
«Η συμπόνοια τη σύμπνοια θα φέρει κι εκχωρώντας το ζωτικό της χώρο, θα συγχωρεθεί και θα συγχωρέσει. Η νέα η γενιά όλα τα χωρά και την επίγεια πρόγευση του παραδείσου κι αυτήν με τη σειρά της για λίγο θα γευτεί. Το αν τώρα στο διάβα των ετών θα γητευθεί ή/και θα γητεύσει, θα απογοητευθεί ή/και θα απογοητεύσει, θα ποδηγετηθεί ή και θα ποδηγετήσει και πιότερο τι ίχνη στην επόμενη θα αφήσει, ως η παλαιά πλέον αυτή γενιά, θα γραφτεί όπως και τόσες άλλες στην ιστορία. Με τι χρώματα, συγχωριανοί, αλήθεια μην με ρωτάτε. Ανίδεη είναι πάντα η πρόθεση και θαυμαστά πάντοτε βλέπετε της ανθρωπότητας τα έργα!»
H Αλεξία Σχορτσιανίτη μιλάει στο Ποιητικό Καφενείο του Ποιείν για τη συλλογή της με τίτλο «Δυστοπία» που κυκλοφορεί από τις ΑΩ εκδόσεις. Ο τίτλος της συλλογής αντικατοπτρίζει την αντίθεση μεταξύ της αναζήτησης για την ευτοπία και την αντιφατική πραγματικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Η συνένωση αυτών των αντιφάσεων —της ευτοπίας που αναζητάμε και της δυστοπίας που βιώνουμε— καταλήγει σε ένα σύνθετο έργο, όπου η αναγνώριση της αβεβαιότητας οδηγεί σε μια εσωτερική ελευθερία. Μέσα από την «Δυστοπία», ο αναγνώστης καλείται να ανακαλύψει τις βαθύτερες αλήθειες που συνυπάρχουν στον κόσμο των σκιών, των αμφιβολιών και των αντιφάσεων, αναζητώντας το φως που μπορεί να αναδειχτεί μέσα από αυτές τις σκοτεινές στιγμές.
-Μιλήστε μας για την ποιητική σας συλλογή με τίτλο «Δυστοπία» και τον συμβολισμό της
Η ποιητική συλλογή «Δυστοπία» ουσιαστικά αποπειράται να αποτυπώσει και να καταδείξει το πώς ο λεγόμενος εσωτερικός κι εξωτερικός κόσμος του εκάστοτε ανθρώπου είναι αρρήκτως συνδεδεμένοι κι αλληλοεξαρτώμενοι, φέροντας πολλαπλές μορφές κι εκδηλώσεις, σε μια αέναη προσπάθεια συνδιαλλαγής, σύμπλευσης και συμπόρευσης. Αυτή η προς του πάθους πορεία προς μία ευτοπία, φαντάζει τις περισσότερες φορές δυστοπική, αν όχι ουτοπική, μιας κι η εντόνως υπαρξιακή ανάγκη του όντος, εν γένει, για το όλον, την ενότητα, την υπέρβαση και την πληρότητα αναδεικνύει ταυτοχρόνως και την οντολογική καταδυνάστευση των αντιθέτων τους. Ως δίπολα λοιπόν, από τη μια οι έννοιες αυτές αποκτούν ουσία, υπόσταση και περιεχόμενο και κατά έναν παράδοξο τρόπο από την άλλη, (συ)σχετίζονται, (συν)δημιουργώντας την πολύπαθη και πολυπόθητη σχέση τους.
– Πώς η προσωπική ζωή και τα βιώματά σας επηρεάζουν τις ποιητικές σας δημιουργίες; Υπάρχουν συγκεκριμένες εμπειρίες που σας έχουν εμπνεύσει και σας έχουν κινητοποιήσει ιδιαίτερα για τη συγγραφή των ποιημάτων της συλλογής;
Η απάντηση στο ερώτημά σας έχει να κάνει κατά πολύ με το τι ορίζει ο καθένας μας ξεχωριστά ως βίωμα, εμπειρία και προσωπική ζωή. Για εμένα λοιπόν ό,τι έζησα κι ίσως περισσότερο ό,τι δεν έζησα επηρεάζει, όπως το θέσατε, τις ποιητικές μου δημιουργίες. Ενδεχομένως γιατί ό,τι ζω είναι ενίοτε ατελές κι ό,τι δεν ζω άλλες φορές ιδανικά και φανταστικά καμωμένο, άρα κι ολοκληρωμένο. Εν ολίγοις, το αληθινό δεν είναι κατ΄ανάγκην και πραγματικό. Υπό αυτό το πρίσμα, το όλον εν δυνάμει ενυπάρχει στο ανέφικτο και το τίποτα στο εφικτό. Η εξωτερική ζωή δηλαδή μπορεί να αποσυνδεθεί ως ένα βαθμό ή και πλήρως από την εσωτερική. Αλλά ακόμη κι η (εν μέρει) αποσύνδεση είναι μία μορφή σχέσης και φέρει τη δυνατότητα του μετασχηματισμού. Και κάπως έτσι μαγικά όλα καταλήγουν στο ίδιο σημείο, εκεί από όπου ξεκίνησαν, σχηματίζοντας έναν κύκλο, όντας η αρχή και το τέλος την ίδια στιγμή, κι έστω κι ελλειπτικώς τέμνονται κι ενώνονται. Όλα τελικώς, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο σχετίζονται και μοναχά τους δεν υπάρχουν μα και ποτέ τους δεν υπήρξαν.
– Τα ποιήματα σας έχουν έναν αίσθημα εσωτερικής έντασης και αβεβαιότητας. Πώς αντιμετωπίζετε εσείς προσωπικά την ένταση μεταξύ της αναζήτησης για αλήθεια και της αποδοχής της αβεβαιότητας στη ζωή;
Νομίζω ότι ακριβώς επειδή η ζωή νομοτελειακά είναι αβέβαιη και γεμάτη παραδοξότητες η αποδοχή κι η συμφιλίωση είναι μονόδρομος. Επιπλέον το αναπόδραστο αυτής της αλήθειας για την ζωή θαρρώ ότι μπορεί να μας ελευθερώσει αντί να μας καθηλώσει. Η αβεβαιότητα συνεπάγεται την αναζήτηση, την ερμηνεία, την γέννηση της γνώσης και της δημιουργίας εν τέλει. Άρα κάτι που σε πρώτη ανάγνωση φαντάζει ζοφερό, σε μία δεύτερη πάλι απελευθερωτικό. Η ματιά λοιπόν του καθενός μας, το πού επιλέγουμε να στρέψουμε το βλέμμα, μεταμορφώνει το τοπίο της ζωής, άλλοτε με τα χρώματα του ουράνιου τόξου κι άλλοτε με το γκρι και το μαύρο της καταχνιάς. Ας μην ξεχάσουμε όμως ποτέ ότι πάνω από το ομιχλώδες και συννεφιασμένο τοπίο κρύβεται το απέραντο γαλάζιο του ουρανού.
Σκιές η ζωή μου ένα παιχνίδι με σκιές/κατάντησε να είναι/φόβοι και φαντάσματα/δειλά κι άδηλα./Σκιές, μοναχά σκιές/εμένα συντροφεύουν./Σκαιότερη η μια της άλλης δείχνει θαμπή αυτή κι έκθαμβη/μονόστηλο θα γίνει./Γέμισε η ζωή μου με σκιές με τις απατηλές τους λάμψεις από το χθες./Μια σκιά να’σαι κι εσύ,/μια απάτη πάντα απέναντί μου/εαυτέ.
-Το ποίημα «Σκιές» αναφέρεται σε μια ζωή γεμάτη από φόβους, φαντάσματα και απατηλές λάμψεις του παρελθόντος. Πώς οι σκιές μας απομακρύνουν από την πραγματικότητα;
Η παραδοχή των σκιών ενώ από τη μια υπενθυμίζει το πώς η ζωή κατάντησε ένα θέατρο σκιών και ότι η αθέατη είναι τελικά η αληθινή, από την άλλη γεννά την επιλογή της ανατροπής της. Επομένως είναι δυνατόν να καταστεί ο καθένας μας ο σκηνοθέτης της ζωή του κι όχι απλώς ένας θεατής ή ακόμη χειρότερα ο κομπάρσος της. Για να επανέλθω όμως στο ερώτημά σας, θα έλεγα ότι οι σκιές μάς απομακρύνουν από την πραγματικότητα όπως στην αλληγορία του σπηλαίου, παραπλανώντας κι αποσυντονίζοντάς μας. Μα φρονώ ότι το μούδιασμα που επιπλέον επιφέρουν, επομένως κι η ακινησία είναι ακόμη πιο βέβηλη μιας κι η τελευταία κυριολεκτικά και μεταφορικά και σε επίπεδο μικρόκοσμου- μεγάκοσμου ισούται με την ανυπαρξία της ζωής, οπότε η παρουσία ή μη της όποιας αληθούς ή ψευδούς πραγματικότητας, περνά σε δεύτερη μοίρα.
ΟΡΜΗΝΙΕΣ
Όλα τα κρίματα του κόσμου μικρή μου/απάνω σου μην παίρνεις./Δεν φταις εσύ για τις αδικίες, τις οικονομίες και τ’άλυτα του νου./Εξηγήσεις μικρή μου μη ζητάς για τα λάθη τα παλιά, τα περασμένα/την ιστορία που τα’χει μιλημένα. Δε μετράται με χρόνους η αλλαγή./Μην κρίνεις, μη ρωτάς μα πάνω απ’όλα μικρή μου,μην πονάς./Δε φτιάχτηκε ο κόσμος τούτος για δικαιώσεις, ανοιχτά πανιά./Φτερά έχει μόνοστον κόρφο του στιγμές-στιγμές να πεταρίζουν/στην τέχνη και στον έρωτα στις σπίθες αυτές του θείου/και θέαση στη Θέωση/κλεφτά-κλεφτά να σιγοδίνουν
-Το ποίημα «Ορμήνιες» εκφράζει μια ιδιαίτερη προειδοποίηση για τις αδικίες και τα λάθη του κόσμου, καλώντας ένα νεότερο άτομο να μην αναλάβει τα βάρη τους. Πώς βλέπετε τη σχέση ανάμεσα στην έννοια του «πόνου» και της «μετάνοιας» στο ποίημα;
Πολλές φορές οι νεότεροι άνθρωποι αποζητούν να σώσουν ολάκερο τον κόσμο δίχως να γνωρίζουν ακόμη πώς να (δια)σώσουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Αυτή η ορμή κι η ηρωική αθωότητα βέβαια δεν σημαίνει ότι χρήζει συλλήβδην απόρριψης. Κάποιες άλλες πάλι υπό το βάρος της ευθύνης της ιστορίας αλλά και του ρου της γενικότερα δημιουργείται ένα συλλογικό τραύμα που ίσως και να ακινητοποιεί την λεγόμενη νέα γενιά. Στο ενδιάμεσο αυτό λοιπόν στάδιο, ενδιαμέσως αφοπλίσεως κι απασφαλίσεως, ένα μετέωρο βήμα αποζητά διακαώς να βρει το βηματισμό του και να μετατραπεί σε μία γενναία δρασκελιά και μία ανοιχτή αγκαλιά κι όχι σε μία πληγή που επ’ ουδενί δεν μπορεί να γιατρευτεί. Αλλεπάλληλα χαράσσοντας και κόβοντας στα δύο η σκληρότητα κι η βαναυσότητα μες στα χρόνια τη ζωή, μία χαραμάδα στο βάθος κάποτε κάπως θα φανεί, από όπου οι νέοι μπορούν και πάλι να οραματιστούν και μια καινούργια διαδρομή να βρουν και να χαράξουν. Με την παλικαρίσια τους περπατησιά, από την ατραπό του πόνου θα περάσουν κι αφού γονατίσουν ευλαβικά και τον αφουγκραστούν καρτερικά, θα ορθοποδήσουνε ξανά και στα μονοπάτια της κατανόησης, της μετάνοιας και της συμπόνοιας αναπόδραστα θα οδηγηθούν. Η συμπόνοια τη σύμπνοια θα φέρει κι εκχωρώντας το ζωτικό της χώρο, θα συγχωρεθεί και θα συγχωρέσει. Η νέα η γενιά όλα τα χωρά και την επίγεια πρόγευση του παραδείσου κι αυτήν με τη σειρά της για λίγο θα γευτεί. Το αν τώρα στο διάβα των ετών θα γητευθεί ή/και θα γητεύσει, θα απογοητευθεί ή/και θα απογοητεύσει, θα ποδηγετηθεί ή και θα ποδηγετήσει και πιότερο τι ίχνη στην επόμενη θα αφήσει, ως η παλαιά πλέον αυτή γενιά, θα γραφτεί όπως και τόσες άλλες στην ιστορία. Με τι χρώματα, συγχωριανοί, αλήθεια μην με ρωτάτε. Ανίδεη είναι πάντα η πρόθεση και θαυμαστά πάντοτε βλέπετε της ανθρωπότητας τα έργα!
-Θεωρείτε ότι η πορεία προς την «Θέωση» είναι συνυφασμένη με την αποδοχή των αδικιών ή την υπέρβαση τους;
Έχω την αίσθηση θαρρώ ότι το ένα είναι απόρροια του άλλου κι ότι είναι δύο έννοιες συνυφασμένες σε μία πορεία κοινή. Δεν νοείται, γενικότερα για εμένα, η υπέρβαση χωρίς την αποδοχή και η αποδοχή δεν έχει κανένα απολύτως νόημα δίχως την προοπτική της υπέρβασης. Επομένως η ύπαρξη της μιας είναι ζωτικής σημασίας για την άλλη, καταλήγοντας για μία ακόμη φορά στο συμπέρασμα ότι το όλον υφίσταται ως άθροισμα των μερών του και πως στα εκάστοτε αυτά μέρη ενυπάρχει το όλον.
ΖΩΗ
Σηκώνομαι./ Δουλεύω./Παιδεύομαι./ Δεν παιδεύω./Πάω σπίτι./ Τρώγω. /Ετοιμάζομαι για την επόμενη μέρα./Κάνω ένα μπάνιο για να φύγει η ένταση, λένε./Πήγε κιόλας δέκα, ας κοιμηθώ.\Αύριο ξημερώνει μια καινούργια μέρα./Και πού πήγε το σκίρτημα;/Και πού πήγε ο έρωτας; Ζωή;/Είναι κανείς; Είναι κανείς εδώ;/Χαμένε μου εαυτέ αποκρίσου./Πόσο ευρηματική είναι η τυράγνια τελικά.[..]Έχει πολλά πλοκάμια η βαναυσότητα/πολλά πρόσωπα η γελοιότητα./Κι εναλλάσσονται οι μάσκες/καθώς ορθώνεται και πάλι/το πέπλο της σιωπής.
-Στο ποίημα «Ζωή», η καθημερινότητα μοιάζει με μια ατέλειωτη επανάληψη, όπου οι πράξεις εναλλάσσονται χωρίς να αφήνουν χώρο για το σκίρτημα ή τον έρωτα. Πώς συμφύρονται η σιωπή και η ρουτίνα με την αναζήτηση της αληθινής ουσίας της ύπαρξης;
Ο άνθρωπος επιθυμεί από τη μια την ασφάλεια και την σταθερότητα μα και από την άλλη αποζητά την πρωτοτυπία, το καινούργιο και το διαφορετικό. Οι υπαρξιακές αναζητήσεις κι οι επιδιώξεις του επομένως είναι εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, αντιφατικές και χρειάζεται ένας αριστοτεχνικός κι εμπνευσμένος χορός για να ισορροπήσει αυτές τις αντιτιθέμενες δυνάμεις που πηγάζουν από την βαθιά αίσθηση του ανικανοποίητου που φέρει εντός του, διαρκής υπενθύμιση μίας ζωής που είναι αλλού. Αυτή η αιώνια διαπίστωση ενέχει τον κίνδυνου της ματαίωσης και της παραίτησης αν ιδωθεί με μια ματιά μηχανιστική και ντετερμινιστική κι απελευθερωτική όταν εμφιλοχωρεί η έννοια της συμφιλίωση, της συμπόρευσης και της ελεύθερης βούλησης. Δεν παύει όμως παρόλα ταύτα να υφίσταται η ανάγκη του ατόμου συνεχώς να ακροβατεί σε ένα τεντωμένο σχοινί αντικρίζοντας το βάθος της αβύσσου κι ατενίζοντας τον φέρελπι ορίζοντα την ίδια στιγμή. Η σιωπή κι η ρουτίνα συνοδεύουν τον μοιραίο αυτόν χορό, στο τεντωμένο αυτό σχοινί σε ιλιγγιώδες ύψος. Η μορφή τους εναλλάσσεται κατά περιόδους, άλλοτε ορθώνοντας τις μάσκες τους, σε θεαματικά καθημαγμένους σκοπούς κι άλλοτε ρίχνοντάς τες στο κενό, στο άκουσμα ενός ανέμελου ρυθμού όπου ειρηνικά ενώνονται οι φωνές και σταματούν τις ιαχές. Το μασκάρεμα υπεισέρχεται όταν η συνήθεια καταντήσει αυτοματοποιημένη κι η σιωπή πρόσκομμα κι οχύρωση στην όποια γειτνίαση. Κι η αληθινή ουσία της ύπαρξης επιστρέφει στον πρωτογενή της πυρήνα όταν οι καθημερινές, απλές κινήσεις ξαναβρίσκουν τον αβίαστα εσώτερο ποιητικό τους ρυθμό μες στην ιερή πλέον σιωπή, γεννώντας λέξεις κι επικοινωνώντας τες κινούν το έσω προς τα έξω σε μία συνάντηση όπου ο κόσμος όλος και το σύμπαν δημιουργείται και δημιουργεί ξανά και ξανά και ξανά.
– Πιστεύετε πως η βαναυσότητα και η γελοιότητα είναι αναπόφευκτα κομμάτια της ανθρώπινης εμπειρίας ή πρόσωπα μιας κρυφής αλήθειας που όλοι αναγκάζονται να συναντήσουν;
Η ίδια η ζωή είναι κατά μία έννοια μία φάρσα όπου μας προκαλεί τραγέλαφο. Υπό αυτό το πλαίσιο η βαναυσότητα κι η γελοιότητα πάνε χεράκι-χεράκι. Η σκληρότητα νομίζω ότι πηγάζει κυρίως από την ανοησία που είναι δίχως τέλος κι από απόσταση κραυγάζει η απάνθρωπη γελοιότητά της η οποία και μας απομακρύνει από την ουσία μας. Η θέαση κι η βίωσή τους όμως όσο αποκρουστική κι αν είναι ή ακριβώς επειδή είναι τόσο δυσβάστακτη υπενθυμίζει διαρκώς ότι η ανθρωπότητα ξαναβρίσκει το ανθρώπινό της πρόσωπο υπερσκελίζοντάς τες με συνοδοιπόρους για μια ακόμη φορά την αγάπη και τη συγχώρεση αρχικά στον ίδιο μας τον εαυτό κι έπειτα στους συνανθρώπους μας. Κι αυτό γιατί πολλές φορές πίσω από αυτές τις λέξεις κρύβεται έντεχνα μία άλλη φοβερή, ο φόβος. Ο φόβος που όσο πιο έντονος είναι, τόσο πιο βαθιά αποτυπώνει τον διακαή μας πόθο να ζήσουμε και να συνυπάρξουμε. Και τρέμουμε και μόνο στην ιδέα του πόσο αυτό μας καθιστά ευάλωτους κι εκτεθειμένους. Συναισθανόμαστε το πόσο τρωτοί είμαστε, τη θνητότητά μας εν τέλει. Και κάπου εκεί ξεπηδά ο μέγας φόβος, ο φόβος του θανάτου. Όταν λοιπόν αντικρίσουμε κατάματα τον θάνατο, τότε ίσως και μόνον μπορέσουμε να απεμπολήσουμε τα βαρίδια που μας κρατάνε δέσμιους και δύσμοιρούς κι έτσι βάναυσους και γελοίους εν μέρει. Ίσως, ίσως τελικά η νοηματοδότηση της ίδιας της ζωής με αίσθημα σκοπού, πίστης και κουράγιου να νοηματοδοτεί ταυτόχρονα και τον ίδιο τον θάνατο ξορκίζοντάς τον και με ένα αόρατο νήμα να τα συνδέει μαζί με τον άνθρωπο .
AΠΡΟΦΥΛΑΚΤΑ
Αμέριστη αγάπη νιώθω/ κι απέραντη ευγνωμοσύνη/για το πολύ που δίνεις/ στο λίγο τούτου του κόσμου/ του δικού σου/ του δικού μου/ ακόμη περισσότερο/ στις ολιγόστιγμες τυχαίες συναντήσεις μας/ φάροι φωτεινοί/ μες στην τόση καταχνιά.
-Στο ποίημα «Απροφύλακτα», η αγάπη και η ευγνωμοσύνη εκφράζονται ως φάροι φωτεινοί που καθοδηγούν μέσα στην καταχνιά του κόσμου. Πώς συνδέεται η έννοια της «τυχαίας συνάντηση» με την ιδέα της ουσιαστικής σύνδεσης και της φωτεινότητας που φέρνει η αγάπη;
Πολλές φορές η αίσθηση του πολύτιμου που το φυλάμε ωσάν φυλαχτό είναι αντιστρόφως ανάλογο της διαθεσιμότητάς του. Μια αναπάντεχη επαφή, που προσφέρεται αφειδώς στο περιορισμένο της χρόνο, ούσα τυχαία κι όχι δεδομένη επαναλήψεως, προσφέρει αγαλλίαση και ζέση κι αποκτά διαστάσεις μαγικές, τροφοδοτώντας έστω και στιγμιαία με τα απαραίτητα καύσιμα τον βίο για να συνεχίσει και να μην παρεκκλίνει της πορείας του. Τα αίτια τώρα ή μη της συμπτώσεως ή τα κίνητρα ή μη της συχνότητας των «τυχαίων αυτών συναντήσεων» ας παραμείνουν καλύτερα στο πεδίο του μυστηρίου. Στα μεγαλειώδη και στα αληθινά δεν χωρούν οι καθ΄ολοκληρίαν εξηγήσεις. Ας μιλήσουν κι ας ηχήσουν οι σιωπές, είναι άλλωστε, από ό,τι κι αν ειπωθεί, πιο εκκωφαντικές, έτσι δεν είναι;
-Πιστεύετε ότι η αληθινή σύνδεση δημιουργείται μόνο μέσα από τις στιγμές αυτές που φαίνονται τυχαίες ή είναι κάτι που προκύπτει από πιο βαθιές, συχνά αόρατες, ενέργειες;
Συναισθάνομαι ότι στης καρδιάς τα ύψη και τα βάθη μα και στα έγκατα του νου, δεσπόζοντα ρόλο έχουν αυτές οι άπιαστες, αόρατες ενέργειες όπου η μυστηριακή υπόσταση της ύπαρξης φωλιάζει, προσβλέποντας και προστρέχοντας σε ένα αδιάκοπο «εσύ». Μια στιγμή, τυχαία ή μη, μια ολάκερη ζωή στέκει μονάχα ως αφορμή για αυτό το εσύ που συγκινεί και σε μια δίνη την ύπαρξη την παρασύρει, σαν τις παρυφές του είναι και του κόσμου όλου να ακραγγίζει.
-Ποιο ποίημα ξεχωρίζετε από την ποιητική σας συλλογή και γιατί;
Για να είμαι ειλικρινής κάθε ποίημα έχει μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου και δεν μου είναι εύκολο να ξεχωρίσω κάποιο. Αυτή την περίοδο όμως επιμόνως επανέρχεται στη μνήμη μου το ποίημα
Η ΕΚΠΑΓΛΟΣ
Το θάμβος της μελαχρινής σου ομορφιάς/και των ματιών σου η γητειά/μακράν προσπέρασε του σεληνόφωτος τη χάρη/και της αυγής τη λάμψη./Μα αν η καρδιά σου/που ζωογόνα πνοή/εμφύσησε εις υμάς/κι απλέτως εμοιράσθη/τον κλήρο της απουσίας διάλεγε,/το δίχως άλλο θα ’σουνα/ανθός στερουμένου καρπού ζωής.
το οποίο με επισκέπτεται συχνά στα όνειρά μου ωσάν ένα πλάσμα μυθικό και μελωδικά μου επαναλαμβάνει τον χρησμό « Ό,τι μοιράζεται δεν μπορεί παρά να πολλαπλασιάζεται»
-Τελικά κυριά Σχορτσιανίτη είναι συνοδοιπόρος της ποίησης η σιωπή;
Η ποίηση γεννάται στη σιωπή, καταλήγει στη σιωπή και καρτερικά στο ενδιάμεσο την προσμένει ως ο απόλυτος συνοδοιπόρος σε ό,τι μέγα κι αληθινό να είναι.