
*
Ξαφνικά,
ένα αφηνιασμένο άλογο
μπήκε στην αίθουσα.
Οι κυρίες ούρλιαξαν,
οι πολυέλαιοι έσπασαν.
Μες στο σκοτάδι,
κάποιος μας φίλησε τρελά.
Όμως,
οι πολυέλαιοι έλαμπαν,
οι κυρίες στροβιλίζονταν σιωπηλά,
και στη μέση ενός όμορφου λιβαδιού
ένα άλογο,
κοιτούσε αδιάκριτα το σούρουπο.
Φρίκες 8/2/2010
*
Τις νύχτες,
που σπάει λίγο ο αέρας,
ένας αγαθός γίγαντας,
με ένα ψάρι στο χέρι
μπαίνει στην κρύπτη μας.
Πιάνει αμέσως δουλειά,
ο κόκκινος σιδεράς
-νταπ-ντουπ-νταπ-
στρογγυλεύει τους κρίκους,
ενώνει την αλυσίδα.
Ο άγνωστος φεύγει.
«Κρατείστε» λέει,
«θα ξανάρθω».
Νταπ-ντουπ, πιο δυνατά,
ο κόκκινος σιδεράς,
ενώνει ξανά την αλυσίδα της αγάπης.
Διακόσιες μέρες βρέχει
στις καρδιές των ανθρώπων.
Φρίκες 8/2/2010
*
Το δωματιο˙
γεμισʼ αιματα.
Τα κρανια των συντροφων με ματια να τρεχουν
εκδικηση
ερχονται και ζηταν τʼ αδυνατο.
Ο χρονος κατʼ απʼ τη λαμπα
σα λυσσασμενο σκυλι εποπτευει το χωρο
που θα σημειωθουν τα ονοματα
και διπλα τους προσεκτικα
μικροι μαυροι σταυροι.
Δεν υπαρχει πια καιρος για λογοτεχνικες περιγραφες.
Αλλωστε οι φυλακισμενοι κιʼ η μητερα
χωρις ορια και χωρις κανενα φοβο
εχουν κιολας ξεκινησει.
(απʼ τη συλλογή «Η μέρα των φωταγωγών» εκδ. Ελεύθερος Τύπος)
*
Κάθε πρωι
βγαινω ηρεμα στο δρομο
και κολλαω τʼ αυτι μου στις εξατμισεις.
Αγοραζω ότι πιο αχρηστο βρω
και μπαινω σʼ όλα τα καφενεια.
Δεν βρισκεται κανεις να μʼ ακουσει.
Αναμεσα στους κοσμους των αμαρτωλων
και των πανηγυριων
μπαινω και βγαινω χτυπωντας τυφλα
το σφυρακι του ψυχιατρου.
Δεν είναι ζωη ετουτη.
(απʼ τη συλλογή «Η μέρα των φωταγωγών» εκδ. Ελεύθερος Τύπος)
*
Όταν βρεχει
και φοβουνται τα σπουργιτια
αναστεναζω
φευγω για τη Λαρισα
Όταν βρεχει
διαβαζω ανεκδοτα
Φιλοι μου
Όταν πιανει μπορα
σταματαω όλα τα ταξι
μπαινω μεσα και κλαιω.
Ερχομαι.
(απʼ τη συλλογή «Η μέρα των φωταγωγών» εκδ. Ελεύθερος Τύπος)
ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΕΙΝΑΣ
Δεν ερχονται στα χερια μου
σφυρια
δεν πιανονται περιστροφα
Στιγμη τη στιγμη
σφιγγομαι στις κουρτινες και τα ξυραφακια
ψαχνοντας έναν ησυχο πλανητη
να πιω καφε χωρις εφημεριδα.
Δεν τρωω πια.
(απʼ τη συλλογή «Η μέρα των φωταγωγών» εκδ. Ελεύθερος Τύπος)
Στο νικο χρυσικο.
Το πηρα αποφαση.
Στην οδυνη των γαλλων αντεξουσιαστων
στους γυμνιστες της τσεχοσλοβακιας
στους επι ματαιω
και στους τεθνεοτας-δεσποινις,
θα ανατιναχτω
πανʼ από συνθηματα και παιδια
νεκροφιλος τελος παντων-αλλα
παιρνοντας μαζι μου
τους βοθρους εξορυξης χρυσου
κιʼ έναν τουλαχιστο πολιτικο (μηχανικο).
“Ισως ετσι” γινουν αυριο οι δρομοι
ενα ερωτικο ποδι.
(απʼ τη συλλογή «Η μέρα των φωταγωγών» εκδ. Ελεύθερος Τύπος)
DURUTI
Όπως το μισάνοιχτο τραγούδι στον αέρα.
στα σύνορα
στις έδρες των δικαστηρίων και των καμπαρέ.
Θʼ άνοιγαν το πουκάμισο στις τρυφερές παρά-
νομες συχνότητες.
Θα συναντούσαν το όραμα στη μέση του κόσμου.
Αυτοί, που η ερωμένη του πάπα τους οδηγούσε
σαν υπνοβάτης στην αιώνια έξαρση των κοσμικών.
Θα διέσχιζαν ξάγρυπνοι τα Πυρηναία.
Ντυμένοι στα μαύρα.
Ζητώντας τους διεθνείς συντρόφους στα επιτελεία
των καπηλειών.
Στο σίδερο και την πέτρα.
Αυτοί, ποπουλάροι και ρέμπελοι
στο διαρκή έρωτα
στη διαρκή επανάσταση
θʼ άνοιγαν και θα διέσχιζαν ξάγρυπνοι
το Γράμμο και την Κροστάνδη,
αφήνοντας πίσω
ανθισμένες φυλακές
πυρπολημένα νομοσχέδια
ανθρώπους με μικρά ονόματα
και μεγάλη καρδιά.
Γιατί ήξεραν νʼ αγκαλιάζονται σφιχτά.
Να πεθαίνουν και να σκοτώνουν μʼ ένα γέλιο.
Αυτοί, που δεν τους λύγισαν παρά τα μάτια των
παιδιών
περιφέρουν ακόμα το προαιώνιο γιατί
περιφέρουν τρεις χιλιάδες συναπτά έτη τη
φωτογραφία
του Buenaventura, ρωτώντας:
-Είδατε πουθενά τον φίλο μας;
(απʼ τη συλλογή «Το μαύρο χιόνι» εκδ. Ελλέβορος)
Η ΜΑΝΑ ΝΥΧΤΑ
Πλησίασε να καταθέσει τον πενιχρό της οβολό
στα πέτρινα χέρια των αγνοούμενων.
Εν μέσω αρχαγγέλων κι ανταρτών.
Με φανταχτερό διάδημα και κόκκινο βελούδο.
Οπλισμένη.
Ξυπόλυτη και ξάγρυπνη.
Πλησίασε ευλαβικά η μάνα νύχτα
κρατώντας την ανάσα στην προσμονή
της έκρηξης.
Πλησίασε κι έβαλε το λαιμό της
κάτω απʼ το λεπίδι των γνωστικών.
“Ας έρθουν τώρα”. Είπε.
“Ας έρθουν οι υπάλληλοι. Ας έρθει η πουτάνα η
μέρα.
Από την Ιθάκη ας έρθουν. Κι από την Πέλλα.
Εγώ θα χωθώ, να κοιμηθώ λίγο, εδώ,
στις τσέπες των πουλημένων, των προδομένων,
των σακατεμένων απʼ αγάπη. Ας έρθουν”.
Απομακρύνθηκε. Άφησε πίσω τον τόπο του
κρανίου.
Του κρανίου που σήμαινε:
Έτσι θα δοθείς στην κοινωνία. Ούτε λογοτεχνικά
άλλοθι, ούτε έρωτες θα σε σώσουν. Όπως οι
πρωθύστεροι
και οι μετέπειτα θα συρθείς στη δίνη μου.
Στο προσωπικό μου κενό θʼ αφομοιωθείς.
Απομακρύνθηκε.
Πίσω,
Σαν κομμένη ουρά φιδιού, σφάδαζε το πάθος.
(απʼ τη συλλογή «Το μαύρο χιόνι» εκδ. Ελλέβορος)
*
Έτρεχε με μάτι αγριεμένο.
Τρίχα ορθή. Αλαφιασμένη στο κεντρικό
πλακόστρωτο της Ρώμης.
Λόγια ακατάληπτα και μυστηριώδη έβγαιναν σαν
αφρός απʼ το στόμα της:
“Στην Αίγυπτο, στην Αίγυπτο. Καίγονται τα
όνειρα.
Λυγίζουν τα λιμάνια, σταυροφόρε. Γουρούνια
διοικούν το θόλο.
Καίγονται τα όνειρα”.
Στις σκήτες. Στις κρύπτες των αλχημιστών. Στην
έρημο και στον πόλο.
Είναι πίσω μου και ουρλιάζει. Με δείχνει μʼ ένα
χέρι κόκκινο
σαν φωτιά. Βγάζει φλόγες. Άνοιξε, γη. Άνοιξε!
(Απαρνημένος και καταραμένος κρύβομαι σʼ αυτή
την πόλη. Εξόριστος
κι ιερόσυλος. Σχεδόν γυμνός και σίγουρα βρώμικος.
Πάντα πιωμένος.
Δεν υπάρχει ταβερνιάρης που δεν με ξέρει, που δεν
μου λέει τον πόνο του κλαίγοντας.
Δεν υπάρχει σκυλί αδέσποτο που δεν μου κούνησε
την ουρά του. Οι πέτρες
δεν θα μʼ ανεχτούν πολύ ακόμα).
Ανακάλυψα την πλήξη των ηρώων. Το μεγάλο
ελάχιστο.
Ύστερα, τον καιρό της παλίρροιας, έγραφα αυτά.
Και ξανά η πτώση των
άδικων χρόνων. Τώρα στη Ρώμη, η ακατάσχετη
επιθυμία της διήγησης.
Έλεγα λοιπόν γιʼ αυτή τη γυναίκα-φάντασμα:
Έτρεχε με μάτι αγριεμένο.
(απʼ τη συλλογή «Το μαύρο χιόνι» εκδ. Ελλέβορος)
ΑΣΥΛΟ
Στις άθλιες πόλεις.
Τις μίζερες συνοικίες και τα σαλόνια των ηθοποιών.
Σʼ αυτή τη νύχτα που δεν έχει τέλος.
Απʼ τη χαραμάδα του κόσμου ακούω τους
ήχους του μπουζουκιού
Πιάνω τα χέρια της Αστυπάλαιας.
Βλέπω τα μάτια που πνίγονται.
Αυτό το άσυλο σχιζοφρενών ήταν η κατοικία του
παρελθόντος.
Το αόρατο μουσείο της λήθης.
Τα άλλοθι και τα λόγια
που δεν είπαμε ποτέ
κεντημένα στα κλειστά μας βλέφαρα.
(απʼ τη συλλογή «Το μαύρο χιόνι» εκδ. Ελλέβορος)
ΑΛΚΟΟΛ
Άλλαξε διεύθυνση.
Κι έκλεισε τα καινούργια πουκάμισα στην ντουλάπα.
(απʼ τη συλλογή «Το μαύρο χιόνι» εκδ. Ελλέβορος)
ΕΤΣΙ
Όπως ακριβώς σου το λέω:
Στέκεται αντίκρυ στο τρένο
με τα πόδια ανοιχτά
καταμεσίς στον κάμπο.
“Έλα”, λέει,
κι ύστερα,
σαν περάσει απέναντι
χορεύει μπλουζ και γελάει.
“Ο έρωτας είναι ένα βεγγαλικό”, λέει,
κι ανάβει τσιγάρο.
Φτύνω.
Προχωράω σύρριζα στα θέατρα και τα πορνεία.
Τραγουδάω φάλτσα.
Ο έρωτας είναι η ζωή μας,
λέω.
(απʼ τη συλλογή «Το μαύρο χιόνι» εκδ. Ελλέβορος)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΑΓΛΑΣ
-Γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1958, όπου και τελείωσε το Ναυτικό Λύκειο χωρίς ποτέ να μπαρκάρει.
-1977, Αθήνα.
Προλαβαίνει ζωντανούς τους τελευταίους ρεμπέτες. Ακούει τον Ρούκουνα και πίνει ούζο με τον Γιάννη Κυριαζή.
-1980, άγριες διαδηλώσεις-καταλήψεις.
Δουλεύει κομπάρσος με τη μεσολάβηση της Κατερίνας Γώγου.
Με τον Άσιμο στο υπόγειο της Αραχώβης.
Γράφει στο ΙΔΕΟΔΡΟΜΙΟ του Λεωνίδα Χρηστάκη.
Παράλληλα βιοπορίζεται ως βιομηχανικός εργάτης, ταβερνιάρης και υπάλληλος γραφείου τελετών.
-1982, εκδίδεται η “ΜΕΡΑ ΤΩΝ ΦΩΤΑΓΩΓΩΝ” στον “ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΤΥΠΟ”.
-1985, Αποσύρεται στην Ιθάκη.
Εκδίδει την τοπική εφημερίδα “ΑΓΟΝΗ ΓΡΑΜΜΗ” διορίζεται στο νοσοκομείο και παντρεύεται.
-1992, παραιτείται από δημόσιο και συζυγικό βίο και φεύγει στη Θεσσαλονίκη.
Γράφει, πίνει, χάνεται.
-1999, εκδίδεται το “ΜΑΥΡΟ ΧΙΟΝΙ” στις εκδόσεις ΕΛΛΕΒΟΡΟΣ (Άργος)
-2004, επιστροφή στην Ιθάκη.
Ετοιμάζει την καινούργια απόδραση.
(επιλογή απʼ το έργο του, Κώστας Παπαθανασίου)
Δεν θυμάμαι να’ χω διαβάσει κάτι καλύτερο στις κατηγορίες που αφορούν δουλεμένους ποιητές. Η τραχεία έκφραση, το ζωόδες και το ανθρώπινο που εμφανίζονται παράλληλα στους στίχους, πολυσημεία ,αμφισημία, ταραχή συναισθημάτων, αισθήσεων.
ειδικά το ποίημα
Όταν βρεχει
και φοβουνται τα σπουργιτια
αναστεναζω
φευγω για τη Λαρισα
Όταν βρεχει
διαβαζω ανεκδοτα
Φιλοι μου
Όταν πιανει μπορα
σταματαω όλα τα ταξι
μπαινω μεσα και κλαιω.
Ερχομαι.
που ενώ δεν ξέρω αν μπορεί να συγκρηθεί καθαρά λογοτεχνικά με τα άλλα ποιήματα που παρατίθενται εδώ, είναι αγνό .Αγνό και τίμιο εν αμφιβολία παραδιδόμενο.
Δεν τον είχαν καν υπόψιν μου.
Υπέροχος, αυτό ακριβώς που θα ονόμαζα μοντέρνα (σημερινή ίσως, μιας και η λέξη μοντέρνα έχει υποστεί αρκετή ταλαιπώρια) ποιηση
Σπουδαίο!
Πραγματικά σπουδαίο Λαμπρινή και ναι, προτιμώ και εγώ το σημερινή από το μοντέρνα.
Ευχαριστούμε το Ποιείν και τον κ.Παπαθανασίου που μας σύστησαν τον κ. Δάγλα!
Εξαιρετικα!
νταπ – ντουπ
ο κόκκινος σιδεράς
πιο δυνατά
ενώνει ξανά την αλυσσίδα
της αγάπης…
όμορφα σκοτεινιασμένα ποιήματα…
μες στο σκοτάδι που κάποιος
μας φίλησε τρελά
Αναλογίζομαι τι θα είχε γράψει
εάν η μοίρα δεν του είχε φερθεί
σκληρά και τον είχε αφήσει να μπαρκάρει !!!!!
Μπορεί και “τίποτα” φίλε Τυρταίε.
επέλεξε να “τρεχει με μάτι αγριεμένο” στις πόλεις και στις πολιτείες…
πάντως θα περιμένω να δω και τη νέα του συλλογή κυρίως γιατί φαίνεται να γράφτηκε σε άλλη “ατμόσφαιρα”
… εκτός αν τα δυο πρώτα, οι «Φρίκες 8/2/2010, τοποθετήθηκαν κατά λάθος στην αρχή και ανήκουν στα πρόσφατα του.
Μια δεύτερη ανάγνωση μάλλον το επιβεβαιώνει αφού στα δυο αυτά ποιήματα λείπουν, σε σχέση με τα άλλα, οι ρητές αναφορές στην πολιτική ή την αστική αλλοτρίωση. Αναφορές που υπάρχουν σε όλα τα υπόλοιπα από τις συλλογές «Η μέρα των φωταγωγών» και «Το μαύρο χιόνι». Στον αντίποδα, σε αυτά, δίνεται έμφαση σε φυσικές εικόνες (όπως «και στη μέση ενός όμορφου λιβαδιού / ένα άλογο, / κοιτούσε αδιάκριτα το σούρουπο» ή «Διακόσιες μέρες βρέχει» που παραπέμπει στο κλίμα των ιόνιων νήσων) που βεβαίως χρησιμοποιούνται κατάλληλα από τον ποιητή.
Από τα σημαντικότερα των τελευταίων μηνών! Κώστα να είσαι καλά!
Φίλε Γιώργη
Αποδέχομαι αυτό το οδυνηρό “τίποτα”
με το ελαφρυντικό της έλλειψης
παρακαταθηκών και παραστάσεων
από μέρους σου ( ίσως ) από το στοιχείο
που μας έδωσε έναν Καββαδία
και πιθανώς και άλλους !?!?
Φαντάσου να σε πετάξουν μέσα σε
μια γυάλα με μέλι και όταν βγεις
και σε φιλήσει η αγαπημένη σου
να σου πει με απορία ……!
“γιατί τα χείλη σου βγάζουν αλάτι”
(υπάρχει και η εξής «ματιά»: απέναντι στη μοίρα δεν ήμαστε απλοί παθητικοί δέκτες οπότε θα μιλούσαμε για άλλο πρόσωπο και όχι αυτό)
1.902 επισκέψεις μεσούντος του Ιουλίου, σημαίνουν πως ο κόσμος έχει βαρεθεί την επιφάνεια της Λογοτεχνίας μας και ψάχνει το αόρατο…Ευχαριστούμε τον Γιώργο Δάγλα για την παραχώρηση και τον Κώστα παπαθανασίου για την επιμέλεια.
Απίστευτο. Τον ψάχνω τον Γιώργο σχεδόν 25 χρόνια. Από την εποχη της Κατερίνας. Ερχόταν στο βιβλιοπωλειο που ειχα τότε και…. λέγαμε πολλά. Εχασα ξαφνικά τα ίχνη του. Ηξερα τα τότε ποιηματά του αλλά βλέπω τώρα… καλπάζει.
Ευχαριστώ για την χαρά που πήρα και βρίσκοντάς τον και διαβάζοντας την ποίησή του.
Αν με κάποιο τρόπο μπορει να με βοηθησει κανεις να ερθω σ επαφή μαζί του θα το εκτιμούσα
τώρα το πρόσεξα. Τι εννοείτε: ετοιμάζει την καινούργια απόδραση;
πΟυ μπορω να βρω τα βιβλία του; Υπάρχει τιποτα στη γ…νη αγορά;
Υπέροχα τα ποιήματα του κ.Δάγλα και πολύ ωραίο βιογραφικό…χωρίς πτυχία, βραβεύσεις κ.λ.π.η πορεία του και οι παρέες του (Ρούκουνας ,ελεύθερος τύπος,ιδεοδρόμιο,Γώγου,Ασιμος,καταλήψεις,δουλειες του ποδαριού για βιοπορισμό) οι καλύτερες “περγαμηνές” κατά τη γνώμη μου και βέβαια ο (ίσως τυχαίος)συμβολισμός, η Ιθάκη στην αρχή και στο τέλος…Εύχομαι η καινούρια απόδραση να είναι εξίσου γεμάτη ελευθερία με τις προηγούμενες και να αναματεδοθεί εδώ για να τη πάρουμε χαμπάρι.
Υ.Γ. που θα βρούμε τα βιβλία;
Τι να πει κανείς για ένα φίλο. Τα λόγια δε φτάνουν. Μόνο ψυχή.
Τα 2 πρώτα ποίηματα μου τα διάβασε ένα βράδυ απ’ το τηλ. μόλις τα έγραψε. Του τα ζήτησα και μου τα στειλε με φαξ από την Ιθάκη.
Θα μπουνε στην καινούργια συλλογή που ετοιμάζει.
Το 1993 έγραψε στίχους για ένα τραγούδι από το δίσκο της Τσαλιγοπούλου “Καθρέφτες”. Λέγεται “Μοναξιά”.
Συμμετέχει επίσης μ’ ένα πεζό που απαγγέλει ο Ζερβουδάκης στον σπουδαίο δίσκο του τζαζίστα Νεκτάριου Καραντζή Terra Incognita III. To κομμάτι έχει τίτλο “Το σίδερο”.
Επίσης έγραψε στίχους σε τραγούδια του ερασιτέχνη Ιθακιώτη μουσικού Σπύρου Αρσένη. “Έλα κάτω απ’ την ομπρέλλα” ο δίσκος (υπάρχουν στο Δίκτυο).
Στέλλα Βλαχογιάννη “η μέρα των φωταγωγών” δεν υπάρχει στην πιάτσα (μόνο τυχαία αν ξέμεινε κανένα). Το “Μαύρο Χιόνι” κυκλοφόρησε από το “Ελλέβορο” που βρίσκεται στο Άργος, μάλλον πρέπει να υπάρχουν αντίτυπα. Επειδή ο Γιώργος θα μείνει από Σεπτέμβρη Αθήνα πάρε απ’ τον Παστάκα το τηλεφωνό ή το e-mail μου να σε φέρω αν θέλεις σε επαφή.
Ευχαριστώ το Ποιείν που σκορπίζει απλόχερα τις ψυχές των ποιητών. Φτάνουν απρόσμενα παντού.
ΤΟ ΣΙΔΕΡΟ
Του Γιώργου Δάγλα
Η Ελένη Γρηγοριάδου σιδέρωνε τα ρούχα της.
Τα είχε πλύνει για πολλοστή φορά.
Δεν τα φορούσε ποτέ.
Είχε χρόνια να βγει από το σπίτι.
Είχε χρόνια ναχει μια σχέση, να βρεθεί κοντά μ’ έναν άνθρωπο.
Δούλευε και σιδέρωνε τα ρούχα της.
Δεν έτρωγε. Δεν κάπνιζε. Δεν έπινε. Δεν ζούσε.
Σκέφτηκα πως κάτι μπορούσε να γίνει μαζί της.
Ήμουν τρεις μήνες άνεργος. Τα μαλλιά μου είχαν φουντώσει και μακρύνει
πολύ. Κυκλοφορούσα με κάτι πολυκαιρινά δανεικά ρούχα που μουρχονταν λίγο άβολα.
Οι ταχτοποιημένοι – (ειν’ αλήθεια είχα φίλους όταν είχα και γυναίκα) – σύχναζαν σ’ ακριβά μπαράκια και μου χτυπούσαν με παρηγοριά την πλάτη. Μια πέτρα πεταμένη στην θάλασσα η αγάπη τους.
Σκέφτηκα λοιπόν πως κάτι θα μπορούσε να γίνει. Και οι δυο στο σίδερο και στη μοναξιά – λέω – κάτι θα γίνει. Η αλήθεια είναι πως με είχε καλέσει κάποιες φορές στο σπίτι της. Ξάπλωνε στον καναπέ, κι’ εγώ καθόμουν σε ένα μικρό σκαμπό. Κρατούσε πάντα μια απόσταση ασφαλείας δύο μέτρων. Μια φορά φεύγοντας την ακούμπησα στον ώμο φιλικά. Ταράχτηκε. Νόμισα πως θα με χτυπούσε.
Μου μιλούσε πάντα στον πληθυντικό. Η σχέση μας προχωρούσε. Άδειαζα ότι υπήρχε στο ψυγείο της κι’ άδειαζε οτι υπήρχε στην ψυχή της. Ο αδερφός της ήταν μόνιμος στρατιωτικός μοναδικός της “φίλος” ερωτευμένος με μια ρωσίδα καμπαρετζού ο μακαρίτης ο πατέρας της απογοητευμένος – χτυπημένος – από την αριστερά της εποχής του.
Η Ελένη δούλευε πάντα σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο χωρίς ρεπό, χωρίς ζωή χωρίς έρωτα χωρίς μέλλον. Κάποιες φορές που περνούσα να τη δω, ντρεπόμουν λίγο. Τα ρούχα μου ήταν τσαλακωμένα. Κι’ εγώ. Κι’ αυτή σιδέρωνε.
Ήμουν τρεις μήνες άνεργος. Οι φίλοι μου με είχαν ξεχάσει. Δουλειές – ταξίδια – δημόσιες σχέσεις – κάποιοι έγραφαν ποίηση άλλοι άλλαζαν αυτοκίνητο εγώ δεν “είχα μάτια να κλάψω”, ούτε και την Ελένη είχα, ούτε ένα σίδερο, να βγαίνω έξω στο δρόμο, με αξιοπρέπεια.
Δεν το έβαλα κάτω. Την τελευταία φορά που πέρασα να τη δω έβαλα τις ντροπές στην άκρη, Ελένη της λέω δεν μπορώ άλλο έτσι τσαλακωμένος μπορείς να μου βρεις ένα μεταχειρισμένο σίδερο; Περίμενε μου λέει. Πάει στο άλλο δωμάτιο, γυρίζει με ένα σαρανταπεντάρι στο χέρι.
– Πάρτο, μου λέει. Εγώ δεν μπορώ. Ότι κάνεις θαμαι μαζί σου.
“Τα βοηθητικά μέσα μπορούν να διδαχτούν -η μουσική σημειογραφία, η σύνταξη και η μετρική, ο μαθηματικός συμβολισμός και οι συμβάσεις, η ανάμειξη χρωστικών ουσιών. Η μεταμορφωτική όμως χρήση αυτών των μέσων με στόχο νέες διαμορφώσεις, του νοήματος και νέες χαρτογραφήσεις των ανθρώπινων δυνατοτήτων, με στόχο μια vita nuova της πίστης και του αισθήματος, δεν μπορεί ούτε να προβλεφθεί ούτε να θεσμοθετηθεί. Δεν υπάρχει δημοκρατία για την ιδιοφυία, μονο μια τρομερή αδικία κι ένα θανάσιμο βάρος. Οι λίγοι, όπως είπε ο Χαίλντερλιν, είναι αναγκασμένοι να πιάνουν τον κεραυνό με γυμνά χέρια.” (G. Steiner)
Ο Γιώργος Δάγλας ανήκει σε αυτούς τους λίγους. Έχει πιάσει τον κεραυνό με χέρια γυμνά και τρέχει με μάτι αγριεμένο.
Σαν αφηνιασμένο άλογο μπήκε στην αίθουσα, οι κυρίες ούρλιαξαν,οι πολυέλαιοι έσπασαν και σαν αλογο κοιτά αδιάκριτα το σούρουπο καθώς νταπ-ντουπ, πιο δυνατά, ο κόκκινος σιδεράς, ενώνει ξανά την αλυσίδα της αγάπης. Κι ας βρέχει διακόσιες μέρες στις καρδιές των ανθρώπων.
Γράφτηκαν κάμποσα για τον Γιώργο και την γραφή του. Άλλοι τον ανακαλύπτουν, άλλοι τον αναζητούν. Εμφανίζεται (αναρτάται;) για πρώτη φορά στο διαδίκτυο χάριν στο μεράκι και στην καλοσύνη ενός φίλου και άλλων καλών ανθρώπων. Να ‘ ναι όλοι τους καλά. Ας επιτραπούν και σε μένα, όμοια φίλου του, δυο κουβέντες.
Λοιπόν.
Η ποίηση του Γιώργου Δάγλα κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα, ωσάν τη χαρμόσυνη την είδηση,- ή ως θανατερό μαντάτο.
Σαν το παλιό κρασί, στα κερωμένα τα τσουκάλια. Δεν θα το βρεις στην κάβα, δεν διατίθεται τιμητικά, δεν πωλείται. Δίνεται από χέρι σε χέρι. Μεταλαβιά. Και, μοναχά, στα χέρια και για τη γεύση των μπεκρήδων: του μπεκρή της ζωής, του πότη της στιγμής –του καθεμέρα –του αδόκητου.
Η ποίηση του Γιώργου Δάγλα είναι το πηλοφόρι με τα χρυσά καλούδια στην πλάτη του ξυπόλητου αλήτη στη γυροβολιά της μέρας και της ζήσης,-καλούδια που αραδιάζει στην άσφαλτο και πάει για κατούρημα, είναι το προσκεφάλι του στο νυχτερινό παγκάκι απέναντι από ακαδημίες , συμπόσια ποιητών και λογοτεχνικά σωματεία. Απέναντι, ντααν!- όχι παραδίπλα.
Αυτή η ξερακιανή Θιακιά φιγούρα στέκεται, χρόνια τώρα, απέναντι στις κοκκινοσκουφίτσες των εταιρειών πάσης μορφής μαζικής πνευματικής παραγωγής, είναι το αχαμνό το σκαλοπάτι πριν την ισιάδα των παρουσιάσεων και των βραβείων, είναι το κεφαλόσκαλο ένα βήμα πριν το σάλεμα που οδηγεί στα ποιητικά κατώγια, -εκεί όπου το κλειδί κρατεί καλά σφιχτά στον κόρφο της η λέξη.
Δείχνει, από πολύ ψηλό αγκωνάρι, τα δόντια του σε κυνηγούς και λύκους καθώς κυλιούνται σύγκορμα στον κάμπο με τους εύκολους τους όχτους και τα ευγενή αγκάθια, δαγκώνει οδυνηρά τα μεριά της καθημερινότητάς μας, σβαρνίζει το άγριο τοπίο, το ημερεύει. Ημερεύει την ψυχή μας. Βγαίνοντας από ένα ποίημα του Δάγλα, ευχαριστείς τον θεό σου που σ΄ έχει ακόμα ζωντανό και σου επιδαψιλεύει τιμή τοσαύτη: να παίρνεις μάτι την ποίηση σ΄ όλη τη μεγαλειώδη αντράλα της.
Χρόνια πίσω, στ΄ Ανάπλι, στο καφενείο του Κώστα, στην πλατεία Συντάγματος, έτυχα αυτήκοος μάρτυρας συζήτησης μεταξύ κορασίδων:
-«Ρε συ, έχεις πάει Ιθάκη;» -«Στο Θιάκι; Βεβαίως!» -«Και δεν μου λες, τον ποιήταρο τον γνώρισες;» -«Ποιόνε;» -«Τον Δάγλαρο,ρε!»
ΦωτοΜότσης
είχα την τύχη να γνωρίσω τον Γιώργο και να κάνω παρέα μαζί του το διάστημα που βρισκόταν Θεσσαλονίκη….υπολογίζω πριν 15 περίπου χρόνια. Βρισκόμασταν καθημερινά …στο σπίτι μου ,στις ταβερνες…στα καπηλειά της πόλης.Δεν θα πω για το ποιητικό ταλέντο του…δεν νομίζω οτι χρειάζεται!!Απλα θα πω οτι είναι από τους ελάχιστους εναπομείναντες μιας εποχής που είχε άλλα ιδανικά:όνειρο…ρομαντισμό, προσωπική αναρχία…επανάσταση εσωτερική..μηδέν καταναλωτισμό…
Εχει περιπου 8 χρόνια που μιλησα μαζί του στο τηλ τελευταια φορα…Ηταν στο Θιακι… ¨Οπου και να ναι …ξέρω οτι είναι καλα!!!