ΜΠΡΟΣΤΑ Σ ΕΝΑ ΠΑΛΙΟ ΑΛΜΠΟΥΜ

Γυρίζεις πάντοτε, μελαγχολία,
Ώ, γλυκύτητα της μοναχικής ψυχής.
Διάπυρη οδεύει προς το τέλος της η χρυσαφένια μέρα .

Με ταπεινότητα λυγίζει στον πόνο ο υπομονετικός,
Βγάζοντας ήχους αρμονίας και τρυφερής παραφροσύνης
Κοίτα! Σκοτεινιάζει κιόλας

Ξαναγυρίζει η νύχτα και κάτι θνητό παραπονιέται
Και κάποιο άλλο πάσχει μαζί του
Τρέμοντας κάτω από τα φθινοπωρινά αστέρια
Το κεφάλι σκύβει βαθύτερα χρόνο με το χρόνο.

ΑΣΜΑ ΤΩΝ ΩΡΩΝ

Με σκοτεινά βλέμματα κοιτάζονται οι εραστές
Οι ξανθοί, οι αστραφτεροί. Μέσα σε αλύγιστο σκοτάδι,
Αδύναμα από τον πόθο αγκαλιάζονται τα μπράτσα.

Πορφυρό συντρίφτηκε το στόμα των ευλογημένων. Τα
Στρογγυλά μάτια
Αντανακλούν το σκούρο χρυσάφι του ανοιξιάτικου
Δειλινού,
Την εσχατιά και την μαυρίλα του δάσους, φόβους εσπερινούς
Στο πράσινο,
Ίσως ένα ανομολόγητο πέταγμα πουλιών, το μονοπάτι
ενός αγέννητου μέσα από σκοτεινά χωριά προς καλοκαίρια μοναχικά.
Και από ξέθωρη γαλανότητα, ξέπνοο προβάλλει πότε-πότε ένα σώμα.

Το κίτρινο σιτάρι θροίζει ανάλαφρα στο χωράφι.
Σκληρή είναι η ζωή και ατσάλινο δρεπάνι
Κραδαίνει ο γεωργός,
Μεγάλα δοκάρια συνταιριάζει ο μαραγκός.

Το φθινόπωρο βάφονται πορφυρές οι φυλλωσιές· το
Μοναστικό πνεύμα
Περιδιαβαίνει ημέρες ιλαρές· το σταφύλι ωριμάζει
Και γιορτινός άνεμος φυσάει στις αυλές.
Γλυκύτερα ευωδιάζουν οι κιτρινισμένοι καρποί· σιγανό είναι το γέλιο
Του μακάριου, μουσική και χορός
Στα σκιερά καπηλειά·
Βήμα και σιωπή του πεθαμένου αγοριού στου κήπου το θαμπόφωτο.

GRODEK

Το βράδυ αντηχούν στα φθινοπωρινά δάση στις χρυσαφένιες
Πεδιάδες και στις γαλανές θάλασσες
Θανατηφόρα όπλα, και πάνω τους κυλά πιο σκοτεινός
Ο ήλιος. Η νύχτα αγκαλιάζει τους μελλοθάνατους
Πολεμιστές, το άγριο παράπονο
Στα διαμελισμένα τους στόματα.
Όμως, στα βοσκοτόπια συγκεντρώνεται αθόρυβα
Ένα άλικο νέφος, μʼ έναν οργισμένο θεό να κατοικεί στα σπλάχνα του,
Το αίμα που χύθηκε, η παγωνιά της σελήνης·
Όλοι οι δρόμοι οδηγούν σε μαύρη σήψη.

Κάτω από τα χρυσά κλωνάρια της νύχτας και των αστεριών
Τρεκλίζει η σκιά της αδελφής καθώς διασχίζει το σιωπηλό άλσος
Να χαιρετίσει τα πνεύματα των ηρώων, τις ματωμένες κεφαλές·
Και γλυκά ηχούν στις καλαμιές οι σκοτεινοί αυλοί του φθινοπώρου.

Ω, πένθος, ω, περήφανο πένθος! Εσείς, σιδερένιοι βωμοί,
Άκρατος πόνος θρέφει σήμερα την θερμή
Φλόγα του πνεύματος,
Τους αγέννητους απογόνους.

ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

Καρπούς γεμάτη είναι η κουφοξυλιά· ήσυχα κατοικούσαν τα
Παιδικά χρόνια σε γαλάζια σπηλιά. Το σιωπηλό κλαρί
Συλλογιέται ένα παλιό μονοπάτι όπου τώρα μουρμουρίζουν
Καστανόχρωμα τα αγριόχορτα. Το θρόισμα των φυλλωμάτων.

Και όταν το γαλανό νερό κελαρύζει στους βράχους, γλυκός
Είναι του κότσυφα ο θρήνος. Ένας βοσκός αμίλητος ακολουθεί τον ήλιο,
Που κυλά πίσω από τον φθινοπωρινό λόφο.

Μια γαλάζια στιγμή, σημαίνει μόνο περισσότερη ψυχή. Στην εσχατιά
Του δάσους προβάλλει δειλά ένα αγρίμι και στο βάθος αναπαύονται ειρηνικά
Τα παλαιά σήμαντρα και τα σκοτεινά υποστατικά.

Ευλαβικότερος τώρα, γνωρίζεις το νόημα των σκοτεινών χρόνων,
Ψύχος και φθινόπωρο σε μοναχικές κάμαρες·
Και μέσα σε ιερή γαλαζοσύνη
Ηχούν και απομακρύνονται βήματα φωτεινά.

Σιγοτρίζει ένα ανοιχτό παράθυρο·
Στη θέα του ερειπωμένου νεκροταφείου στο λόφο
Δάκρυα τρέχουν απʼ τα μάτια.

Ανάμνηση ιστορημένων θρύλων. Όμως κάποτε φωτίζεται η ψυχή
Όταν αναπολεί ανθρώπους χαρωπούς, σκουρόχρυσες εαρινές ημέρες.