ΕΤΣΙ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Έχει το ποίημα ζωή πριν από εμάς;
Μήπως το ποίημα είναι αρχέγονος σπόρος
που με τη γέννησή μας
ελπίζει κάποτε να σπαρθεί σε γόνιμο έδαφος;
Έχουμε εξουσία ζωής ή θανάτου επί του ποιήματος;
Εμείς διαλέξαμε το ποίημα ή αυτό εμάς;
Δια βίου μοχθούμε για την ανάπτυξη του ποιητικού δέντρου
Τις εποχές της ανομβρίας σταλάζουμε στις ρίζες του
το νάμα των δακρύων μας
Συλλέγουμε και γευόμαστε τους καρπούς του
Πλην κάποιων που για την απόκτηση μάταιου πλούτου
ενίοτε τους εκθέτουν προς πώληση
Κι όταν μας αγγίζουν οι μέρες των παγετών
οι αδύναμοι της αντοχής
τσακίζουν τα κλαδιά του
και τα καίνε για να ζεσταθούν
Τότε μόνο πεθαίνει το ποίημα
Υ.Γ.
Για να μάθεις να νοιώθεις, πρέπει η ποίηση να σε έχει σκοτώσει
και να σε έχει αναστήσει χίλιες φορές.
*
Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΘΥΜΙΩΝ [ Εωθινή εκδοχή ]
Ποιός θρήνος
είναι πιο σπαρακτικός
από αυτόν της επιθυμίας;
Ω! θεέ Χρόνε
στέγνωσε τα δάκρυα των επιθυμιών
για να μην πλημμυρίσει το σύμπαν οδύνη.
*
ΕΩΘΙΝΟ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ
” Όσο πρωί κι αν σηκωθούμε μας προλαβαίνει η λύπη μας “
Τάσος Ζερβός
Ανάβει θαμπός
ο λύχνος του πρωινού στο δωμάτιο
Τινάζεις από τα μάτια σου
τις φλόγες των ονείρων
Φτιάχνεις καφέ πικρό
κι απλώνεις στο τραπέζι
τα μελλοθάνατα τσιγάρα
Με ότι κι αν πάλευες στον ύπνο σου
Κάποτε θα διδαχτείς
ότι είναι ανίκητα τα θηρία των επιθυμιών.
*
Η ανάμνηση
είναι η επαλήθευση της αφαίρεσης
της ζωής των πράξεων.
*
Αν όμως ότι έδινα ελάμβανα
Τότε γιατί η άνοιξη
δε συνέχισε μαζί σου
για ακόμα λίγο;
*
Γνωρίζεις πόσο διψάει η όραση
στο τέλος της ημέρας
Αν όλα υπήρχαν στον αέρα
άκοπα κι αναίμακτα
εάν χαρίζονταν
Τότε γιατί η δύση
δε συνέχισε μέσα μου;
*
Η ΛΥΣΙΚΟΜΟΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΚΟΡΗ
Το ποίημα πρέπει να το αφήνεις στο συρτάρι σου
να ωριμάζει
να σιτεύει.
Κάτω από το αδύναμο φως
των νυχτολούλουδων λύχνων
να χτενίζεις τα ξέπλεκα μαλλιά του.
Να αφαιρείς
Να συμπυκνώνεις
Περπατώντας στο δρόμο να φωνάζεις μέσα σου
το ποίημα
Κάθε μέρα
Κάθε στιγμή
Να προσκρούεις αυτοκτονικά
πάνω στους ανέμους των λέξεων
Να καλλιεργείς το μυστικό ρυθμό
ακούγοντας τα υγρά σαξόφωνα της βροχής
Μόνο το πέρασμα του χρόνου σου δείχνει
πότε η λυσίκομος ποιητική κόρη
είναι έτοιμη να μας κοιτάξει άφοβα στα μάτια.
*
Με το κοπίδι των λέξεων
Όλη τη νύχτα
σε χάραζα
με λέξεις δίκοπες
Δεν άφησα αγεωγράφητο
κανένα σημείο του κορμιού σου.
*
ΜΙΚΡΗ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΠΑΡΑΒΟΛΗ
Οι λέξεις ποτέ δεν καταδέχονται να ντυθούν με τα ρούχα
που κάποιοι επιθυμούν.
Στα μάτια των ανυποψίαστων περιφέρονται ρακένδυτες.
Για τους θηρευτές όμως των αισθήσεων, ανεμίζουν τις
έκπαγλες εβένινες δαντέλες τους
και χαρίζουν το στροβιλισμό ενός παθιασμένου χορού
νοημάτων.
Δεν τις ελκύουν οι απαστράπτουσες δωρεές.
Με απαράμιλλη δεξιότητα οδηγούν τα βήματά τους στους
μυρωδάτους κήπους των ενδεών. Στο άνθος της πένας τους
αφήνουν τη γύρη της πιο μεθυσμένης επιθυμίας.
*
ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ
Φθινόπωρο
Έτος άγνωστο
Ώρα εσπερινή
Δώμα επαρχιακής πόλης
Αρκτικώς η ερωτική κλίνη
Στο μεσημβρινό τοίχο κρεμασμένο παλιό εκκρεμές ρολόι
Ο άνδρας βαδίζει νευρικά
Απόσταση αναπνοής έως την εξώθυρα
Αδημονεί…
Ακούγεται χτύπημα συνθηματικό, ένοχο
Η πόρτα ανοίγει
Γυναίκα ακαθορίστου ηλικίας ντυμένη στα μαύρα
Πρώτα περνάει το άρωμά της κι ύστερα αυτή
Η πόρτα κλείνει προστατευτικά
Στέκονται στη μέση του δωματίου
Αμίλητοι
Αντιμέτωποι πόθοι έτοιμοι για σύγκρουση εξοντωτική
Έκθαμβος παύσις
Φυσάει ζοφώδης ο άνεμος του δωματίου
Τα ρούχα τους ακατασχέτως φυλλοροούν
Από πού ξεσπάει ο στρόβιλος που εκδύει τη γυναίκα, κανείς δε γνωρίζει
Η θυελλώδης αιτία που ο άνδρας απεκδύεται των ιματίων του κι αυτή ακαθόριστη
Ισταμένη στο χείλος του γκρεμού της επιθυμίας, κραυγάζει
Ουδείς αυτόπτης της πυρπόλησης των σωμάτων
Εναποθέτει τα δαχτυλίδια της στο συρτάρι
Το φως συναισθανόμενο χαμηλώνει
Σώματα παράφορα περιπλεκόμενα
Πλημμυρίδα βρυχηθμών
Κεραύνια εισβολή
Κατάκαυσις
Ατένισες ερωτική πυρπόληση, κρυπτόμενο πτηνό
Αυτόπτης μοναδικός, θα μαρτυρείς
μέχρι της συντέλειας του χρόνου.
*
Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΘΥΜΙΩΝ [ Νυχτερινή εκδοχή ]
Απʼ όλους τους θρήνους
στη ζωή
ο πιο σπαρακτικός
είναι αυτός της επιθυμίας.
Αν ο χρόνος
δεν έσβηνε τη δίψα του
με τα δάκρυα των επιθυμιών
Το σύμπαν θα είχε πλημμυρίσει οδύνη.
Υ.Γ. Όλες οι απώλειες στη ζωή είναι περαστικές
Η μόνη αμετάκλητη είναι αυτή της ζωής.
*
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ
Αλώβητοι παρατηρητές
των ολέθριων μαχών της αίσθησης
Συλλέγουμε εκ του ασφαλούς
και αποτυπώνουμε τις κλαγγές των λέξεων
Τα σπαράγματα των ηττημένων
και την πρόσκαιρη θριαμβική κραυγή των νικητών
Κάποτε όμως, εκδικούμενος ο χρόνος
πολιορκεί το απάνεμο βασίλειο της γραφής μας
ζητώντας αιματηρά την επαλήθευση
Τα βέλη του διαπερνούν
τις άγονες ασπίδες των ημερών
και το καυτό λεπίδι του
χαράζοντας
διαμοιράζει στον άνεμο
τα ιστία της λεκτικής μας μέθης
Πώς να στο πω
σε τρεις γραμμές να το χωρέσω
Ότι η επιθυμία εκπνέει
μόνο όταν την πυροδοτήσεις
Με πράξη.
*
Ποίηση
Αρένα των στιγμών
Όπου οι μάρτυρες της γραφής
Κατασπαράζονται από τα θηρία των αισθήσεων.
*
ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
Θέλω να σας πω
κι αν αντέχετε
με αιμορραγούσες λέξεις να σας εξηγήσω
για τον αληθινό θεό
το Χρόνο
που δε λυπάται κανέναν
Πως είναι άδικος
και τις περισσότερες φορές
δίνει άδεια συνάντησης δυο ανθρώπων
όταν πλησιάζουν στη δύση των πράξεών τους
Ποιός όμως μπορεί να ερμηνεύσει
τον περίπλοκο τρόπο της σκέψης του
και γιατί δεν το επέτρεψε την κατάλληλη στιγμή;
Όταν αγαπάμε κάποιον
για τον τρόπο που ξεδιπλώνει τη γραφή του
επινοούμε αναμνήσεις που τον περιέχουν
και γνωρίζω
-εγώ που πόθησα αμαρτίες-
πόσο πονάει
να νοσταλγείς αυτό
που δεν έχεις ζήσει
Αντικριστές οι μοναξιές
Κι όμως ούτε χειραψία δεν μπορούν να ανταλλάξουν
Γι αυτό
-είπε ο σκοτεινός άγγελος του ενυπνίου-
Θα δώσω εξουσία αφής στις λέξεις σας
και θα τις αφήσω να συνευρεθούν
με το επιθανάτιο θρόισμα της μέρας
Το ηλιοβασίλεμα
που χωριστά βλέπετε.
*
ΣΧΟΛΙΟ
Οι διαφορετικές απόψεις και στη ποίηση
Είναι υγιές δημοκρατικό «σύμπτωμα»
Αρέσκομαι στο να διαβάζω διαφορετικές εκδοχές των στίχων
Μέσα από τον ποιητικό διάλογο εξελίσσει κάποιος τη γραφή του
Ας συγχωρεθούν ενίοτε οι υπερβολές
Αλλά δια της υπερβολής του ποιητικού λόγου
Επιδιώκουμε το εφικτό του ποιήματος
Η μνήμη πραγματικά φέρει βαρύ φορτίο
Πρόσεξε όμως, κουβαλάει μαζί της και ιστορία
Η πρώτη γραφή αποτυπώνει το ξάφνιασμα της στιγμής
Ανασύρεις βιαστικά από μέσα σου την παλέτα των αισθήσεων και ζωγραφίζεις ακαριαία με λέξεις
Η στιγμή όμως είναι η ερωμένη που το σπέρμα του μυαλού μας γονιμοποιεί μόνο την ανάμνησή της .
Μου αρέσει το ποίημα όταν «μετατρέπεται» σε ανάμνηση
Σου παρέχεται η ευεργεσία της ανάκλησης, με την έννοια της επαναφοράς στη μνήμη ώστε να γίνει κάτι συνειδητό
Όταν βασανίζεις μέσα σου το ποίημα στην πραγματικότητα προσπαθείς να οριοθετήσεις το άπειρο της συγκεκριμένης στιγμής
Η πρώτη γραφή είναι τελεσιδίκως παρούσα
Αιωνίως ανθισμένη
Η δεύτερη όμως χαράζει πορεία στο χρόνο
Απολαμβάνεις τη διαδοχή των εποχών της
Μεγαλώνει μέσα σου, και κάποτε σου χαρίζει τη γεύση των καρπών της
Για μένα η συνεχής ανάκληση και επεξεργασία στη μνήμη ενός ποιήματος είναι η διαδικασία που απαλύνει το άλγος των μοναχικών ημερών
που καταλαγιάζει για λίγο τους δαίμονες της όρασης
ώστε να μην εξακοντίσουν τα λόγχιμα μάτια τους
επί της επερχόμενης πλημμυρίδας των αιφνίδιων στίχων.
*
ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΔΕ ΘΑ ΣΟΥ ΖΗΤΗΣΩ
Τίποτα άλλο δε θα σου ζητήσω
Μόνο λίγο να φυσήξεις
στο ερειπωμένο ιστιοφόρο της μνήμης
Να θυμηθώ
και να σε ταξιδέψω.
Υ.Γ. Έξω βρέχει
Αν σκύψεις
Εδώ που γράφω
Θα ακούσεις…
*
ΦΑΡΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΑΣ
Σκέφτομαι μερικές φορές, να υπήρχε «Κάδος Ανακύκλωσης Της Μνήμης»
Να μπορείς με μια απλή “διαγραφή” να διώξεις από πάνω σου όλο αυτό το βαρύ φορτίο
Να μαθαίνεις από την αρχή σαν παιδί όλα τα παλιά
Τη μυρωδιά της θάλασσας και του χόρτου
Τον ήχο της βροχής πάνω στον τσίγκο της αυλής
Να μη συμμετέχεις στη μυσταγωγία του ηλιοβασιλέματος
επειδή ακόμα η ποίηση δεν σου έχει κτυπήσει τη πόρτα
Τώρα τα χρόνια, δυσβάσταχτα, ακουμπούν πάνω στον ώμο σου
σ ʼεκείνους τους μοναχικούς περιπάτους στο φάρο
και τα μάτια σου να εστιάζουν
τις βάρκες στο θάμπωμα του απογεύματος
Να είχαμε πάνω μας ένα σημάδι
να μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει τον οικείο πόνο
πλησιάζοντας να μοιραστεί την οδύνη των ημερών
Μου αρέσει η θαλπωρή των φανοστατών όταν πάνω τους γέρνω
αποκαμωμένος από τη μακρά πορεία των λέξεων
Στο ισχνό τους φως, αρχίζουν και τελειώνουν
ταξίδια
ποιήματα
και λυπημένες χωρίς τέλος ιστορίες
όπως αυτή.
Ποίημα, χρόνος, μνήμη, επιθυμία.
Με τέσσερα υλικά έφτιαξε νομίζω ποιήματα που αν μη τι άλλο, φανερώνουν προσωπικότητα -όχι μόνο ποιητική-. ισχυρή.
Και ο διδακτισμός που βγάζει, έχω την εντύπωση οτι είναι η άμυνα του ευαίσθητου.
Οι “λυπημένες χωρίς τέλος ιστορίες” πάντα θα μένουν ανεξάντλητες ή ημιτελείς όσο οι άνθρωποι θα τις τροφοδοτούν. Και βρίθει η ζωή ημιτελών πραγμάτων, καθώς επιμένει να στοιβάζει στο βαθύ σεντούκι της τα όνειρα και τις επιθυμίες. Άλλοι πνίγονται σε αυτά, κι άλλοι -οι ταλαντούχοι- τα φτιάχνουν στίχους, τα κεντούνε, τα επεξεργάζονται κατάλληλα, στημόνι λέξεις, υφάδι φράσεις και παρουσιάζουν στιλπνό το ποίημα στο πέρασμα του χρόνου. Να μένει, να τυλίγει, ανάερο σαν πέπλο ατλαζένιας ανάσας… καθώς θροΐζουν οι στίχοι του- φυλλώματα στου νου τα τοπία τα σκιερά.
Κι άμμος η ερημιά σκορπίζεται και φεύγει.
Με λυπεί που χρειάστηκε το διαδίκτυο για να φανεί ένας Ποιητής σαν τον Γιάννη Τόλια. Που ήδη υπήρχε πάνω από 2 δεκαετίες, με 5 ποιητικές συλλογές. Και βραβευμένος. Και να τον γνωρίσουμε κι εμείς, οι πολλοί, μέσα σε αυτό το τελευταίο (τα ένα με δυο χρόνια) διάστημα. Και να αναζητήσουμε την δουλειά του, την ποίησή του, που, τολμώ να πω, ότι με τα χρόνια γίνεται καλύτερη, σαν να ωριμάζει όπως το κρασί που τον ουρανίσκο ηδύνει. Διότι πώς αλλιώς μπορώ να εξηγήσω αυτά τα μικρά συμπαγή αστεράκια-ποιήματα που κοσμούν το στερέωμα του ουρανού της τελευταίας του ποιητικής συλλογής;
Δεν μιμείται κανέναν, κι αυτό είναι κατόρθωμα σε εποχές που ευδοκιμεί η αντιγραφή, έμμεση ή άμεση, αυτοθέλητη ή μη συνειδητοποιημένη. Έχει τη δική του γλώσσα, και το εντυπωσιακό είναι ότι αυτή η προσωπική του λαλιά γίνεται εύκολα κατανοητή από τον αναγνώστη. Αν φυσικά είναι επιμελής της αίσθησης. Αν φυσικά ο αναγνώστης σκύψει να αφουγκραστεί. Αν σταθεί ενώπιος ενωπίω με το ποίημα και εγγίσει τους στίχους του με αγάπη. Με τα ακροδάκτυλα του νου εάν το ψηλαφίσει. Αν το αισθανθεί. Αν.
Από τον ερωτισμό των ποιημάτων του σε όλα αυτά τα 27 χρόνια της παρουσίας του, αναδύεται η μελαγχολία, ίσως του ανεκπλήρωτου, ίσως του νοσταλγικού, ίσως αυτού που ήρθε και διέψευσε τα ίδια τα όνειρα της προσδοκίας.
Μια θλίψη, μια που ο έρωτας αντιπαλεύει τον θάνατο, μα δεν τον νικά. Πώς να προλάβει; Πώς να μπορέσει με το στέρνο γυμνό, τόσο ευάλωτος που είναι; Όλη μας την ζωή παλεύουμε ανάμεσα σε 3 στιγμές, της αναμονής, της προσήλωσης και της ανάμνησης. Η πρώτη περνά σαν αέρας όσο κι αν διαρκέσει, η δεύτερη σαν κεκτημένο δικαίωμα μα είναι σύντομη, και η τρίτη είναι η διάρκεια του θανάτου. Του εν ζωή θανάτου.
“Η ανάμνηση είναι η επαλήθευση της αφαίρεσης της ζωής των πράξεων” όπως ο ίδιος έχει γράψει. Εκεί, στην διαδικασία την αλυσιδωτή, της ενθύμησης, αναπόλησης, ανάκλησης. Κι ο Πειρασμός της Νοσταλγίας. Κι “επέστρεφε”. Όχι στο γεγονός που έφυγε κι εχάθη, αυτό είναι πια ανεπίστρεπτα χαμένο, νεκρό και παγωμένο, μα στο χνάρι του, στο αποτύπωμά του στο νου, εκεί που άφησε ένα ακόμα αυλάκι, μια χαραγματιά, μια αιμάσσουσα πληγή που δεν δύναται να κλείσει. Χαίνουσα.
Κι έτσι γεννιέται η μελαγχολία…
Και γίνεται Ποίηση.
Ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο Ευχαριστώ.
Από εμένα, σαν αναγνώστη.
Κι επειδή πάντα πραγματοποιώ τις απειλές μου
Κι επειδή ήδη εδώ είχα αναφέρει ότι στο Ενδοσκεληδόν με τα ποιήματα που γέννησε η σχέση του αναβάτη-καβαλάρη με την μηχανή-άλογό του (παρουσίαση 13 Απριλίου στο Ποιείν), δεν θα συγκαταλεγόταν και το “Στην Θηρεύτρια των Ονείρων”, διορθώνω την παράλειψη του βιβλίου, φέρνοντάς την εδώ, σε αυτό το θαυμάσιο ποστ-αφιέρωμα για τον Γ.Τόλια.
Έπρεπε να έχουμε συναντηθεί
σε εποχές άλλες
Τότε που η δύση
έσπαγε στα παράθυρά σου
Κι εσύ σε ετοιμότητα λύπης
Σε μια τρυφερή αναμονή δακρύων
Να με γκρέμιζες από την μοτοσικλέτα μου
Κι από τις τσέπες του δερμάτινου
Να άρπαζες τα ποιήματα
Και σε εικόνα (μια και άλλη καινοτομία του Γ.Τ είναι η άμεση σύνδεση εικόνων και στίχων), εδώ:
http://monody-monody.blogspot.com/2007/10/blog-post_26.html
(ας μου συγχωρεθεί η αυθαιρεσία κ. Τόλια, μια που τότε δηλώσατε την θηρεύτριά σας ως αόρατη)
Καθώς πορεύεσαι φίλε και η ποιήση γεμίζει τους καθρέφτες σου…
Μια στέρεη φωνή.
Ένας ποιητικός όγκος δίχως ρωγμές
Η ποίηση του Γιάννη Τόλια αν και είναι ερωτική εκτείνεται μέσα και πέρα απ’ αυτήν. Ο έρωτας, η επιθυμία, η αναζήτηση, η απώλειά του είναι σύμφυτη της ζωής οπότε και το ποθούμενο είναι η ίδια ύπαρξη.
Είναι μια κραυγή αγωνίας για ό,τι φευγαλέα αγγίζουμε, γλιστρά και χάνεται
Σε καιρό αγονίας πολύτιμη η φωνή του ποιητή Γιάννη Τόλια.
Είναι δικός μας ο Γιάννης, είναι φίλος μας, μας έδειξε όμορφες φωτογραφίες στο “σπίτι” του, μας κέρασε και θαυμάσιους στίχους! Τέτοιοι Άνθρωποι είναι οι “γείτονες” στον τόπο μου κι αφήνουν τις καρδιές ξεκλείδωτες, μιας κι οι κλέφτες δε νοιάζονται για ποιήματα.
Καλησπέρα στη γειτονιά!
Συγχαρητήρια στο Ποιείν για την παρουσίαση του Γιάννη Τόλια, ενός ποιητή μάστορα του ερωτικού λόγου, ενός ποιητή “ξεχασμένου” – εκτός μιας εξαίρεσης – στην Πάτρα, καθώς ο ίδιος δεν επιδίωξε ούτε να “προβληθεί” ούτε να “μελοποιηθεί”.
Αυτός είναι
ο της επιθυμίας ποιητής
παθιασμένος θηρευτής των αισθήσεων
πεντακάθαρος ως το βάθος
Φίλε Γιάννη, σε νιώθω κοντά κι ας είμαστε τόσο μακριά σε γεωγραφική απόσταση
Σου στέλλω την αγάπη μου
“Αν ο χρόνος
δεν έσβηνε τη δίψα του
με τα δάκρυα των επιθυμιών
Το σύμπαν θα είχε πλημμυρίσει οδύνη”
Aπό το ένα χέρι το κρατώ. Από το άλλο διερωτώμαι περί των επιθυμιών του ποιητή. Λογικό. Ποιητής διαπιστώνει, ποιητής επιθυμεί.
Η ανάλυση είναι η ανίατη ασθένεια του ποιήματος
Γιατί η ποίηση είναι η μεσίτρια του ανείπωτου
Θέλω να ευχαριστήσω τον Σωτήρη Παστάκα και τον Σπύρο Αραβανή
που με φιλοξένησαν στον ανθώνα του Ποιείν
Τα ποιητικά αδέλφια μου
που με τίμησαν με τη γραφή τους
Καθώς επίσης και τους αναγνώσαντες και εν σιγή αναγράψαντες
Monody κατά κόσμον Γιάννης Τόλιας
Υ.Γ. ” …εδώ πέρα που κάθομαι στα σκαλιά
και μαζεύω μες το τάσι τα κέρματα
των νοημάτων που μ’ ελεούσαν
τόσα χρόνια
οι άλλοι,
ίσως ο τελευταίος που σε προκαλώ
στη γλώσσα αυτή που τελειώνει
κι ελπίζω κάπου να συναντηθούμε
στα πεζοδρόμια της ιστορίας τελικά
να καθίσεις στο πλάι μου και ν’ απλώσεις το χέρι
να μαζεύουμε τα τριζόνια του λόγου
συλλαβές και οράματα…”
Τελευταία μέρα της άνοιξης στο κήπο του Πολύεδρου
Πάλευε καιρό με την αρρώστια του κι όμως ήρθε να τιμήσει
ένα μεγάλο ποιητή, τον Βύρωνα Λεοντάρη
Κι αυτός με τη σειρά του απαγγέλει ένα ποίημα του Λάσκαρη
Είδα τότε τον Λάσκαρη να χαμηλώνει τα μάτια και ήρθανε στο νου μου
έτσι όπως κάθονταν αδιόρατος σε μια γωνία, οι στίχοι του Σπύρου Τσακνιά
« …Αλλ’ όταν βγαίνεις στην ασβεστωμένη αυλή σου
πέφτουν στους ώμους σου απ’ τον ουράνιο θόλο
πάμφωτες σελίδες του ευαγγελίου
γιασεμιά και αλληλούια μυρωμένα
σα χιονοστιβάδες. Ρίχνει τότε την ανεμόσκαλα
της μουσικής του ο άγιος Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ
κι εγώ ζαλίζομαι να σε κοιτάζω καθώς
ανέρχεσαι μες στο εωθινό γαλάζιο…»
Ο βράχος της Ποιητικής, ράγισε
Ο Δάσκαλός μας, ένας εκ των κορυφαίων Ελλήνων Ποιητών
ο Χρίστος Λάσκαρης, ταξίδεψε…
Ο τελευταίος αποχαιρετισμός στις 12-6-2008 17:00 στο Α Νεκροταφείο Πατρών
ΘΕΛΩ ΜΟΝΑΧΑ
Δε θέλω να ξέρω κανόνες για την Ποίηση
ούτε τι γράφουνε γι’ αυτήν
οι σπουδαγμένοι.
Θέλω μονάχα
να με απορροφάει,
όλο να με απορροφάει η μουσική
για να μπορώ μέσα στα ποιήματά μου
να σωπαίνω.
ΟΙ ΔΥΟ ΛΕΞΕΙΣ
Θ’ αρχίσω με τη λέξη έρωτας
και θα τελειώσω
με τη λέξη χώμα.
Τις ενδιάμεσες
θαρρώ πως τις μαντεύετε.
ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ
Τη σκοτεινή δοκιμασία ζω του ποιήματος
το φόβο που δεν είναι φόβος,
ένα πηγάδι π’ ανεβαίνω πέφτοντας
κάτι ανάμεσα χαμό
κι ελπίδα.
ΝΑ ΔΙΑΣΧΙΖΕΙΣ ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ
Να διασχίζεις το δωμάτιο,
να ξεπερνάς τη δυσκολία της κουρτίνας
και φτάνοντας
να επιμένεις στο παράθυρο –
αν το ανοίξεις
όλα γίνονται εύκολα.
ΕΧΤΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ
Φιλιά εχτές
και σήμερα
το βασανιστικό άρωμά της.
ΝΑ ΤΑ ΓΥΑΛΙΑ ΤΟΥ
Να τα γυαλιά του
Μ’ αυτά είχε διαβάσει Πάουντ.
Άχρηστα τώρα
και παραπεταμένα.
Πάνω τους κάθετε η σκόνη.
ΜΙΛΟΥΝΕ ΑΚΑΤΑΠΑΥΣΤΑ
Χειρονομούν
μιλούνε ακατάπαυστα
τι εύκολα που υπάρχουν!
Ενώ αυτός
-δυο τραπεζάκια διαφορά-
παλεύει
Με τα σκοτεινά του δευτερόλεπτα.
ΕΓΡΑΨΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Έγραψε ποιήματα
όπως άλλοι
δούλεψαν σε λατομεία.
Κι οι δυό τους σκάψανε βαθιά.
Εκείνοι για ένα μεροκάματο
Αυτός όμως για τι;
ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΣΤΑΣΗ
Θέλω να γράψω ένα ποίημα για το θάνατο-
όπως γλιστράει μέσα μου
τα παγωμένα πρωινά
περιμένοντας στη στάση
το λεωφορείο.
ΕΠΕΣΤΡΕΦΑ
Ήταν το βράδυ γλυκό
κι επέστρεφα.
Ο δρόμος μισοσβηστός,
το βήμα να βυθίζεται κούφιο.
Ακούγονταν γαυγίσματα.
Σπρωγμένος από νοσταλγία,
επέστρεφα
όλο επέστρεφα-
σε κάτι
που δεν έλεγε να ζωντανέψει.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ
Υ.Γ Η Ποίηση δεν είναι άσκηση επί χάρτου
Είναι πόλεμος.
Ο χρόνος φοβερός
Δεν αστειεύεται, νέε μου, ο χρόνος.
Ούτε πού θα το καταλάβεις
πώς θα βρεθείς “εκτός ζωής”.
http://www.poiein.gr/archives/1191/index.html
Τίποτα άλλο δε θα σου ζητήσω
Μόνο λίγο να φυσήξεις
στο ερειπωμένο ιστιοφόρο της μνήμης
Να θυμηθώ
και να σε ταξιδέψω.
Η Θηρεύτρια των Ονείρων, καλημερίζει την συντροφιά σας…
Επιτρέπεται να “εξωραίζει” η Ποίηση, την Πραγματικότητα;
“Ω! Χρόνε, γέρο-υφαντή, άφησε μιαν καλή
ιστορία για το τέλος.” (Τ. Λειβαδίτης)