
…«Ήδη στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου εντόπισες το εξώφυλλο με τον τίτλο που ζητούσες. Ακολουθώντας αυτό το οπτικό χνάρι, προχώρησες στο μαγαζί μέσα από το πυκνό δίχτυ των Βιβλίων Που Δεν Έχεις Διαβάσει και που σε κοιτάζουν συνοφρυωμένα από τους πάγκους και τα ράφια, προσπαθώντας να σε φοβίσουν. Εσύ, όμως, ξέρεις πως δεν πρέπει να εντυπωσιαστείς, πως ανάμεσά τους είναι παραταγμένα στη σειρά τα Βιβλία Που Δεν Είναι Ανάγκη Να Διαβάσεις, τα Βιβλία Που Φτιάχτηκαν Για Άλλες Χρήσεις Και Όχι Για Να Διαβαστούν, τα Βιβλία Που Ήδη Διάβασες Χωρίς Να Κάνεις Τον Κόπο Να Τα Ανοίξεις Γιατί Ανήκουν Στην Κατηγορία Των Ήδη Διαβασμένων Πριν Ακόμα Γραφούν. Κι έτσι ξεπερνάς το πρώτο τείχος των επάλξεων. Τώρα σου επιτίθεται η στρατιά των Βιβλίων Που Αν Μπορούσες Να Ζήσεις Περισσότερες Ζωές Θα Διάβαζες Ευχαρίστως Αλλά Δυστυχώς Οι Μέρες Που Σου Απομένουν Να Ζήσεις Είναι Αυτές Που Είναι. Με μια γρήγορη κίνηση τα προσπερνάς και φτάνεις στις φάλαγγες των Βιβλίων Που Έχεις Πρόθεση Να Διαβάσεις Αλλά Πρώτα Έχουν Σειρά Κάποια Άλλα, των Βιβλίων Που Είναι Πολύ Ακριβά Και Που Μπορείς Να Περιμένεις Να Αγοράσεις Μισοτιμής, των Βιβλίων Που Επίσης Περιμένεις Να Αγοράσεις Όταν Θα Επανεκδοθούν Στις Οικονομικές Σειρές, των Βιβλίων Που Μπορείς Να Ζητήσεις Από Κάποιον Να Σου Δανείσει, των Βιβλίων Που Όλοι Πια Έχουν Διαβάσει Και Άρα Είναι Σαν Να Τα Έχεις Διαβάσει Κι Εσύ. Αποκρούοντας όλες αυτές τις εφόδους, φτάνεις κάτω από τους πύργους του οχυρού, όπου αντιστέκονται
τα Βιβλία Που Εδώ Και Πολύ Καιρό Έχεις Στο Πρόγραμμα Να Διαβάσεις,
τα Βιβλία Που Ψάχνεις Χρόνια Και Δε Βρίσκεις,
τα Βιβλία Που Αφορούν Κάτι Με Το Οποίο Ασχολείσαι, Αυτή Την Περίοδο,
τα Βιβλία Που Θέλεις Να Αγοράσεις Για Να Τα Έχεις Στη Διάθεσή Σου Για Κάθε Περίπτωση,
τα Βιβλία Που Θα Μπορούσες Να Βάλεις Κατά Μέρος Για Να Τα Διαβάσεις Ίσως Το Καλοκαίρι,
τα Βιβλία Που Σου Λείπουν Για Να Τα Βάλεις Δίπλα Σε Άλλα Στη Βιβλιοθήκη Σου,
τα Βιβλία Που Σου Εμπνέουν Μια Ξαφνική Φρενιασμένη Και Όχι Εύκολα Δικαιολογήσιμη Περιέργεια.
Ορίστε, λοιπόν, που μπόρεσες να μειώσεις τον απεριόριστο αριθμό των εχθρικών δυνάμεων σε ένα σύνολο αρκετά, βέβαια, μεγάλο, αλλά που μπορεί, τουλάχιστο, να υπολογιστεί με ένα συγκεκριμένο αριθμό, αν και αυτή η σχετική σου ανακούφιση δε σε γλιτώνει από τις παγίδες των Βιβλίων Που Διάβασες Πριν Πολλά Χρόνια Και Ήρθε Πια Ο Καιρός Να Ξαναδιαβάσεις και των Βιβλίων Που Πάντα Έλεγες Ότι Είχες Διαβάσει Και Ήρθε Πια Ο Καιρός Να Διαβάσεις Αληθινά.
Απελευθερώνεσαι με γρήγορα ζιγκ, ζαγκ, και με ένα πηδηματάκι μπαίνεις στην ακρόπολη των Καινούριων Βιβλίων Των Οποίων Ο Συγγραφέας Ή Το Θέμα Σε Ελκύουν. Αλλά και στο εσωτερικό αυτού του οχυρού μπορείς να προκαλέσεις ρήγματα ανάμεσα στα στίφη των υπερασπιστών του, χωρίζοντας αυτούς τους τελευταίους σε Καινούρια Βιβλία Των Οποίων Ο Συγγραφέας Ή Το Θέμα Δεν Είναι Νέα (για σένα, βέβαια, ισχύει μονάχα το διαζευκτικό ή) και σε Καινούρια Βιβλία Των Οποίων Ο Συγγραφέας Ή Το Θέμα Είναι Εντελώς Άγνωστα (τουλάχιστο σε σένα), και να προσδιορίσεις ακριβώς την έλξη που αυτά εξασκούν πάνω σου, στη βάση των επιθυμιών σου και των αναγκών σου για το καινούριο και για το όχι καινούριο (για το καινούριο που ψάχνεις να βρεις στο όχι καινούριο, και για το όχι καινούριο που ψάχνεις να βρεις στο καινούριο)
Ο Καλβίνο μάς δείχνει πώς μπορείς να γράφεις μυθιστορήματα αποδίδοντας σε άλλους την πατρότητά τους και κρατώντας για τον εαυτό σου την απόλαυση της ανάγνωσης. Ο Κις σχολίαζε ανύπαρκτα μυθιστορήματα και, πιο πριν, ο Μπόρχες, στον Πιερ Μενάρ, ναρκοθετούσε την ιδέα της πατρότητας του Δον Κιχώτη.
Σήμερα, στα υπόγεια της λογοτεχνίας, άλλοι ερίζουν ακόμη για την πατρότητα των λέξεων.
Ναι!
Αν, μια οποιαδήποτε νύχτα ή μέρα, όποιας εποχής, ένα κείμενο κατορθώσει να μας πάρει μέσα του, χωρίς αντιστάσεις, χωρίς μα και μου, χωρίς τίποτα. Ένα κείμενο χωρίς αντιρρήσεις 🙂
Δεν είναι έργο ευχής, αλλά κατόρθωμα δικό μας, αν το θελήσουμε…
Ο πολυσχιδής Καλβίνο έδωσε ένα δρόμο.
Προς όλους, συμπληρώνω.
Ποιητές και πεζογράφους.
Είτε διαβάζουν ποίηση είτε όχι.
Είτε διαβάζουν πεζογραφία είτε όχι.
Σημασία έχει η γραφήί, πάντοτε.
Στο βιβλιοπωλείο διαβάζω μερικά αποσπάσματα αποφασιστικής σημασίας για την αγορά των βιβλίων. Κατόπιν μελετάω ενδελεχώς ένα τμήμα τους σε παρακείμενο καφέ. Τα ανοίγω ξανά στα φανάρια και τα ξεφυλλίζω.
Στο σπίτι δεν επανέρχομαι.Tα βιβλία τοποθετούνται στη βιβλιοθήκη, μετά –από μία μέρα ως μερικά χρόνια- ακουμπάνε στο πάτωμα και στη συνέχεια -μετά από μέρες ή λίγους μήνες- ανεβαίνουν στο γραφείο. Κάνω μια επισκόπηση για να ζήσω την σκιά της αρχικής εντύπωσης και συνεχίζω το διάβασμα ή τα επιστρέφω στο πάτωμα ή τη βιβλιοθήκη. Πολλά βιβλία περνάνε χρόνια ακουμπισμένα στο γραφείο γιατί κάποια άλλα τους παίρνουν κατ’ επανάληψη τη σειρά.
Συχνά-πυκνά τα βιβλία του πατώματος του γραφείου ή της βιβλιοθήκης δέχονται επιθέσεις καφεϊνης από όλες τις πιθανές και απίθανες θέσεις. Για έναν λόγο που προφανώς με υπερβαίνει τοποθετώ τα σκεύη σερβιρίσματος στα πιο απίθανα σημεία -στις άκρες των ραφιών, στο πάτωμα δίπλα στα πόδια μου, στο γραφείο όπου τα σκεπάζω με χαρτιά και θάβονται. Δεν απολαμβάνω τις διαχύσεις ή τις εκρήξεις καφεϊνης ούτε τα συνακόλουθα λερά αποτελέσματα -ακόμα και τώρα που γράφω όμως, ένα ποτήρι χάρτινο με καφέ και αποτσίγαρα βρίσκεται μερικά εκατοστά από τον αριστερό μου αγκώνα.
Το ζήτημα παρότι πολλές φορές με προβλημάτισε στη βάση ενός γρίφου που απαιτούσε άμεση απάντηση -ποιος να ‘ναι ο λόγος που επιμένω σε συνθήκες εξελίξεων που δεν με ευχαριστούν- λίμνασε συν τω χρόνω σε αξεδιάλυτη μορφή.
Ανακινήθηκε από μόνο του όταν κάποια στιγμή σημείωσα με απορία την αινιγματική ανησυχία μου βλέποντας φωτογραφίες νέων εκδοτών ή νέων συγγραφέων. Μελετώντας προσεκτικά για να εξακριβώσω αν η πηγή του άγχους εντοπιζόταν σε κάποια διασυνδετική λεπτομέρεια, παρατήρησα ότι οι εκδότες και οι συγγραφείς φωτογραφίζονται συχνά δίπλα πάνω ή κάτω από ένα πάλλευκο σώμα στοιβαγμένων σελίδων κρατώντας μια καλαίσθητη κούπα, καθαρή και τόσο κοινά επαναλαμβανόμενη που θεώρησα ότι πρέπει να αποτελεί μια μετωνυμία διαφημιστικής εκφοράς ή συλλογικά ασυνείδητης συνωμοσίας!
Στην αρχή αναρωτήθηκα αν κάποια προδιάθεση για υψηλές επιδόσεις σε διευθετήσεις λεπτών χειρισμών και στυλιστικές λεπτομέρειες απαντά στο γονιδίωμα των εκδοτών και συγγραφέων σε γενετικές θέσεις συνδεδεμένες ως προς αυτές που φιλοξενούν τα γονίδια που καθορίζουν την αγάπη τους στο βιβλίο και εκείνα που αποφαίνονται τον επαγγελματικό τους προσανατολισμό.
Χωρίς αμφιβολία, ένας στραφταλίζον ή απαστράπτον λευκός κανονιστικός ορθογώνιος όγκος ταιριάζει ιδιαίτατα με μια παστέλ κούπα που συγκρατείται έμπροσθεν του στέρνου. Επιπροσθέτως, ένα χαριτωμένα σπασμένο χαμόγελο χρυσόψαρου κάπου στα τέλη του ενός τετάρτου και την αρχή του επόμενου υπογραμμίζει την αιωνιότητα του πράγματος. Ο δε συντονισμός όλων των επιμέρους συνιστωσών σε μια μειλίχια χορευτική διαφάνεια πνευματικότητας του ζεν πρέπει να απαιτεί μια υγιέστατη παρεγκεφαλίδα -απαραίτητη προϋπόθεση για ισορροπημένες συνδιαστικές κινήσεις- γεγονός που υποσκάπτει εν μέρει χωρίς να αποκλείει βέβαια κάποια αμνησιακή διαταραχή. Για ένα λόγο που μέλλεται κάποτε να αποκαλυφθεί οι εκδότες και συγγραφείς υπερβαίνουν τις σωματικές γλώσσες του συρμού –τις υπαινίσσονται προσπερνώντας τές- προτείνοντας τον ένα αντίχειρα να βυθίζεται στην κορυφή της μύτης – ακόμα κι αν κοιτούν την κάμερα και δεν τους συλλαμβάνει εκείνη- και αυτό χωρίς εμφανή πρόθεση σεξουαλικής υπονόμευσης, κίνηση που πιστώνεται στη βάση μιας πνευματικής σαγήνης του αναγνωστικού κοινού. Το αποκορύφωμα αυτής της μονόπλευρης έλξης που εκτινάσει όμως το θέαμα –τα βιβλία, την κούπα και την πόζα- σε θόλους ερωτικών αστερισμών απ’ όπου δεν μπορεί κανείς να διαφύγει είναι ότι όλα γίνονται χωρίς ίχνη!
Απαγορεύεται έτσι έστω και μια φετιχιστική χρήση της φωτογραφίας. Ας πούμε μιά, έστω μιά καφέ κηλίδα πάνω στην κούπα, ή στη σελίδα, ή ένα πονηρό βλέμμα θα επέτρεπε στον έκθαμβο θεατή να συγκρατήσει όλη την ευχαρίστηση ή απαρέσκεια σε μια τόση δα λεπτομέρεια και να συνεχίσει την μέρα του, ενώ τώρα βυθίζεται σε μια λαβυρινθώδη αδιέξοδη φαντασίωση χωρίς δυνατότητα αποφόρτισης. Δεν μπορεί να κρατηθεί από καμία λεπτομέρεια γιατί όλες περιστρέφονται γύρω από μια θεμελιώδη αντίφαση οπότε δεν εγείρεται θέμα, δυνατότητα, η επιθυμία απόσπασης τους από το κάδρο. Το όλο ζήτημα αποκτά καταδιωκτικές διαστάσεις στο σύνολο του. Απέδωσα έτσι την ανησυχία μου στη βάση ενός βασανιστικά αδιέξοδου εγκλωβισμού.
Σημείωσα με αναγανάκτηση ότι ακόμη και στις διαφημίσεις καλσόν όπου συχνά χρησιμοποιείται το παιχνίδισμα μιας σκανδαλιστικής πνευματικότητας –κοκκάλινα γυαλιά, εστιασμένο βλέμμα στο άνω λοξό υπερπέραν- υπάρχει έστω μια λεπτομέρεια που ανατρέπει την όλη σκηνοθεσία. Και φυσικά δεν είναι τα ατέλειωτα πόδια αλλά ένα στυλό ή ένα ντοσιέ που πέφτει κάτω οδηγώντας τον θεατή να γίνει άγριος τιμωρός του αντικειμένου ώστε να επιστρέψει την εικόνα πίσω, να επέμβει σε μια φαντασιωτική αποκατάσταση της εντροπίας πριν την πτώση και την συνακόλουθη αναταραχή.
Εδώ όμως δεν υπάρχει αυτή η λεπτομέρεια και η φαντασίωση παγώνει εσαεί. Γιατί αυτή η ανατροπή -ένα ρήγμα αλήθειας στη σκηνοθεσία, θα αποτελούσε μια λεπτομέρεια β’ διαλογής, κάτι δεύτερο, κάτι πρόστυχο, ασύμβατα τρικυμιώδες σε μια ήσυχη υγρή έκταση θεραπευτικής απόσυρσης, που θα γείωνε το όλο πράμα σε μια εκδοχή επίγειου μεταβολισμού. Ενώ τώρα το όλο θέαμα είναι πρόστυχο πέρα ως πέρα ως αδύνατο και την ίδια στιγμή κατ’ επίφαση ευγενές.
Να καταναλώνεις κάθε μέρα δεκάδες mg καφεϊνης -συνήθως κάπου στο πλάνο παίζει και μια καφετιέρα φίλτρου ή κάποια ιταλική ρετρό εσπρεσσομηχανή για τους πιο gourmet εκδότες ή συγγραφείς- και να διατηρείς τα πάντα πεντακάθαρα είναι ασφυκτικό ως εικόνα, σε κατακλύζει με μια εξοργιστική κοροϊδία.
Οι φωτογραφίες εκδοτών ή συγγραφέων παλαιάς κοπής ή οι παλιές φωτογραφίες αποκτούν μέσα σε αυτό των ωκεανό εξουδετερωτικών αντιφάσεων τον χαρακτήρα ενός αχαρτογράφητου ύφαλου ή σκόπελου. Σε δονούν με συναισθήματα συγκρουσιακής θλίψης γιατί χωρίς να το καταλαβαίνεις θεωρείς ότι η έλλειψη μιας αδύνατης σκηνοθεσίας τις καθιστά ντοκουμέντα ελαττωματικών διευθετήσεων. Θυμάμαι –έχω συγκρατήσει αυτή τη λεπτομέρεια με βαριά καρδιά- ότι το φλυτζάνι του καφέ δίπλα στον Καραγάτση -στην κλασσική φωτογραφία όπου βρίσκεται στο γραφείο του καπνίζοντας και γράφοντας- είναι βρώμικο και ακόμα ότι ο αθεόφοβος Καραγάτσης δεν είχε φροντίσει να προμηθευτεί έστω ένα πρόπλασμα βρώμικου φλυτζανιού όπως τα αντικείμενα των διαφημίσεων. Πιάνω τον εαυτό μου να εξερευνά αυτές τις φωτογραφίες με διάθεση να ρετουσάρει ό,τι μαρτυρά θνητότητα. Θέλω να διορθώσω τα στραβά κάδρα, να γυαλίσω τα τασάκια, να καθαρίσω τα ποτήρια, να στοιβάξω όμορφα τα βιβλία, να διορθώσω τα λουλούδια στο βάζο.
Κάθομαι στο γραφείο μου και κοιτώντας τα βρώμικα βιβλία και τις λερωμένες κούπες επίγεια και υπέργεια νιώθω να σπέρνουν μέσα μου τυφλά ρήγματα δυστυχίας. Αδυνατώντας να αντέξω τόσα πλήγματα προσπαθώ να γιατρέψω τα τραύματα με θεραπευτικές φαντασιώσεις. Κούπες με καφέ αλλά την ίδια στιγμή χωρίς καφέ, που χρησιμοποιούνται αλλά δεν έχουν αποτυπώματα δαχτυλιές κηλίδες ή λιμνούλες ξεραμένου καφέ, που το χερούλι τους χαίρει πάντα άκρας υγείας, που γυρίζουν αλλά ο καφές δε χύνεται αλληλέγγυος ως προς τα βιβλία, που πέφτουν από το ράφι αλλά στέκονται όρθιες χωρίς να μετατρέπονται σε βομβίδες καφεϊνης. Και βιβλία, πολλά βιβλία που δέχονται επιθέσεις καφέ αλλά είναι άτρωτα, που σκίζω με βία τις σελίδες αλλά αποκαθίστανται στη στιγμή, που είναι αδύνατο να δεχτούν την όποια αποτύπωση χρήσης ή κατάχρησης στο σώμα τους.
Το δωμάτιο μου -μια μαγική κρυψώνα από τον έξω κόσμο, κάτι σαν την χώρα που έκρυβα κάτω από το κρεβάτι μου κάποτε- σταδιακά άρχισε να απομαγεύεται στο βλέμμα μου. Καθόμουν σιωπηλά στην καρέκλα μου και ευχόμουν αν υπάρχει θεός να επαναφέρει τα βιβλία μου στην κατάσταση που ήταν όταν τα αγόρασα. Καθαρά, λευκά στο σώμα τους, άσπιλα κι αμόλυντα. Αυτή η ελπίδα άρχισε σιγά-σιγά να λειτουργεί ως νάρθηκας που θα μου επέτρεπε να εστιάσω τη θλίψη μου όχι στα θλιβερές εκδιπλώσεις του βλέμματος αλλά σε μια δημιουργική προσπάθεια των χεριών. Να ξεπεράσω το πρόβλημα αγοράζοντας όλα μου τα φθαρμένα βιβλία εκ νέου.
Πρώτα ο θεός από αύριο ξεκινάω. Μέχρι να αξιωθώ να αποκτήσω μια καινούρια συλλογή έχω υποσχεθεί να μην ξαναβάλω καφέδες στο δωμάτιο. Ούτε τασάκια. Να καθαρίζω κάθε βδομάδα τα βιβλία. Να τα προσέχω και να αγαπάω. Ώστε να μπορώ κάποια στιγμή να φωτογραφηθώ μαζί τους σε μια ωραία πόζα με μια άδεια κούπα στο χέρι και να αιχμαλωτίσω το κοινό σε ουρανομήκεις φαντασιώσεις.
Δεν αντέχεται τόση πραγματικότητα.
Το κείμενο είναι κλεμμένο. Μόλις τελειώσω με τις τρέχουσες υποχρεώσεις οι κάτοχοι των πνευματικών δικαιωμάτων θα πληρωθούν το έργο τους στο ακέραιο.
εξαιρετικο.! κοιταω διπλα μου το χωρο. α, ναι δεν μιλας γι αυτον.