Η Ασινέθ

Δεν έκανε εκπτώσεις ο παπάς στην ακολουθία του γάμου κι ας έτρεχε ο ιδρώτας των καλεσμένων στο μακρινό ξωκλήσι, όπου με δυσκολία στριμώχτηκαν. Ακούσαμε στη σειρά τα αγιόλεκτα ζευγάρια, με την ευχή να ευτυχήσουν οι νεόνυμφοι, όπως κι εκείνοι: τι Ιακώβ και Ραχήλ, τι Μωυσής και Σεπφόρα…

‘Οπως και να’χει, ο Ιωσήφ κι η Ασινέθ δε χρειαζόταν να δουλεύουν όλη μέρα για να νοικιάσουν στο κέντρο ένα δυαράκι.

*

Αφασία

Συνόδευε την κουβέντα του συνέχεια με την ερώτηση «κατάλαβες»; Σημάδι ότι κάποιος δεν περιμένει να τον καταλάβουν ή ότι κι ο ίδιος δεν είναι σίγουρος γι αυτά που λέει. Μίλησα ελάχιστα, μήπως θα’παιρνα απάντηση; «Δίκιο έχεις», τον καθησύχασα. Έφυγε μετά από λίγο: «Καλά τα είπαμε». Στη στάση που περίμενα το λεωφορείο, παρατήρησα έναν ντελιβερά που έψαχνε μιαν οδό, μονολογώντας: «Αμαρτωλών και Κλεφτών, τι όνομα ειν’ αυτό; Τι άλλο θ’ ακούσουμε σήμερα;»

Κάποια άλλη στιγμή, ίσως να μου φαινόταν και αστείο.

 

*

Κυρίως

Τη γλώσσα του τη μιλούσε σπάνια, όταν ερχόταν ο μόνος γείτονας που τα λέγανε αραιά και που.

– «Ποτέ μου δεν κατάλαβα αυτούς που τρελαίνονται με τον Μητροπάνο», του’πε ένα βραδάκι πάνω στην κουβέντα. Θα’ θελε να διαφωνήσει, μα δεν έβρισκε τα λόγια. Άσε που δεν καλοθυμόταν μετά από τόσον καιρό, ούτε τη χροιά, ούτε το χαρακτηριστικό τράβηγμα, που βασάνιζε τα φωνήεντα, μέχρι να υποταχτούν.

Το μόνο που μπορούσε μέσα του ν’ ανακαλέσει, ήταν το ζύγιασμα της φωνής, την ώρα που η προφορά ακουμπάει με βάρος στο νι, όπως, για παράδειγμα, στις λέξεις «ξένα», «μάνα», «βουνά» και (κυρίως) στη λέξη «υπομονή».

 

**

Lord, what fools these mortals be!

 

– Γιατί παιδί μου, λες τα λογάκια σου τόσο λυπημένα; Κωμωδία ανεβάζουμε και συ – που κάνεις το ξωτικό – γελάς με τα παθήματα τους. Όπως στο ‘δειξα, κάθε φορά που μπαίνεις, πρέπει να κάνεις το κοινό που θα ‘ρθει να γελάει με την ενέργεια και τη σπιρτάδα σου.

– Δε φταίω εγώ, κύριε. Εσάς μιμούμαι. Τη ματιά σας.

 

**

Η Σεράνο

 

Στον πάτο του συρταριού.

Μαυρόασπρη. Ξεθωριασμένη.

Παιδικό παλτό. Μάλλον ένα νούμερο πιο μεγάλο.

Κάτι μισομαραμένοι μενεξέδες (;) στο χέρι.

– Μην πάς μακριά!

Τραπεζάκια, που τότε το καφενείο έβγαζε απέναντι, μπροστά στην είσοδο του ναού. Να περιμένει την πολυπόθητη Σεράνο.

Κάτι στην επιφυλακτικότητα της στάσης σα να δείχνει, ότι ήδη προαισθάνεται πόσες φορές θα ξαναπεράσει στο μέλλον. Λιγότερο ξένοιαστα, κάποτε σαν κυνηγημένος.

Εκεί θα κάνει πολλά χρόνια να καθίσει πάλι. Σεράνο δε σερβίρουν πια, ουτ’ εδώ, ούτε πουθενά.

Μα δεν είναι και το μόνο που του ‘χει λείψει.