η στρατιά του Αρχιλόχου
αφιερωμένο του ποιητή Γιάννη Λειβαδά [1969-]
στη μυρωδιά της χολής γονάτισα ό,τι ανθρώπινο επιστρέφει ρευστός λόγος πέρασμα του σκοτεινού ή φως του κόσμου τʼ απʼ εκεί ταιριάζοντας ο τρόμος ξημερώνει ηλιόλουστη τη φρίκη βρόμικα περάσματα παράνομα ερωτικά αφηνιασμένα φιγούρες του δίπλα δωματίου με ποτιστήρια νεκρικά ξεδιψώντας άναρχα την άγρια βλάστηση ερμαφρόδιτοι κηπουροί με την ευθύνη ενός καρπού χαρακωμένου πίστη κυνηγώντας μʼ οπλισμένο μολύβι εικάζοντας προχωρούν σʼ αθέατα χαρακώματα βιασμένων ψυχών έτσι οι ανατρεπτικές χειρονομίες στα μπουντρούμια των προγόνων τους τσακίζουν τον αναπόφευκτο χαμό τους η αποκτήνωση που ζητάτε καίει τον άνθρωπο στη μοναξιά ένα τεθλασμένο επίπεδο καιροφυλακτεί την από γνώση τρέλα συνήθως επιστρέφω αγέλαστος ή προσποιούμενος φοράω γκριμάτσες δεν κρύφτηκα ποτέ κι από κανέναν στο ληστρικό σας θέατρο αντιστέκομαι ξεστομίζοντας αρλούμπες
η λάμψη σκαρφάλωσε αστερισμός
στο κόκαλο που δεν χρειάζεται να ονοματίσω εκτελέστηκε ο οργασμός της καισαρικής ματαιοπονίας των κερασιών ό,τι ο οπωροπώλης σε χάρτινη σακούλα ζύγισε χρειάστηκε υπερημερία προϊστορίας για να εκδικαστεί αίφνης η μετατροπή στο νέο νόμισμα οδήγησε τους αργυραμοιβούς αισθημάτων στην κατασκευασμένη περιβαλλοντική αιμομιξία τιμής χασούρας και κέρδους ο πανσές ηττήθηκε απʼ το λουλούδι εξαιτίας της βαρύτητας των σωματιδίων στο σύμπαν ο ασημένιος ιστιοπλόος συνόδευε την αστρική αρμάδα στον πλανήτη με τα των μυημένων περάσματα ή αραξοβόλια εικάζεται
το αγόρι που διάβαζε ποιήματα
αφιερωμένο του Θανάση Δαβηλά
πέρα απʼ το χρόνο και τόσο κοντά στην ανάσα που πρωτοδίδαξε την παρουσία να εμφανίζει ξανά τα γράμματα σε παράταξη μάχης μα ποιος οδήγησε την τρέλα έξω απʼ αυτή χαρτωμένος από κούνια μʼ όλα τʼ άρρητα πʼ έφτασε να ξεγελάσει ανοίγοντας μια πόρτα μέσʼ το φως βγαίνοντας απʼ το παράθυρο λουσμένος το σκοτάδι η κόλαση ερμήνευσε παράδεισο να έχει το κορμί το γράμμα φώναζε το γράμμα που σκαλιστό χοροπηδά κι ανατινάζει τις ραφές διαμελίζοντας ό,τι ανθρώπινο συναρμολόγησε θάνατο
πότε θα εξημερωθεί ο άνθρωπος
με του κρότου τη δόνηση να κατοικεί μόνιμα στην εισβολή με τη φωνή του άλλου να ενοχλεί όποια προσπάθεια με το καύμα ανύπαρκτης ψυχής να εφοδιάζω την ιδέα της αυτοχειρίας όμως η παρουσία αγγέλων μʼ οδηγεί στην επόμενη μέρα κάτι που θέλει να σηκωθεί ικανό ήχο πʼ αφήνει μουγκρίζοντας τʼ αφτί προδικάζοντας τρέλα ανυπεράσπιστο με το βλέμμα να καρφώνεται τʼ ατέρμονο πάθος της βροχής όχι φωνάζει ο καιρός το ποίημα οδηγεί περιούσιες καταστροφές γράμματα σκαλίζουν λέξεις ό,τι ελληνικό εξανεμίζεται δεν υπήρξε ποτέ τέτοιος θάνατος όμως ας είναι ούτε που έρχεται ούτε που φεύγει
τα πρόσωπα μιας παρωδίας
βρόμικη πόλη περήφανη απʼ τα σπλάχνα της χαλασμένη γυναίκας αιδοίο που στέρεψε ποιους χυμούς να ζητήσεις άγριο το αγόρι πισωγυρίζει μέσα του να γνέφεις τʼ ανέμου νευρικά αφήνοντας γράμματα λέξεις ασυνάρτητα σχιζοφρενείς δολοφόνοι συναντούν σχιζοφρενείς ποιητές στα άδυτα μπορντέλου χειρουργείου μιας μεγάλης πουτάνας που είναι ξαφνικά η μάνα τους φορώντας παλιόρουχα μιας άλλης γιορτής μυρίζοντας κραιπάλη αίμα σφαγμένου γουρουνιού σαπίλα φρονιμίτη στην κηδεία γλυκού οδοντογιατρού θεραπευτή όσες κραυγές ακολουθούν φέρνουν το μανδραγόρα που απομένει να γευτεί ένας νευρικός στιχοπλόκος λίγο πριν την αυτοκτονία της ηλικίας του αίφνης θανατικό το καλοκαίρι σαλτάρει στο ποίημα κι αγκομαχώντας αφυπνίζεται περαστικές γυναίκες σημαδεύουν σωστά ανατινάζοντας το στόχο στο κέντρο κύκλος σε κύκλο με η ουρά του παραθεριστή
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Κώστας Ρεούσης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970. Σπούδασε νομικά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς ποτέ να αποκτήσει πτυχίο. Το 1995 κυκλοφόρησε τη συλλογή ποιημάτων Χαμαιλέων (ιδιωτική έκδοση-εκτός εμπορίου) και το 2008 τη συλλογή πεζών ποιημάτων Feuille Volante Υπερπραγματικής Θρασύτητας (εκδόσεις Τυφλόμυγα). Ζει και εργάζεται στη Λευκωσία.
Ποίηση των εξεγερμένων νεανικών ψυχών του άστεως. Αντιλυρική μέσα στο βαθύ λυρισμό της. Αβόλευτη παρουσία σε πληθυσμούς βολεμένους στη λησμοσύνη.
Είναι άγρια η ποίηση του Κώστα Ρεούση. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με το μικρό γατάκι του μεταμοντερνισμού που μας αφήνει να το χαϊδεύουμε. Έχουμε να κάνουμε με ποιήματα- λεοπαρδάλεις που ανεβάζουν τα σφάγιά τους επάνω στις θεόρατες ακακίες της σαβάνας.Όταν τα αίματα της μικρής αντιλόπης ρυτιδώνουν το χοντρό κορμό συνετό είναι να τρέχουμε μακριά για να σωθούμε. Οι κομφορμιστές τουρίστες μέσα στα τζιπ την ώρα που φωτογραφίζουν τη σκηνή συνεπαρμένοι ας έχουν υπόψη ότι το θηρίο κάθεται και αναπνέει βαριά πίσω από το σβέρκο τους. Πώς βρέθηκε εκεί, γιατί καταστρατηγήθηκε η έννοια της ασφάλειας αυτό εξηγείται λόγω της θαυματουργής ιδότητας της ποίησης.
ΜΕΡΕΣ που ειναι, και ο διαδικτυακός δαίμων έκανε το θαύμα του και χάθηκε το ακόλουθο Υ.Γ εκ Λευκωσίας,
προσωπικός χαιρετισμός στον χαρτωμένο της ποίησης,
στης Υπερπραγματικής Θρασύτητος τον πρεσβευτή
στον ατίθασο δαμαστή
συλλεκτικού Χαμαιλέοντα
στου ληστρικού μας θεάτρου τον στασιαστή
στον ιχνευτή
στα των μυημένων περάσματα…
Φιλικά και σταθερά Δ.Ν. και Γ.Μ.
Η ποίηση αυτή είναι το βάναυσο ξύσιμο όλων των σοβάδων της γλωσσικής ευπρέπειας – η αγριότητα μιας ευγένειας που δεν έχει όνομα ή τόπο σ’ αυτό τον κόσμο…