχος όπως ένας μαύρος τυφλοπόντικας που
Ψυχορραγεί στο ζοφερό του μονοπάτι.
Αλλά στα κατεστραμμένα κλιμακοστάσια
Κάτω από την σπασμένη ευλάβεια των θόλων,
Μόνο οι δαίμονες θα ουρλιάζουν στο τρόμο του λυκόφωτος.
Κάποια στοργικά σπίτια ακόμα καρτερούν
στο κατώφλι τις φωνές, το αβίαστο χαμόγελο
του κατοίκου που επιστρέφει καταπονημένος
από τον ορυμαγδό(αναταραχή) της μέρας,
τα παιδικά παιχνίδια
στη μητρική σκιά της Ακακίας,
τα φιλιά του ξαναμμένου εραστή
στο βάθος του υπνοδωματίου.
Ποτέ πια, ποτέ πια.
Και συ περνάς και γυρίζεις το κεφάλι
Εσύ γυρίζεις το κεφάλι σα να το γύριζες
Ενάντια στο φτερό του Θεού.
Και φεύγεις ψάχνοντας
Του αγριογούρουνου το αδιέξοδο μονοπάτι,
Το ίχνος της τρομερής ύαινας,
Ξεφεύγεις από τις χαράδρες, από τις υγρές σπηλιές
Που στις ύστατες αίθουσες αργές λίμνες κωφεύουν,
Όπου το τέρας χωρίς μάτια θεϊκή βούληση ονειρεύεται,
Ενώ μαλακά προσαρμόζεται στη ρωγμή
Και το πλαδαρό σπαρτάρισμα των μεμβρανών του
Μετρά τον μαύρο χρόνο του.
Και εσένα, Κάιν, ο κωφός τρόμος σε αγγίζει,
Και ξεφεύγεις πάλι, ξεφεύγεις.
Φεύγεις διασχίζοντας ξαφνικές ανοιξιάτικες θύελλες,
Μέσα σε κείνο τον αχνό που καίει με μια αργή φωτιά
Την σκοτεινή συνείδηση του παρασίτου,
Μέσα σε κείνο το χυμό δημιουργημένο από τα απαλότατα
Φυτικά κύτταρα,
Εκείνη την υγρή λαχτάρα που με τόση άνθηση εκρήγνυται,
Σε τόση λεπτεπίλεπτη επιφάνεια γλυκαίνεται,
Αλλά πάντα βρυχάται αγάπη σαν ένας σκούρος αναστεναγμός.
Φεύγεις βρίζοντας τις αγκαλιασμένες καλαμιές που σε
Αρπάζουν σαν γυναίκες διεγερμένες,
Μισώντας την αθώα ευτυχία του ζευγαριού των χιμπατζήδων
Που νανουρίζουν το μωρό τους κάτω από τον
Απέραντο ουρανό του μπαομπάμπ,
Το γαμήλιο διπλό πέταγμα των μυγών,
Αργοκίνητες μαούνες που απολαμβάνουν
Το φλογερό αέρα του Ιουνίου.
Φεύγεις μισώντας τα θηρία και τα πουλιά,
Το χορτάρι και τα δέντρα,
Και μέχρι τις ίδιες απανθρακωμένες πέτρες,
Μισώντας σε το ίδιο όπως το Θεό,
Μισώντας το Θεό.
Αλλά η ζωή είναι πιο δυνατή από εσένα,
Ο έρωτας είναι πιο δυνατός από εσένα,
Ο Θεός είναι πιο δυνατός από εσένα.
Και ψηλά, σε άστρα συγκλονισμένα από λαίλαπες φωτιάς,
Σε σβησμένα άστρα που, ακόμα ζεστά, τρεμοπαίζουν
Ή που, παγωμένα, μαζεύουν ήλιο από άλλα νέα φωτεινά,
Αναδεύοντας αυτό το αιώνιο τρεμούλιασμα του πάθους.
Και πιο ψηλά, ο Θεός.
Βούλιαζε, λοιπόν, με την άγρια ιστορία των εγκλημάτων σου,
Κατακρημνίσου, ενάντια στα φαντάσματα της εκδίκησης,
Εξαφανίσου φάντασμα μέσα στα φαντάσματα,
Παγερή σκιά μέσα στις σκιές,
Εσύ, κατάρα Θεού,
Ύστατε Κάιν,
Άνθρωπε.
Μετάφραση: Αμαλία Αντωνέτση Ελευθερία Μπέτσικα, Κατερίνα Σκλαβούνου, Μίκος Μενεγάτος.
Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του Ντάμασο Αλόνσο «Τέκνα της Οργής», το οποίο μεταφράζεται και θα κυκλοφορήσει. Ποίηση που εγκαινιάζει μια ριζική στροφή στη μεταπολεμική ισπανική ευαισθησία, και συγχρονίζεται με τις ζοφερές καταστάσεις των ημερών… Μεταφρασμένο με τη σοβαρότητα παιγνίου, και μακριά από κάθε επαφή με το κράτος και τις ευαισθησίες των ηδονοβλεψιών της ζωής εν τέχνη….
Αυτός ο τρόπος έκφρασης της ποίησης, στο ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΚΑΝΑΤΙ και Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΚΑΙΝ – με τη χρήση ερωτήσεων όπως «που πάει;» ή «για πού θα φύγεις;» – είναι ο ιδανικότερος να δειχθεί πως για σένα, τον καθ’ εικόνα και κατ’ ομοίωση, δεν υπάρχει τόπος. Στον εικοστό αιώνα ΌΛΟΣ πια ο πλανήτης είναι «η έρημη χώρα» και δεν υπάρχει τόπος να τον ονειρευτείς.
[Βούλιαζε, λοιπόν, με την άγρια ιστορία των εγκλημάτων σου,
Κατακρημνίσου, ενάντια στα φαντάσματα της εκδίκησης,
Εξαφανίσου φάντασμα μέσα στα φαντάσματα]
Και αυτό είναι το δημιούργημά σου.
Είναι ένας τρόπος που τον γνώρισα και τον αγάπησα μέσα από την Έλλη Νεζερίτη. Χαρακτηριστικά παραθέτω τα:
_______________________________
Ποιοι να ήταν αυτοί;
Ποιος να ήταν αυτός,
ποια να ήταν αυτή
με το παιδί στην αγκαλιά
και το κλουβί με τα πουλιά,
που άφηναν
στα βάθη των αιώνων
το Βορρά
και οδεύοντας προς Νότο;
Ποιος να ήταν αυτός;
ποια να ήταν αυτή,
που παίρνοντας
την σκυτάλη κάθε γενιάς
συνέχιζαν την πορεία τους
αφήνοντας πίσω τους
οροσειρές απρόσιτες,
δάση απροσπέλαστα,
ποτάμια
άλλοτε παγωμένα
κι άλλοτε βουερά,
έρημους
γυμνές στον ήλιο,
που παραμόνευαν
ύπουλα φίδια
αναζητώντας
μέσα στην αγωνία του άγνωστου
νέες πατρίδες;
Ποιοι να ήταν
όλοι αυτοί
κι όλες αυτές,
που το δάκρυ
που έσταζε από το βλέφαρό τους
σχημάτιζε
τις μεγάλες λίμνες
και που ένα πρωί
με σπασμένο το κατάρτι
και σκισμένο το πανί
ξύπνησαν
από το θρόισμα
των ασφοδέλων
στον γιαλό,
όπου τα νερά του Αχέροντα
σμίγουν
με τη θάλασσα;
Ποιοι να ήταν όλοι αυτοί
ποιες να ήταν όλες αυτές,
που στην τρομαχτική αλυσίδα τους
αποτελώ έναν κρίκο;
Οι μεμβράνες του χρόνου
πέφτουν βαριές κι αδιαπέραστες,
όμως
το βέβαιο είναι
πως κι αυτοί,
υπήρξαν φορές
που εκστατικοί
κοιτάζαμε των ίδιων αστεριών
τη λάμψη.
_______________________________
Κάτω από τους ανθισμένους παπύρους.
«Που πάνε αυτοί;
Που πάνε;»
Αναρωτιέται ένας ερωδιός προφυλαγμένος
κάτω από τους ανθισμένους παπύρους.
«Αυτό το τσούρμο με τα ωχρά πρόσωπα,
που προχωρεί σκυφτό
κάτω από την κάψα του ήλιου
και την ανίσκιωτη γης,
που πάει;»
οι σαύρες κι οι σκορπιοί,
που μπερδεύονται στα πόδια τους,
τους αφήνουν αδιάφορους,
κι αυτοί σκυφτοί προχωρούν.
«Μα που πάει αυτό το τσούρμο;»
Και σε κάποια στιγμή,
ενώ τινάζει τα φτερά του,
βγάζει μια δυνατή φωνή:
«Ποιους άλλους νόμους ζωής ζητάνε
αυτά τα πλάσματα της αναισθησίας και της αδιαφορίας
σε τούτες τις περιοχές;»
Κι όσο το βλέμμα του μένει καρφωμένο
επίμονα στο τσούρμο,
που συνεχίζει την πορεία του,
τ’ αγέρι αναδεύει ανάλαφρα το φτέρωμά του
κι οι πάπυροι με τους ανθούς τους
διαγράφουν ελλειψοειδή σχήματα.
«Όχι από κει!
Όχι από κει!
Λάθος δρόμο πήρατε, τέρατα της αλαζονείας.
Μόνον ακολουθώντας την ατραπό με τους σωρούς τα φύκια
θα σας βγάλει στο στόμιο που οδηγεί
στ΄ αβυσσαλέα βάθη των ωκεανών.
Οπότε φτάνοντας εκεί
θα πιείτε νερό απ’ τα πηγάδια τους
ικανοποιώντας την δίψα του αιώνιου,
που τόσο σας καίει».
Η οξυδέρκεια του ερωδιού
μ’ αφήνει κατάπληκτη,
όντας εκείνος αδίστακτος
μπρος στην αγωνία της προσκαιρότητάς μας,
που είναι αυτή
που μας σπρώχνει στο έγκλημα
και την ακολασία, μας στέλνει,
για να ικανοποιηθεί ο πόθος μας,
στα δόντια του τρόμου.
Και σκεπτικός τώρα ο ερωδιός,
όπως παρακολουθεί το τσούρμο να οδεύει
κάτω από την κάψα του ήλιου,
από το μάτι του κυλάει ένα δάκρυ:
«Μα δεν είσαστε μόνο εσείς ηλίθιοι,
που σας βασανίζει η προσκαιρότητά σας.
Ένα βράδυ μ’ ολόγιομο φεγγάρι
εγώ κι η θαλάσσια χελώνα,
καθισμένοι στο γιαλό,
ενώ μέσα στην ησυχία της νύχτας
έφταναν ως τ’ αφτιά μας
οι χαρούμενες φωνές των θνησιγενών υπάρξεων,
πόσο δεν κλάψαμε γι’ αυτό».
Με τα δάκτυλα του αγέρα οι πάπυροι λυγίζουν
πότε εδώ και πότε εκεί,
κι ο ερωδιός με το δάκρυ ακόμα στο μάτι
παρακολουθεί το τσούρμο,
που προχωρεί προς την στενή πύλη της κόλασης.
Μήπως εκείνη η γυναίκα με το κανάτι είναι η μάνα του αγνοούμενου;
Μήπως εμείς είμαστε οι αγνοούμενοι, στον κόσμο της φθοράς και της σήψης, χαμένοι στην αδιαφορία και τον υπερκαταναλωτισμό;
Με την προσοχή στραμμένη στα εφήμερα και ανυποψίαστοι για το παιγνίδι που παίζουν στην πλάτη μας οι πλανητάρχες;
Το ζήτημα είναι: άραγε η γυναίκα με το κανάτι θα μας βρέι;