Από τη συλλογή «Diario Dʼ Algeria», 1947, καρπός της στράτευσής του στον Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο και της αιχμαλωσίας του (στις 25 Ιουλίου 1943 στη Σικελία), από τις συμμαχικές δυνάμεις, στην Αλγερία και το Μαρόκο επί δύο χρόνια.
Ιταλός στην Ελλάδα
Πρώτο βράδυ στην Αθήνα, πλατύς αποχαιρετισμός
Των αμαξοστοιχιών που φεύγουν στο χείλος της γεμάτες
Από σπαραγμό στο διάχυτο ημίφως
Σαν λύπη
Άφησα το καλοκαίρι πάνω στις στροφές
Και θάλασσα και έρημος είναι το αύριο
Δίχως εποχές πια.
Ευρώπη ευρώπη που με κοιτάζεις
Να καταβαίνω άοπλος και σκεπτικός σε έναν
Εύθραυστο μύθο μου, με τις στρατιές των βαρβάρων
Είμαι ένα παιδί σου σε φυγή που δεν γνωρίζει
Άλλον εχθρό από τη δική του θλίψη,
Η κάποια αναστημένη τρυφερότητα
Για λίμνες για δάση πίσω από τα χαμένα
Βήματα,
Είμαι ντυμένος με σκόνη και ήλιο
Πηγαίνω να τιμωρηθώ χαμένος στην άμμο για χρόνια
(ΠΕΙΡΑΙΑΣ, Αύγουστος 1942)
Dimitrios
Στην κόρη μου
Πλησιάζει στο αντίσκηνο
Ο μικρός εχθρός Δημήτριος
Και με ξαφνιάζει,
Πουλιού αδύνατο τιτίβισμα
Στο γυάλι του απομεσήμερου.
Η χάρη με την οποία ζητάει ψωμί
Δεν του στρεβλώνει το αγνό στόμα
Δεν σκεπάζει με δάκρυα
Το βλέμμα που πείνα και φόβο
Χαράζει στον παιδικό ουρανό.
Είναι ήδη μακριά
Τετραπέρατος ανεμοστρόβιλος
Που χάνεται στην πνιγερή ατμόσφαιρα
Σε φειδωλές εκτάσεις – ο Δημήτριος
Μόλις αληθινός
Μόλις ζωηρό ανασκίρτημα
Της ζωής μου
Που διστάζει πάνω στη θάλασσα.
(ΠΕΙΡΑΙΑΣ , Αύγουστος 1942)
Το κορίτσι της Αθήνας
Τώρα ή μέρα είναι ένας στεναγμός
Κι όλη η Αττική ένας ίσκιος
Κι όπως φωτίζει μια λάμψη τα θαμπά
Τζάμια που τρέπονται σε φυγή
Είναι το πρόσωπό σου που σπινθηρίζει εκεί κάτω
Από τον κύκλο της λάμπας που ανάβεις
Στην βραδινή εικόνα
Εδώ όμως,
Που ολοένα και αρτιότερα πέφτουν
Τα θηράματα του τελευταίου κυνηγιού
Ανάμεσα στα φυτά που ακολουθούν τα σύνορα
Αλλοίμονο! Το καθαρό
Σημείο των συλλαβών σου χαλάει
Σε στρεβλωμένα κυριλλικά μεταβάλλεται
Κι εσύ: πως σκοτεινιάζεις σιγά – σιγά
Να! Δεν μπορείς να μείνεις, χάνεσαι
Στο θόρυβο της τελευταίας σήραγγας
Σύντομα θα είμαι εκστατικός οδοιπόρος
Που ριψοκινδυνεύει στο ομιχλώδη καιρό.
Αδύναμες πτήσεις, ονόματα ακίνητα τώρα πια,
Μία – μία ξετυλίγονται νότες
Για να χωριστούν απʼ τη χορωδία
Σκοτεινά αποκόμματα
Μιας χαμένης διαμονής: Χαϊδάρι,
Μια γλυκόπικρή λεκάνη ελαιώνων
Στην οκνηρή μου μνήμη: η εκείνα
Τα σαστισμένα πλοία στο άνεμο του Πειραιά.
Και το κάθε τι που δέχτηκε όραση κι ακοή
Βυθισμένο στην ομίχλη, έχει πια περάσει
Γιατί επί πολύ γύρισε ο τροχός
Σήμερα ένας φιλικός στόλος ναυλοχεί στʼ ανοιχτά
Αργά ωριμάζει ο καρπός της εγκαρτέρησης
Πρώιμος για άλλους αλλά όχι για σένα
Despinis
Όποιος κοιμάται, κοιμάται στο ψηλό
Χιόνι εκεί πάνω ανάμεσα στους αγαπημένους νεκρούς
Εσύ ξυπνάς με τους νεκρούς και μιλάς για εκείνους
– θέλω μια σημαία
που να ηχεί το σπαραγμό μου
να αστράφτει από το κλάμα μου
θέλω μια χώρα όπου να είναι τραγούδι
ελαφρό, ο ύμνος που με καταπίεζε
από τα άγουρα χρόνια
όπου ο συναγερμός που όργωσε τις νύχτες
να επιστρέψει αλλαγμένος σε ηχώ
οίκτου, ελπίδας σεβασμού.-
έτσι απομακρυσμένοι ερχόμαστε ο ένας προς τον άλλον.
Και μερικές φορές μοιάζει
Να πορευόμαστε ζωηροί , Despinis, στον ήλιο
Που είναι ευχάριστος και στους ηττημένους
Μέσα σους κήπους της Αττικής
Και πρασινίζει ακόμη η ανάμνηση σου.
(ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΤΡΑΙΝΟ ΑΘΗΝΑ – MESTRE Φθινόπωρο 1942
ΒΟΡΕΙΟΣ ΑΦΡΙΚΗ , Φθινόπωρο 1944)
(δεν ξέρει τίποτα πια…)
δεν ξέρει τίποτα πια , υψηλός επάνω σε φτερά
ο πρώτος που έπεσε πρηνηδόν στην ακτή της Νορμανδίας
γιʼ αυτό κάποιος χτες βράδυ
μου άγγιζε τον ώμο ψιθυρίζοντας
να προσευχηθώ για την Ευρώπη
καθώς η NUOVA ARMADA
εμφανίζονταν στις ακτές της Γαλλίας
Απάντησα στον ύπνο μου: – είναι ο άνεμος
Ο άνεμος που φτιάχνει παράξενες μουσικές
Αν όμως ήσουν στʼ αλήθεια εσύ
Ο πρώτος που έπεσε πρηνηδόν στην ακτή της Νορμανδίας
Προσευχήσου αν μπορείς, γιατί εγώ είμαι νεκρός
Για πόλεμο και για ειρήνη.
Αυτή είναι τώρα η μουσική:
Τα αντίσκηνα που χτυπάνε στα δοκάρια
Δεν είναι αγγέλων μουσική, είναι η μόνη
Μουσική που διαθέτω και μου φτάνει
9ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟΥ 127, Ιούνιος 1944)
(Μόνο το καλοκαίρι)
μόνον το Καλοκαίρι είναι αληθινό
και το φως του που σας σταθμίζει
και ο καθένας ας εύρει το αειθαλές
δέντρο , τον κώνο της σκιάς
το καθαρτήριο μακάριο νερό
κι η αράχνη που έπλεξε η πλήξη
ας μείνει πάνω στα κακούργα έλη
ένα σουδάρι ίριδας. Εκεί κάτω
είναι το στεφάνι κόκκινης σκόνης
και πένθιμο το τραγούδι των
γερμανών στρατιωτών στη χαμένη δύναμη.
Τώρα κάθε διαμαρτυρία σωπαίνει
Συμπαγές το κέλυφος της λήθης
Ο κύκλος τέλειος
Μια επιστροφή
Στη λίμνη τα ιστία συγκροτούσαν
Ένα λευκό και πυκνό έπος
Η πνοή μου όμως δεν του ήταν πια αξία
Και δεν ήταν μια λίμνη άλλά ένας
Εκστατικός καθρέφτης του εαυτού μου,
Μια λεκάνη της καρδιάς.
Ο Vittorio Sereni (1913-1983), μεταφράστηκε στα Ελληνικά από τον Σωτήρη Παστάκα με τη βοήθεια του Κώστα Μαυρουδή και βγήκε στο “μικρό Δέντρο” #1, τον Νοέμβριο1981.
Μέρα που είναι, επειδή κανείς δεν ξέρει τι μας περιμένει, Παστάκα πολύ σ’αγάπησα γι αυτές τις μεταφράσεις. Κι ήταν εποχή φανατίλας όταν τα δημοσίευσες. Σαν να έσπαγαν κάτι από μέσα μας.
Κατέβαινε το “εχθρός”κι ανέβαινε το “άνθρωπος”.
Και σαν αποζημίωση για τις πικρές μνήμες που βγήκαν από τις σκόνες σήμερα…