ΤΑΝΤΑΛΟΣ

Μια βάρκα μαύρη ναύλωσα στου ποταμού την κήτη
Δίχως πανιά προσπάθησα απέναντι να φτάσω
Μα το νερό τη σάπισε, τη βούλιαξε στο ρέμα
Απ’ τον βυθό τώρα κοιτώ αντίπερα στην όχθη
Με άλλους χαριεντίζεσαι, τρώγεις και γλυκοπίνεις
Αχλάδια, μήλα αστραφτερά, νέκταρ και αμβροσία
Σε αιώνιο μαρτύριο μ’ έχεις καταδικάσει
Όσο στη λάσπη κείτομαι η πείνα μου ν’ αυξάνει


ΦΡΕΓΙΑ

Με ρούφηξε κι απόψε ο ύπνος
να την ξεχάσω προσπαθώ
κι αν γίνει ανήφορος ο ήλιος
στη λήθη ψάχνω γιατρικό

Τα μάτια μου μες στην αρμύρα
κοιτούν τον κόσμο τρυφερά
μα του μυαλού μου την πλημμύρα
σώζουν των μπλουζ τα δυο φτερά

Εκεί ψηλά γδύνεται η ελπίδα
κοντά στον άστρων τη φωτιά
έπεσα μέσα στην παγίδα
που στήνει του έρωτα η δροσιά

Την φίλησα κάτω απ’ το Σέλας
μακριά στις χώρες του βορρά
χρυσά τα δάκρυα της τρέλας
η Φρέγιαλάθη δεν συγχωρά

Δέθηκα αιώνια στον βωμό της
πάγωσαν τώρα τα φτερά
της θελκτικότητας δεσμώτης
σκλαβώθηκα από μια θεά

 

**
ΑΡΛΕΚΙΝ

Με λίγωνε ο ανθόσπαρτος έρωτας
Ένα ολόκληρο δεν μπόρεσα να διαβάσω
Όσο τον παραμόνεψα σ’ εύκολα αναγνώσματα
στο στήθος μου αρνήθηκε να βάλλει

Στη θάλασσα αν τον έλουζα
με γέλια ξεγλιστρούσε
Έτη φωτός μακριά χανόταν
όταν τον έντυνα με άστρα

Σε αγκαλιές καταραμένων ποιητών
χάθηκα να τον ψάχνω
Στις σκοτεινές γωνιές μεγάλωνε η ηχώ του

Αιώνες τον ανέλυα δίχως πρωτοβουλία
τον πλήγωνα, με μάτωνε
ώσπου να τον δαμάσω

Στη μάχη κέρδισα τα μέγιστα
Να μην τον ποτίζω έμαθα
Μ’ επίθετα κοσμητικά
τη συντροφιά του να μην εκβιάζω

Σαν τον ξαλάφρωσα από την ομορφιά
άπλωσε τα φτερά του
Στον Όλυμπο επέστρεψε
Γέμισε η φαρέτρα του, ξανά δεν θ’ αστοχήσει

 


ΠΡΟΣ ΑΘΛΟΘΕΤΑΣ

Το οξυγόνο λιγοστεύει στα αναγνώσματα
Απ’ τα πολλά επίθετα
το φλογοβόλο γίνεται καντήλι
Με τα βραβεία δεν καίγονται οι σκλήθρες

Ακόμη να μυρίσω τι είναι ποίηση

Καταραμένων με αφυπνίζουν τα γραπτά
Γλυκαίνει η φλόγα του πυρσού
στην ανταρσία της απλότητας

Ας φλέγονται τα φτερά
Ευφραίνει η πυροβασία στο βαθύ μπλε