
Οι παραβολές
Οι νύχτες βαθιά ειλικρινείς τέμνουν στα δυο την αντίληψη.
Εσύ με αποστηθίζεις στα όνειρα και εγώ με διπλώνω σε τραύματα.
Δεν μας δίδαξαν τίποτα
οι παραβολές.
Αναζητώ την ουσία που θα ερμηνεύσει την αντίφαση.
Είμαι ο άδικος οικονόμος που επιστρέφει ως ακάθαρτο πνεύμα.
Μας καταπίνει το άλας της γης πάρε την αφή μου και σκεπάσου.
Σου στέλνω ένα φόβο.
Στην κοιλιά σου ενηλικιώνονται άσωτοι υιοί όταν την πλησιάζω μεταμορφώνεται σε κορυφή βουνού.
Στα πόδια σου μπήγεται το χάος
Δεν τα αγγίζω.
Έγινες πέτρα
Μισή χώμα μισή γη
Σε ψάχνω σε αγρούς αίματος.
Να σε συνηθίσω.
*****
Συσσίτια
Σε προσκαλώ να ξεδιψάσουμε τις νύχτες
Εγώ θα γεύομαι αντίδωρα ψυχών στρυμωγμένα σε οβολούς ασημένιων δίσκων
Εσύ θα ξεδιψάς το βαλσαμωμένο πλήθος στρυμωγμένο στα μπροστινά στασίδια με το τροπάριο της Κασσιανής
Εκ δεξιών οι Ευες θα ξεριζώνουν με τα δόντια τους το φως αντίδοτο στα ξιπασμένα μήλα του Αδάμ.
Στην είσοδο ζητιάνοι θα
τραγουδούν τις εξομολογήσεις ανάξιων Φαρισαίων.
Εξ αριστερών θα χορεύουν πόρνες μεθυσμένες. Τα χείλη τους μυρίζουν μεταλαβια.
Άγιο ποτήρι ο ασπασμός της Μαγδαληνής
Τα μάτια μας καθαρτήρια για προαυλισμους παραπτωμάτων.
Έπειτα θα φύγουμε μόνοι.
Πιο άδειοι και από έμβρυα .
Δεμένοι σε σπάργανα ευδαιμονίας τοκετού.
Και πάντα τελευταίοι.
****
Αφυδάτωση
Οι συναντήσεις μας πια σπάνιες.
Αδόκιμη συνήθεια.
Χτες με άδειασαν βίαια οι λέξεις.
Ερήμην σφραγίδα συνθηκολόγησης
Σήμερα με εγκατέλειψαν και οι στίχοι
Τα μάτια σου αποδιαττάσονται σε λωρίδες.
Κολυμπώ στα κολλύρια που εμβαπτίζεις τις μέρες σου αναίτιοι πνιγμοί με αποδομούν απερίσπαστα.
Το φως πια σε τρομάζει. Ενυδατώνω τα κενά σου ως πρόχειρο απορροφητικό μέσο.
Όσο εσύ αφυδατώνεις εμένα .
****
Τα δέντρα
Μου έγραφες συχνά.
Εγώ κρατούσα τα υπολείμματα αυτής της τεχνητής αλληλογραφίας.
Διαρρήκτης μαύρων κείμενων που μεταμόσχευαν τον χρόνο.
Με τρομάζεις.
Διπλώνω προσεχτικά το σώμα σου.
Σου απαντώ πως οι ύφαλοι ξεχωρίζουν από το διάστημα.
Πως το σκοτάδι είναι το γονιμότερο χώμα.
Ο χρόνος δεν είναι παρα ένας ελαστικός άξονας στην ζώνη του παρόντος.
Μα θα έπρεπε να είχαμε το ύψος των δέντρων.
Μου απαντάς με αντίφαση.
Είμαστε πεσμένοι ανάσκελα δυο άρρωστα φύλλα.
Δεν είσαι πια παιδί. Παραμερίζω το σώμα σου που μικραίνει καθώς
σε φαντάζομαι ολοένα και πιο συχνά σαν χλοερή βλάστηση.
****
Άγονη μνήμη
Σου αποκαλύπτομαι
Ένα ατελές ον που κάποιος του καθήλωσετα μάτια σε πατημασιές αστεριών.
Περικυκλωμένο από γκρίζους απρόσωπους δήμιους δες ζυγώνουν με μαύραπηλήκια.
Πάρε όποια μορφή θες αρκεί να προλάβεις να σβήσεις την φρίκη.
Τα στήθη σου μυρίζουν απόδραση μέσα τους με καταπίνουν οι θάλασσες.
Τούτη την στερνή ώρα στέκουν σαν χαμένες φάλαγγες
Μην με αφήσεις της μνήμης ξένο χώμα.