Η Αλεπού τη νύχτα

Πίσω από το υφαντό-
κλωστή από νερό και αέρα,
λίγη βρόχινη ορεινή σιωπή.
Τα βράδια καίγονται∙
με τον τρόπο τους-
ερωτήματα κρέμονται από τα σχοινιά.
Έπειτα λησμονούνται-
αλλά αυτό δεν είναι απολύτως αληθές.
Καθότι, κάθε ήμερη στιγμή -σιγά-
πολύ σιγά, σαν στάχτη πριν σβήσει-
καίει μέσα μου-
μία άξια απορία:

Αν σαν αλεπού, βγαίνει τις νύχτες
Κάτι ξένο
πίσω από το σύννεφο∙
κατεβαίνοντας στη γη οσμίζεται,
το φλερτ μου με τ’ αδύνατο.

Αν παγωμένη η αλεπού,
έχει για μάτια άυπνα-φώτα
της μικρής της πόλης
κι αθόρυβα κοιτάει∙
σαδιστικά,
να αποτυχαίνω- κάθε φορά.

 

***

Κορίτσι που φεύγει

Θυμάμαι,
Ένα απόγευμα- τα σύννεφα σφιγμένα,
Ανακάτευαν σταγόνες-δάκρυα∙
Δέντρα γυμνά, στέκονταν με ανοιχτά κλαδιά
Και
Φύλλα ακροβάτες, στιγμές πριν πέσουν
Έγιναν μάρτυρες-

Στους δρόμους,
Φυτά των μπαλκονιών, μεσ’ τη σιωπή-
Κοιτούσαν
Ένα κορίτσι που έβγαινε
Από την είσοδο -στεφανωμένη βουκαμβίλιες.
Από ένα σπίτι, μια κυρία -κοιτώντας
Απορούσε.

Αν πήρε τα κλειδιά της,
Αν θα γύριζε ξανά-
Έτσι όπως έβαφε την άσφαλτο,
Πίσω της
Μια άλικη γραμμή.