Την άνοιξη, που συνήθως διαρκεί ενάμιση μήνα, την ισοπεδώνει μέσα σε ένα απόγευμα το χνώτο της Σαχάρας. Ζεματιστό. Βάναυσο, λες και κάτι το εμπόδιζε τόσο καιρό να φτάσει έως εμάς. Δεν μπορεί να το ξεχάσει ποτέ – και να επιμείνει – όποιος το ένοιωσε να του αφυδατώνει πρόσωπο, στόμα και μέλλον. Τα περιγράμματα των όγκων αχνίζουν. Τα πρωινά της λυτρωτικής δροσιάς, οι ικμάδες της ανακούφισης, η ευδία των οριζόντων, όλα γίνονται από τη μια στιγμή στην άλλη ένας πολτός. Οξειδωμένος, καμένος χρόνος. Τα νερά του Νείλου χαμηλώνουν απότομα . Σκελετοί μικρών και μεγάλων ποταμόπλοιων, κουπαστές αυτοσχέδιων πλεούμενων και παλιοσίδερα ξεπροβάλλουν το ένα μετά το άλλο στην επιφάνεια του ποταμού, που άλλοτε λατρευόταν συστηματικά από όλες τις φυλές που τον έπιναν ως ευεργέτη θεό.
Πρωί που μοιάζει με απομεσήμερο. Μέσα στη λάβρα. Συντάσσω μια απάντηση σε μια εταιρεία από την Θεσσαλονίκη, που ενδιαφέρεται για τις προτεραιότητες εισαγωγών του νέου, μετεμφυλιακού Σουδάν. Το κλιματιστικό μηχάνημα ευτυχώς ανταποκρίνεται στα καθήκοντά του. Σηκώνω το τηλέφωνο. Η φωνή ήρεμη, τα αγγλικά στρωτά, αργά και στρογγυλά, όπως τα μιλούν οι Νότιοι. Ευγένεια που δηλώνει αμέσως την καταγωγή και την ειλικρίνεια των εκφορών της. Ήπιο, συγκρατημένο ύφος. Προσπαθεί να καλύψει πάθη και χρόνιες αντιπαραθέσεις του αραβοϊσλαμικού Βορρά και του χριστιανικού – ανιμιστικού Νότου, που προκάλεσαν τις τρεις δεκαετίες της εμφύλιας ρήξης. Τα συμφραζόμενα υπαινίσσονται διαρκώς οικογενειακές παραδόσεις και μνήμες αίματος.
Ακούω και γράφω πρόχειρα στο τετράδιο σημειώσεων, που βρίσκεται μόνιμα ανοικτό μπροστά μου: « Ονομάζομαι Γρηγόρης Γιαλούρης . Ο παππούς μου γεννήθηκε στην Μυτιλήνη. Μετανάστευσε πολύ νέος, στο Νότιο Σουδάν. Στην Τζούμπα. Παντρεύτηκε ντόπια, της φυλής των Ντίνκα. Ο Βασίλης, ο γιος του, παντρεύτηκε κι αυτός ντόπια, από την ίδια φυλή. Είμαι γιος του Βασίλη. Εμάς μας έσωσαν οι Έλληνες της περιοχής. Όταν κατέβαινε ο στρατός των Βορείων να μας χτυπήσει, κάθε φορά οι δικοί σας άνθρωποι μας έκρυβαν. Όπου μπορούσαν. Με κίνδυνο της ζωής τους. Ο ένας σκότωνε τον άλλον. Όταν έγινα δεκάξι πήγα στα δάση. Ενώθηκα με τους αντάρτες. Έφτασα στον βαθμό του λοχαγού. Με την ειρήνη του Ιανουαρίου, του 1995, διορίστηκα μέλος της μεταβατικής Εθνοσυνέλευσης. Η αδελφή μου είναι η σύζυγος του Α! αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, του Σάλβα Κιίρ. Είμαι χριστιανός. Καθολικός. Θέλω να γίνω Ορθόδοξος. Σας έχω γνωρίσει σε εκδηλώσεις μας. Θα ήθελα να είστε εσείς ο ανάδοχός μου. Το Πάσχα λέω να επισκεφτώ την δεύτερη πατρίδα μου, να προσκυνήσω τον τάφο του παππού μου. Σέβομαι και τιμώ την Ελλάδα». Την άλλη μέρα ικανοποίησα το αίτημά του. Πρόσεξα τα γόνατά του, όταν τα πρόσφερε, δακρυσμένος, στο χρίσμα. Από ατόφιο έβενο. Γόνατα εξογκωμένα. Δρομέα μεγάλων αποστάσεων. Κυνηγού.
Διακεκαυμένο ειλητάριο. Η πόλη τώρα ένα μεγάλο ανοικτό προσευχητάρι. Οι πάνδημες τελετές των ιμάμηδων και οι διαγωνισμοί ιερατικών χορών του δεκαήμερου πανηγυρισμού των γενεθλίων του προφήτη Μωάμεθ φτάνουν αισίως προς το τέλος τους. Την ίδια περίοδο αρχίζει η Μεγάλη Εβδομάδα των Ορθοδόξων, που συμπίπτει με το ανάλογο πρόγραμμα της Εκκλησίας των Κοπτών, των μονοφυσιτών δηλαδή που απέρριψαν κατηγορηματικά οι Σύνοδοι του καθαρολόγου, συγκεντρωτικού Βυζαντίου. Ο διάλογος των θρησκειών πραγματοποιείται σ΄ αυτό το μέρος του κόσμου απλά, με τον αυθορμητισμό μιας σχολικής εκδρομής. Στις συνοικίες, στα αστικά κέντρα, η αποδοχή του αιτήματος της πίστης σ΄ έναν Θεό συναιρεί μέσα στους κόλπους των λαϊκών στρωμάτων αντιθέσεις, ετερότητες και εκκωφαντικές προφάσεις. Τα Χριστούγεννα μάλιστα, οι μουσουλμάνοι τα αποκαλούν εδώ με την δέουσα ευπρέπεια ένδοξα Χριστούγεννα. Τα τιμούν αναλόγως σαν να ήταν δική τους γιορτή, με φαγοπότια και τους απαραίτητους χορούς, ως αργά τη νύχτα. Εκτός συνεδριακών συγκροτημάτων, χωρίς ημερήσιες διατάξεις και κοινά ανακοινωθέντα, οι απλοί φορείς των πολιτισμών προσπαθούν να ξεχάσουν τις πληγές τους. Θέλουν να μάθουν, χωρίς να χύσουν αίμα, αν μπορούν να μοιραστούν ό, τι υποτίθεται ότι τους ανήκει. Έστω λίγες μέρες, κάθε χρόνο, η θεολογική εκεχειρία επιβάλλει τους ρυθμούς της. Η πόλωση της μισαλλοδοξίας μπορεί να περιμένει την δική της ώρα.
Χώμα ιερό. Άγονο όμως. Άνυδρα, στερημένα απογεύματα αιώνων. Γη που προσπάθησε να την δροσίσει, να την ποτίσει στην κυριολεξία η ιδέα του θείου. Από την μιαν άκρη της ως την άλλη, από τις εκβολές δηλαδή του ποταμού και τα παλάτια της φαραωνικής προπέτειας έως εκεί, στα βάθη του απειλητικού Νότου, όπου τότε μπορούσαν μόνο να ονειρευτούν τις πηγές του. Τα σχόλια, που δανείζομαι για την περίσταση, ανήκουν στον Τόμας Μαν και προέρχονται από το magnum opus του Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού: « Πίστευαν και δίδασκαν στα παιδιά τους από γενιά σε γενιά ότι ο Νείλος, ο θεός ήξερε πού και πώς, βγαίνει από τον κάτω κόσμο, για να πάρει τον δρόμο του προς τη «Μεγάλη πράσινη», δηλαδή προς τον απέραντο ωκεανό, όπως θεωρούσαν τη Μεσόγειο. Πίστευαν ακόμη ότι και η συρρίκνωσή του, μετά τη γονιμοποιητική υπερχείλιση, ισοδυναμεί με μια επιστροφή στον κάτω κόσμο…Με λίγα λόγια, σε τούτο το ζήτημα επικρατούσε σʼ αυτούς η πιο προληπτική άγνοια, και μόνο στο γεγονός ότι σε ολόκληρο τον κόσμο που τους περιέβαλλε δεν είχε προοδεύσει τότε περισσότερο ο διαφωτισμός, εν μέρει μάλιστα λιγότερο, όφειλαν την ικανότητα να ζουν παρά την τόση άγνοιά τους.»
Η πρόσκληση του Μητροπολίτη Χαρτούμ και παντός Σουδάν κ. Καλλίνικου με περίμενε στο γραφείο μου. Μου προτείνει να γιορτάσουμε μαζί με τους ορθόδοξους πρέσβεις, τα μέλη της ελληνικής κοινότητας, τους χριστιανούς μιγάδες και εκπροσώπους των άλλων δογμάτων, την Ανάσταση του Κυρίου στον Καθεδρικό Ιερό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη εκκλησία, που μας απέμεινε σ΄ αυτή την αχανή, υποσαχαρική επικράτεια. Υπάγεται στην δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Καλοδιατηρημένο πράγματι κτίσμα, ξεχωρίζει αμέσως ανάμεσα στα άλλα, που έχουν ανεγερθεί κατά καιρούς στον ιδιόκτητο χώρο της ελληνικής κοινότητας, στην καρδιά του Χαρτούμ. Δέχτηκα χωρίς δεύτερη σκέψη. Στη σειρά των Πάσχα που πέρασα κατά καιρούς στο εξωτερικό, έρχεται μέσα στην σκόνη, στα θολά τοπία του επιθετικού θέρους και στις τακτικές, ηχηρές προσευχές στον Αλλάχ να προστεθεί ένα Πάσχα στη μέση της ερήμου.
Στην πρωτεύουσα του Σουδάν, πνευματικό κέντρο παλαιότερα της Ιεράς Μητροπόλεως Νουβίας και Πτολεμαίδος, προσεγγίζαμε, την περίοδο της ακμής μας, περίπου τις οκτώ χιλιάδες. Ευδοκιμούσαμε, κυρίως ως έμποροι, μεταπράτες και ευρηματικοί βιοτέχνες. Συναναστρεφόμασταν τους γηγενείς με άνεση, ανταλλάσαμε τεχνάσματα ζωής, μαθαίναμε αραβικά, μιμούμενοι προφορές και λεπτές αποχρώσεις της γλώσσας του Κορανίου. Αποδεχόμενοι ανυπόκριτα στο σύνολό μας, από ο, τι μαρτυρούν οι πηγές, πολιτιστικές διαφορές και φυλετικές ιδιαιτερότητες, αφήσαμε πίσω μας μια κληρονομιά ανοχής και παραγωγικής συναντίληψης. Αποτελούσαμε βέβαια ένα μεγάλο τμήμα της πολύπλαγκτης και ανθεκτικής ομογένειας, που είχε διασχίσει την τεράστια αυτή διάπυρη έκταση του ενός εκατομμυρίου τετραγωνικών χιλιομέτρων, για να την κατοικήσει στη συνέχεια μόνιμα, κτίζοντας σε πόλεις και χωριά στην πυρακτωμένη εσωτερική της περιφέρεια, ή ακόμη και σε μικρούς παραθαλάσσιους οικισμούς, τις απαραίτητες ορθόδοξες εκκλησίες και τα κοινοτικά της κέντρα. Διατήρησε ισορροπίες και δεν ταυτίστηκε με τις διάφορες αποικιοκρατικές δυνάμεις. Η τέχνη των στοχαστικών προσαρμογών, που επισημαίνει ο προς βορράν γείτονας Κ. Π. Καβάφης, πρυτάνευσε δηλαδή και σ΄ αυτή την περίπτωση.
Ο Κίτσενερ ισχυριζόταν μάλιστα, στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, ότι «όποια πέτρα κι αν σηκώσεις στο Σουδάν θα βρεις από κάτω ή σκορπιό ή Έλληνα.». Κι ο Κίτσενερ μετρούσε πάντα με προσοχή τα λόγια και τις πράξεις του. Είναι αυτός που για να τιμωρήσει τον Μάχντι, τον ηγέτη των εξεγερμένων μουσουλμάνων, τον ξέθαψε δεκαέξι χρόνια μετά την ταφή του και του απέκοψε το κεφάλι , ή μάλλον ό, τι είχε απομείνει από αυτό. Έτσι πήρε εκδίκηση, με όλη την υπερβολή που χαρακτηρίζει τους πολεμιστές της Σαχάρας, για τον βίαιο θάνατο του διάσημου πλέον σήμερα, όμαιμου συναδέλφου του, του Σερ Τσαρλς Γκόρντον. Ο τελευταίος, ιδιόρρυθμος, πείσμων στρατιωτικός, με ισχυρές αυτοκτονικές τάσεις, αλλά και με εμφανείς εμμονές που χαρακτηρίζουν τους απανταχού θρησκόληπτους, έριξε, πεθαίνοντας το 1884, την κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας. Τοποτηρητής των συμφερόντων της πατρίδας του στο Χαρτούμ και ήρωας αργότερα εμπορικών κινηματογραφικών ταινιών, υπήρξε το δέλεαρ και το δέος ταυτοχρόνως των δερβίσηδων του απελευθερωτικού σουδανικού στρατού των ατάκτων. Αντικείμενο, ταυτόχρονα, σκωπτικών σχολίων των περισσότερων αργόσχολων της εποχής του, που σύχναζαν, ως αναγκαίοι δαίμονες, στα σαλόνια και στις κοσμικές συνεστιάσεις του βικτωριανού Λονδίνου.
Βγαίνω για λίγο έξω. Να απομονώσω κι άλλες αλήθειες μιας πόλης, που δίνει την εντύπωση ότι σήμερα δεν θ ΄ αντέξει άλλο στο λιοπύρι και θα εξατμισθεί ως το βράδυ. Εκεί που το ύδωρ – καθρέφτης αντανακλούσε παλαιότερα την ευμάρεια της Νουβίας, απλώνεται τώρα η απειλή της ξηρασίας. Στις όχθες του διχαλωτού ποταμού διαβάζω δόξες, κατορθώματα και πάθη παλαιών χριστιανικών βασιλείων. Όπως εκείνο, για παράδειγμα, της Σόμπα, δυο βήματα από ΄ δω, το οποίο οι συνασπισμένοι Άραβες του Αμπντουλλάχ Τζαμμάα και του σουλτάνου των μαύρων Αμάρα Ντούνκας, αφού το λεηλάτησαν, τον δέκατο έκτο αιώνα, το έθαψαν για πάντα στη σκόνη του χρόνου.
Με χαιρετούν δύο παιδιά που μόλις σχόλασαν από το ελληνικό σχολείο, από την Τράμπειο Δημοτική Σχολή, όπως ονομάζεται ακόμη επισήμως το Δημοτικό μας, κτισμένο λίγα μόλις μέτρα μακριά από τον περίβολο της εκκλησίας. Γνωρίζω τους γονείς τους. Ανήκουν στις οικογένειες εκείνων που επέζησαν, επιδεικνύοντας μιαν αξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητα. Είναι οι λεγόμενοι απόδημοι παντός καιρού. Αλλά ξαφνικά μια ανάμνηση ελέους. Το έαρ – φάσμα διαπερνά τους δρόμους, διεγείρει τις γειτονιές. Η πεποίθηση, ότι δεν θα αργήσουν εφέτος οι βροχές της ανάκαμψης, συντηρεί το φρόνημα των οπαδών όλων των θρησκειών και των αναπόφευκτων παρακλαδιών τους, που απαντούν στο Χαρτούμ.
Πλησιάζω προς το Ομπντουρμάν, την παλαιά πρωτεύουσα. Υπήρξε η ύστατη επικράτεια του Σερ Τσαρλς Γκόρντον. Θυμάμαι την τελετή του καθρέφτη: o αινιγματικός στρατηγός στοιχειώνει με τον τρόπο του την Ιστορία, το φλέγμα συναγωνίζεται τους εφιάλτες. Παραθέτω: «Ο Μάχντι πλησίαζε με τις ορδές του το Χαρτούμ, που το υπεράσπιζε ο στρατηγός Γκόρντον. Μερικοί από τους εχθρούς μπήκαν στην πολιορκημένη πόλη. Ο Γκόρντον τους υποδεχόταν έναν έναν, τους έδειχνε έναν καθρέφτη για να κοιταχτούν. Θεωρούσε σωστό να γνωρίσει κανείς το πρόσωπό του προτού πεθάνει.» Την ακραία αυτή συμπεριφορά την αποδελτιώνει ο Fergus Nicholson στο έργο του Ανθολογία καθρεφτών.
Οι μέρες κυλούν αργά, όπως θα περίμενε κανείς μέσα στην αυτοκρατορία της άμμου. Το Μεγάλο Σάββατο φτάνει, κατεβαίνει στην πόλη με τα νερά του Νείλου. Ανεπαίσθητα, αν και προγραμματισμένο. Κατευθύνομαι από νωρίς στην εκκλησία. Να συναντηθώ μ ΄ εκείνους που βλέπω σπάνια, να ακούσω τις μικρές και τις μεγάλες οδύσσειές τους. Στο μεταξύ, από όλα ταυτοχρόνως τα φρεσκοβαμμένα τζαμιά, η στεντόρεια, η επαναληπτική αναφορά στην μεταφυσική όψη των πραγμάτων μου θυμίζει ότι είμαι ένας φερτός, ένας επιτηρούμενος. Η υπεσχημένη, υπό όρους πάντοτε, σωτηρία της ψυχής και εμμέσως του σώματος φιλτράρει την πηχτή ατμόσφαιρα. Η φαινομενοκρατία της ζωής τείνει να ακυρωθεί. Η επίκληση θαυμάτων μέσα από συγκεκριμένες νηστείες και ανανήψεις πνευματοποιεί δραστικά τη νεαρή νύχτα. Η ρητορική δεινότητα του ιμάμη δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολιών στους περαστικούς. Έμπιστοι του Κορανίου και μη φαίνεται να έχουν ενστερνισθεί, γύρω μου, το νόημα του πεπρωμένου. Μειλίχιοι.
Η εμμένεια της άμμου, η εντοπιότητα του καύσωνα. Είναι οι δύο όψεις του ίδιου παμπάλαιου εφιάλτη της αφυδάτωσης. Οι ντόπιοι θα πρέπει να έχουν μάθει πώς να τον ξορκίζουν. Αυτό το αργό, ιερατικό ενίοτε βάδισμά τους δεν είναι άραγε η καθημερινή ανανέωση της ελπίδας και η βουβή, μαζί, επίκληση μιας ανώτερης δύναμης; Ακούγεται μεταφυσικό ή παράλογο. Ίσως. Δεν παύει όμως η κινησιολογία αυτή να παραπέμπει σε ένα δροσερότερο επέκεινα.
Παραδείγματα μιας οριακής αντοχής στα δεινά των δεδομένων γεωγραφικών συντεταγμένων, τα παιδιά, ξυπόλητα ή φορώντας φθαρμένα, έτοιμα να διαλυθούν πέδιλα, σε προσκαλούν με τα συμπαθέστατα αγγλικά τους να μοιραστείς μαζί τους λίγες στιγμές αντίστασης στον θάνατο από υπερβάλλοντα ήλιο. Ο προσεκτικός ταξιδιώτης, ιδίως εκείνος, που έχει μάθει να ξεχωρίζει εύκολα ανάμεσα στα ερείπια των μνημείων και στις μικροχαρές της ζωής, το απώτερο νόημα του χρόνου, θα μας έλεγε ότι όποιος ζει σ΄ αυτά τα μέρη γίνεται ο ίδιος σιγά – σιγά κινούμενη ξηρασία κι απαντοχή, κινούμενη έρημος και όαση μαζί.
Άρχισα να πιστεύω ότι οι γηγενείς του Χαρτούμ είναι οι αρνητές του καιρού, οι αδούλωτοι του κλίματος. Βέβαια υπάρχει κι ένας άλλος, ευρύτερος ορισμός, ο οποίος μας έρχεται από την Δύση και τον χαρακτηρίζει η επάρκεια της ορμής του Ουίλλιαμ Φόκνερ: «Ο Άνθρωπος είναι το άθροισμα των κλιματολογικών του εμπειριών. Είχε πει ο Πατέρας. Ο Άνθρωπος ίσον το άθροισμα από ό, τι σας κάνει κέφι. Είναι ένα πρόβλημα με βρωμερές ιδιότητες που άγεται ανιαρότατα προς ένα και αμετάβλητο μηδέν: αδιέξοδο τέλμα πόθου και τέφρας.». Ξανακοιτάζω τα παιδιά που με περιτριγυρίζουν. Καλοσυνάτα φάσματα αφθαρσίας. Προσπαθώ να διαβάσω στα προσωπάκια τους κάτι από το μέλλον τους, ίσως κάποια από τα αυριανά πάθη. Αποσπάσματα από τα έργα της ματαιότητας διαγράφονται στα ιδρωμένα κούτελά τους. Η τέφρα επείγεται όμως να σκεπάσει από τώρα τα πάντα. Τα χαμόγελά τους επιμένουν όμως. Νεύματα και γελάκια, που αμφισβητούν με τη σειρά τους την παντοδυναμία του πεπρωμένου. Το καύχημα του βεδουίνου και του δερβίση του Σουδάν, σε μια πρώιμη παραλλαγή.
Έφτασα. Η καμπάνα της δικής μας εκκλησίας ακούγεται καθαρά. Σαν να μην θέλει να αντισταθεί στην μεγαφωνική ευγλωσσία του μουεζίνη. Ούτε βέβαια δείχνει ότι υπονομεύει την αλλότρια δογματική αλήθεια. Αποτελεί μάλλον ένα διακριτικό, εύληπτο σχόλιο στον μονοθεϊσμό. Η σταθερή υπόμνηση της πεποίθησης, που ονομάσαμε καταχρηστικά αθανασία, ενώνει αδιακρίτως, τους περισσότερους φόβους κι όλες σχεδόν τις ελπίδες. Άλλος θα μιλούσε για παραφωνία. Ίσως να πρόκειται για ένα είδος πρωτογενούς σύγκλησης.
Έχω καταγράψει δυο αντηχήσεις, πρόσφορες για συγκρίσεις και αντιμεταθέσεις. Η πρώτη αφορά στις εξομαλύνσεις ήχων και παραστάσεων που προτείνει με την γνωστή του ηπιότητα ο Γκαίτε: “Δεν είναι πάντοτε αναγκαίο να ενσαρκώνεται το αληθινό• είναι ήδη αρκετό, όταν αυτό περιφέρεται πνευματικά και προκαλεί αρμονία• όταν αυτό κυματίζει στους αιθέρες όπως ο ήχος της καμπάνας: με σοβαρότητα και φιλικότατα”.
Η άλλη συνιστά το (αντί)πιστεύω ενός νεαρού συγγραφέα, τον κριτικό, σαφώς ειρωνικό λόγο του. Σαν να προετοιμάζεται εγκαίρως για να απευθυνθεί αργότερα προς όλες τις γνωστές θρησκείες, κυρίως τις μονοθεϊστικές: «Όταν ακούω τις καμπάνες να χτυπούν και τον πένθιμο ήχο τους νʼ αναστενάζει, η ψυχή μου γεμίζει ακαθόριστη θλίψη, κάπως σαν ονειροπόλημα, σαν δονήσεις που αργοσβήνουν.[…] Μου φαίνεται ότι βλέπω τον κόσμο στις καλύτερες, τις πιο γιορτινές του μέρες, με θριαμβευτικές ιαχές, άρματα και στεφάνια και, πάνω απʼ όλα αυτά, αιώνια σιωπή, αιώνιο μεγαλείο! Η ψυχή μου πετάει προς την αιωνιότητα και το άπειρο, μετεωρίζεται στον ωκεανό της αμφισβήτησης, καθώς αντηχεί αυτή η φωνή που αναγγέλλει το θάνατο. Ρυθμική, παγερή φωνή σαν τάφος, που όμως ηχεί σε όλες τις γιορτές, κλαίει σε κάθε πένθος˙ μου αρέσει να με υπνωτίζει η αρμονία σου που πνίγει τον ήχο της πόλης.[…]Εσείς, λοιπόν, καμπάνες, θα ηχήσετε και στο θάνατό μου, κι ένα λεπτό αργότερα για κάποια βαφτίσια. Δεν είστε, λοιπόν, παρά μια κοροϊδία, όπως κι όλα ταʼ άλλα, ένα ψέμα, όπως η ζωή που αναγγέλλετε σε κάθε φράση: βάφτιση, γάμο, θάνατο. Καημένο μέταλλο, χαμένο, κρυμμένο στους αιθέρες: θα ήσουν τόσο χρήσιμο στο πεδίο της μάχης σαν λάβα καυτή – ή στο πετάλωμα των αλόγων…».
Την αφήνω να διαμαρτυρηθεί μέσα μου. Είναι η φωνή ενός δεκαεπτάχρονου εκκεντρικού Γάλλου, του Γκυστάβ Φλωμπέρ, από την εποχή μάλιστα που επινοεί τα Απομνημονεύματα ενός τρελού, κείμενο κλειδί για την πληρέστερη κατανόηση του μετέπειτα σημαδιακού έργου του. Μνήμες νορμανδικών αισθήσεων, ευπρόσδεκτες. Σαν το παιδί που γύρισε σπίτι λίγο προτού νυχτώσει. Άλλωστε πρόλαβε να πατήσει κι εκείνος κάποια στιγμή τα χώματα της Αφρικής. Της βόρειας μόνο. Η αποστροφή του όμως ταξιδεύει σήμερα μαζί μου. Διαμαρτυρόμενη, όπως ακριβώς τότε. Κι ολοζώντανη. Να πηγαίνει ακόμη πιο πέρα κι από τα αληθινά, τα εν ζωή ταξίδια του αρχικού φορέα της.
Στο εσωτερικό του ναού τώρα. Στους μαιάνδρους της υμνολογίας μας. Παρασύρομαι, νοσταλγώ την κατάνυξη που κατοικούσε τα παιδικά μου χρόνια σε ανάλογες περιστάσεις. Σε λίγο ξεχωρίζω τον ρώσο πρέσβη. Δίπλα του ο ρουμάνος επιτετραμμένος. Τελικά μαζεύονται γύρω στους εκατό πιστούς. Αναλογίζομαι τις γενιές των συμπατριωτών μας, που έζησαν, μόχθησαν και πέθαναν εδώ. Δεν δημιούργησαν προβλήματα, αλλά αντιθέτως επέλυσαν. Όπως μου τόνισαν πολλές φορές εκπρόσωποι των σουδανικών αρχών, έδειξαν στους ντόπιους, μεταξύ άλλων, πως να καλλιεργούν αποδοτικότερα το μπαμπάκι, πώς να αξιολογούν και να βελτιώνουν τις ίνες του, πώς να μετατρέπουν άγονες περιοχές σε προσοδοφόρες γαίες. Μια οδός στο κέντρο της πόλης φέρει έως τώρα το όνομα Κοντομίχαλος, τιμώντας έτσι μια από τις παλαιότερες οικογένειες των μεταναστών μας, που συνέβαλαν στην θεαματική ανόρθωση του Χαρτούμ τον εικοστό αιώνα. Τώρα έχουν απομείνει γύρω στα διακόσια άτομα. Αιτία, η επιβολή του ιερού ισλαμικού νόμου, της περιώνυμης σαρία, μέσα σε μια νύχτα, το 1983, που ανάγκασε τους Ευρωπαίους και όχι μόνον να εγκαταλείψουν τη χώρα. Φυσικά χρεοκοπημένοι.
Τα αναστάσιμα φιλιά που ακολούθησαν, δήλωναν κυρίως ανανέωση της εμπιστοσύνης στην παροικιακή ευελιξία μας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΩΝ
Γκαίτε, περί καμπάνας, βλ. Martin Heidegger, Η Τέχνη και ο Χώρος, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια: Γιάννης Τζαβάρας, Έδικτα της Ινδίκτου, 2006.
Μαν Τόμας, Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού Τόμος Δ!: Ιωσήφ ο τροφοδότης, μετάφραση – σημειώσεις: Λευτέρης Αναγνώστου, εκδόσεις Gutenberg. 2005
Φλωμπέρ Γκυστάβ, Απομνημονεύματα ενός τρελού, εισαγωγή, μετάφραση: Λητώ Ιωακειμίδου, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2004
Φώκνερ Ουίλλιαμ, Η βουή και η μανία, μετάφραση: Παύλος Μάτεσις, εκδόσεις Καστανιώτη, 2002
Nicholson Fergus, Ανθολογία καθρεφτών, Εδιμβούργο, 1917, βλ. Χόρχε Λουίς Μπόρχες και Αντόλφο Μπιόι Κασάρες, Σύντομες και παράξενες ιστορίες, μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης και Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Ύψιλον, 1988
Rolin Olivier, Πορτ Σουδάν, μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου, εκδόσεις Άγρα, 2001
CONGRATULATIONS. THE BEST DESCRIPTION OF THE HOLY EASTER IN THE COUNTRY WHERE ME AND MY CHILDREN WERE BORN!!!
Κι όπως θα το ‘λεγε και η Πολυδούρη:
“…Σήμερα πριν καλά το φως τον ουρανό γεμίσei,
καμπάνες άκουσα μακριά στην πολιτεία που ηχούσαν.
Καμπάνες… γιατί πρόσεξα; Σαν να σκορπούσαν μίση
τα τελευταία σκοτάδια αργά και σκυθρωπά κινούσαν…”
Είναι σημαντικό να εντοπίζουμε τις αντιστοιχίες-συστοιχίες – συνδηλώσεις, έμμεσες και άμεσες μέσα στη Φύση, μέσα στη γραφή. Σε ευχαριστώ Σοφία για την ετοιμότητα, την διακειμενική και όχι μόνο…
κοίταξε πλάι σου
με μάτια καθαρά
με μάτια νήπια
τον θεό σου…
Λέξεις και σκέψεις που με μεγάλη ευκολία και άνεση απεικονίζουν την πραγματικότητα στην οποία μεγάλωσα.
Ευχαριστώ για την συγκίνηση και την θύμηση!
Με αγάπη και εκτίμηση πάντα,
Β
“Την άνοιξη, που συνήθως διαρκεί ενάμιση μήνα, την ισοπεδώνει μέσα σε ένα απόγευμα το χνώτο της Σαχάρας. ” λέτε κύριε Βέη ξεκινώντας το κείμενό σας και διαβάζοντας τη συνέχειά του αναρωτιέμαι που θα έπρεπε να αποδώσω το θαυμασμό μου: στην περιγραφή μιας χριστιανικής γιορτής τόσο μακριά από τα μέρη όπου αυτή γεννήθηκε ή στις λέξεις σας που πλαισιώνουν την εμπειρία με τόσο ξεχωριστό τρόπο; Το μελάνι στα χέρια σας γίνεται χρυσάφι και οι λέξεις πολύτιμες. Τα θερμά μου συγχαρητήρια για το μικρό ταξίδι που μας κάνατε στη μαύρη ήπειρο.
Το φετινό Πάσχα είχε για μένα – και την Ενριέττα πια – άρωμα Αιθιοπικής Ορθοδοξίας. Ταπεινότερο και – κυριολεκτικά – χαραγμένο στη γη και τα πρόσωπα της Χάμπασα.
Μα, γυρνώντας στο σπίτι στο Χαρτούμ, το χαμπούμπ χαμογελούσε ειρωνικά υποδεχόμενό μας, τόσο στον ουρανό όσο και μέσα στο σπίτι σε κάθε του γωνιά. Σα να ήθελε να δηλώσει ότι και φέτος ήταν εδώ το Πάσχα όπως το ξέρουμε, κι εδώ – στο Σουδάν φυσικά – πρέπουν οι τιμές και οι εορτασμοί οι αναστάσιμοι…
Για άλλη μια φορά, λοιπόν, τα λόγια σας γίναν εορτασμός για τους εν Χαρτούμ ευέλικτους παροίκους, τιμή για τον αναγνώστη όπου γης, μνήμη για εμάς που το ζήσαμε, το απολαμβάνουμε και πάντοτε θα το ποθούμε…
“Αληθώς ο Κύριος…”
Είναι η σειρά σας τώρα, Ενριέτα, Αλέξανδρε, να μας ενημερώσετε για τις αιθιοπικές πηγές του Νείλου…καλή αντάμωση!
Κ. Βέη,
Η μαγευτική περιγραφή σας συμπλήρωσε τις υπέροχες ζεστές αναμνήσεις που έχω από τα τελευταία 6 χρόνια όπου περνώ το Πάσχα στο Χαρτούμ. Πάσχα με όλη τη σημασία της λέξης και όλα τα έθιμα που το συνοδεύουν. Πάσχα το οποίο όχι απλά παρακολουθώ αλλά συμμετέχω ολοκληροτικά! Χριστός Ανέστη!
K.Bέη
Το κείμενο σας με έκανε περίφανη για άλλη μια φορά που ζω και κατοικώ στο Σουδάν.
Αγαπητε κ.Βέη
Διαβάζοντας τα κείμενα σας ,ολες οι μυρωδιές, τα
χρώματα,η ζέστη,το χαμπούμπ ,ο μεγάλος ποταμός αλλα και η καλοσύνη των ματιών κυρίεψαν την ψυχή μου…Σας ευχαριστώ για το ….ταξείδι στον …χρόνο!!!
Σας ευχαριστώ όλες και όλους εσάς για τις αλυσιδωτές κρίσεις – παρατηρήσεις σας. Ιδιαίτερες ευχαριστίες απευθύνω βεβαίως προς το poiein.gr, το οποίο διεθνοποίησε κυριολεκτικά το Χαρτούμ -και όχι μόνον- στον διαδικτυακό ωκεανό.
11ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΧΑΡΤΟΥΜ,ΚΑΘΕ ΠΑΣΧΑΛΙΑ ΕΙΧΕ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΗΣ ΧΡΩΜΑ!Μ΄ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ,ΑΛΛΟΤΕ ΧΩΡΙΣ ΡΕΥΜΑ,ΑΛΛΟΤΕ ΧΩΡΙΣ ΝΕΡΟ,ΜΕ ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΗ ΖΕΣΤΗ,ΜΕ ΟΒΙΔΕΣ&ΦΕΤΟΣ ΜΕ ΧΑΜΠΟΥΜΠΙ(ΤΟ ΖΗΣΑΜΕ&ΑΥΤΟ),ΟΜΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΣ ΓΕΜΑΤΗ ΕΛΛΑΔΑ!
“Στο ταξίδι μου σ’ αυτό το δάσος των αριθμών / που λένε κόσμο / κρατάω ένα μηδέν σαν να ήταν φανάρι”: ευτυχώς που εγκαίρως εγκολπώθηκα, μεταξύ άλλων, αυτούς τους στίχους του μείζονος ποιητή Αντόνιο Πόρτσια, σε άψογη μετάφραση του ακάματου κι αειθαλούς Βασίλη Λαλιώτη, κι έτσι δεν με πτόησαν οι δυσκολίες των τόπων, Γιώργο Μίχο. Ο δε Πόρτσια του Λαλιώτη υποστηρίζει ενεργώς και το υπό έκδοση βιβλίο μου “Τόκιο-Γιαουντέ-Χαρτούμ”: όλο δανεικά του γύρευα και ποτέ δεν μου ‘πε “όχι”…
Den xreiazontai oi titloi gia na se anagnorizoun oi alloi .
Otan eisai Anthropos to niothoun kai se kleinoun sti kardia tous.
Ginesai tote kommati tou topou ap’opou perases.
Meneis ekei.ki as fygeis…
Φένια, κάτι μου λέει οτι το νέο σου μυθιστόρημα θα εστιάζεται, μεταξύ άλλων, σε Δαμασκό και Λονδίνο…Καλή δύναμη!
Ζώντας μόλις μερικούς μήνες στο Σουδάν και λείποντας μόλις μερικές μέρες, χωρίς να έχω ζήσει την περίοδο του Πάσχα εκεί και διαβάζοντας το κείμενο σας κ. Βέη, είναι σαν να βρίσκομαι και εγώ καθισμένος σε μια όχθη του ποταμού ή σε μια σκιερή δροσιά της λάβρας μαζί σας! Ευχαριστώ πολύ για τις εικόνες που δημιουργήσατε κατά την περίοδο της απουσιάς μου στο μυαλό μου!
Η συνύπαρξη πολιτισμών, θρησκειών και γλωσσικών ιδιωμάτων στο σύγχρονο Χαρτούμ, είναι αφορμή για τον ποιητή Γιώργο Βέη ν’ ανασηκώσει ελαφρά το πέπλο του Φαίνεσθαι και να ατενίσει το Είναι, το αδιάλειπτα Υπάρχον. Η σωματικότητα λανθάνει, όπως η δροσιά κάτω από την καυτή άμμο της Σαχάρας. Η μεταφυσική καταφύγιο και φιλάνθρωπος προορισμός, αντίδοτο στη γλυκόπικρη καθημερινότητα.
Καλέ μου Γιώργο,
Αληθώς Ανέστη! Η ψυχή μου. Με το συγκλονιστικά αρμονικό σύμπαν σου, με το θρόισμα των ήχων των λέξεων, με το ταξίδι στο Πάσχα σου καταμεσής της ερήμου, με τις κινήσεις των ανθρώπων στην εμμένουσα άμμο, με την επικύρωση της ουσίας της ζωής χωρίς υπεσχημένη, υπό όρους, σωτηρία της ψυχής. Η φετινή Ανάσταση ήρθε μέσω Χαρτούμ -την έζησα χάρη σε σένα- αμφισβητώντας κι εγώ (σαν τα γελάκια στα προσωπάκια των παιδιών) την παντοδυναμία του πεπρωμένου. Σε Ευχαριστώ!
Φίλτατε και Εξοχότατε Γιώργο Βέη
Μας χάρισες μ’ αποστάξεις του λόγιου διπλωμάτη από τα τόσα που είδες, άκουσες, διάβασες και στοχάστηκες, άλλοτε απο την στέππα και νυν, την γύρω σαβάνα και έρημο, και από τους Ulixes των δασών και της ερήμου, και όχι μόνο, να σ’αφουγκράζονται όλοι μας, να μαθαίνουμε με εμπιστοσύνη τη “Ρωμιοσύνη μη την κλαις.”
Χριστός Ανέστη!
Παναγιώτης Φλαγκίνης
Έρχομαι καί εγώ νά προσθέσω ένα λιθαράκι στό σωρό τών σχολίων αναφορικά μέ τό Πάσχα σας. Είναι αλήθεια ότι μέ γυρίσατε πολύ πίσω, όταν μαθήτρια τής Τραμπείου κρατώντας τά κεράκια μας περιμέναμε τήν Ανάσταση τού Κυρίου!
Όλες οί άλλες εικόνες πού τόσο γλαφυρά μάς δώσατε, ή έρημος, τό χαμπούμπ, ό Νείλος, κ.τ.λ. ξανάφεραν παλιές αλλά όχι ξεχασμένες αναμνήσεις. Γι’αύτό καί μόνο αξίζει νά σάς πώ ένα “ευχαριστώ” γιά τήν συγκήνηση πού μάς δώσατε …..
Χλόη Τ.
Αγαπητέ ξάδερφε Γιώργο,
Συγχαρητήρια!Ενα κείμενο πλούσιο από όμορφες εικόνες που προσφέρουν απλόχερα στον αναγνώστη μια ποικιλία πολιτισμικών στοιχείων!Εύχομαι το επόμενο έργο σου να αφορά μια εμπειρία σου από τον τόπο καταγωγής μας!Τον Πύργο Σάμου!Καλή αντάμωση στην πατρίδα!
Μ’εκτίμηση,
Αυγουστής
Σωτηράκης