Η πάγια και συνήθης τακτική προσέγγισης μιας ποιητικής συλλογής θέλει, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, την πορεία της ανάγνωσης να συνιστά, ουσιαστικά, μια περιήγηση στους βασικούς θεματικούς πυρήνες και στον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ο δημιουργός κατακτά τηδική του, προσωπική του ποιητική. Στο πλαίσιο αυτό γίνονται αναφορές σε επιμέρους ποιήματα και, σπανιότερα, σε στίχους που αποκαλύπτουν την ιδιαίτερη ματιά του δημιουργού πάνω στην τέχνη του.

Στην τελευταία αυτή περίπτωση, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δει και να διαπιστώσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο ένας στίχος φωτίζει όχι μόνο το ποίημα στο οποίο εμπεριέχεται, αλλά και ολόκληρη την ποιητική συλλογή, την οποία έρχεται όχι μόνο για να ερμηνεύσει μα και για να σφραγίσει, αποτελώντας τον πυρήνα της δημιουργικής σκέψης και έκφρασης του συγγραφέα. Έναν τέτοιο στίχο μπορεί κανείς να εντοπίσει στο ποιητικό βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου, Θα σε δω ξανά στο άδοξο τέλος. Πρόκειται για τον στίχο «Πεθαίνω σαν βιβλίο» που κλείνει ένα από τα ποιήματα της συλλογής και ξεχωρίζει, από πρώτη άποψη, για την ευφάνταστο της παρομοίωσης και την ειλικρίνεια της διατύπωσης.

Έχοντας τον στίχο αυτόν ως οδηγό και σημείο αναφοράς μπορεί, νομίζω, να αποτολμήσει κανείς την ερμηνεία ολόκληρης της συλλογής προσδιορίζοντας την αφετηρία και, ταυτόχρονα, την απόληξή της. Και αυτή δεν είναι ο θάνατος, όπως ίσως φαίνεται από τον στίχο, αλλάη ίδια η έννοια και η πράξη του τέλους. Το τέλος, όχι τόσο ως σκοπός όσο ως αναπόδραστο σημείο στην πορεία που διαγράφει η ζωή και η τέχνη, στη διαδρομή τους που είναι, κυριολεκτικά, βυθισμένη στην ψευδαίσθηση της παντοτινής διάρκειας, της αιώνιας ύπαρξης. Είναι από τις λίγες ίσως φορές που το «τέλος» γίνεται πρώτη ύλη της τέχνης και, μαζί, μια παραδοχή που αφορά το ίδιο το ποίημα. Αυτός φαίνεται πως είναι και ο λόγος που ορισμένα από τα ποιήματα ξεκινούν με τη δήλωση της αρχής η οποία, όπως ακριβώς το επιτάσσει η αριστοτελική εντελέχεια, δίνει τη θέση της σε μια σειρά στιγμών που διαδέχονται η μία την άλλη προκειμένου να αναφανεί το ποίημα, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο στίχο.

Ιδωμένα από αυτήν την άποψη τα ποιήματα του Σταυρόπουλου μοιάζουν μάλλον αυτοαναφορικά, αφού, πέρα από την αίσθηση ότι εκτυλίσσονται με το βλέμμα στραμμένο προς το τέλος τους, πολλά είναι τα σημεία στα οποία ο αναγνώστης μπορεί να αντιληφθεί ότι ο ποιητής κάνει υπαινιγμούς και νύξεις στην ίδια τη δημιουργική διαδικασία και πράξη. Στον τρόπο με τον οποίο ανατροφοδοτεί τη δημιουργική του διάθεση, στην ίδια τη δημιουργική του διάθεση που επίσης κανοναρχείται από την ιδέα του τέλους –ενός τέλους που θα έρθει για να κλείσει τον ποιητή μέσα στο ποίημα, το ποίημα μέσα στον ποιητή. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι πολύ συχνά ο Σταυρόπουλος υιοθετεί έναν εξομολογητικό, επαναληπτικό, θα λέγαμε τόνο, για να δώσει στα ποιήματά του αυτήν ακριβώς την αίσθηση ενός έργου που προκύπτει -κατά τρόπο παράδοξο- από την επιθυμία του δημιουργού να κλείσει ένα κεφάλαιο που παραμένει εντός του ανοιχτό.

 

 

Δεν θέλω άλλο τόπο

Άλλο πάρκο Μαρίας

Άλλο όνομα με το ίδιο όνομα

Εδώ που είμαι

Εδώ που θα είμαι

Αν μπορέσω να είμαι

Ακόμα να είμαι

Θα είμαι

Ακίνητος σε μένα

Για να σε κάνω να υπάρξεις χωρίς ρίγος

Από αυτό που θα προξενήσουν οι λέξεις μου

 

(XVII.)

 

 

Μέσα στο πλαίσιο αυτό και με σαφή τον ορίζοντα και τον προσανατολισμό προς την κρυστάλλωση, προς την παγίωση του δικού του, οικείου στίγματος, ο Σταυρόπουλος ανοίγει ή, μάλλον, εμπλέκει τα ποιήματά του σε έναν διάλογο με το λογοτεχνικό παρελθόν, με συγγραφείς οι οποίοι αποκτούν μέσα στις συνθέσεις την ανθρώπινη υπόστασή τους. Είναι κι αυτό, ίσως, ένας τρόπος για να κλείσει ο Σταυρόπουλος ένα ακόμα κεφάλαιο. Αυτό των οφειλών και της σχέσης του με τα άλλα κείμενα, με τις άλλες δημιουργικές συνειδήσεις. Και είναι χαρακτηριστικό ότι και η σχέση αυτή αποκτά έναν χαρακτήρα τελεσίδικο και οριστικό, έτσι που να έρχεται τελικά για να αποτελέσει τον αντίπαλον δέος, την ανατροπή και την ακύρωση του τέλους στο οποίο με τόση θέρμη αφοσιώθηκε. Γιατί αν υποθέσει κανείς ότι η λογοτεχνία, όπως την αντιλαμβάνεται ο Σταυρόπουλος, είναι μια σειρά από έργα που έκλεισαν μέσα τους τον χρόνο και, την ίδια στιγμή, κλείστηκαν μέσα σε αυτόν, τότε μπορεί καλύτερα να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο, τελικά, αποτέλεσαν πυρήνες ή, καλύτερα, σημεία σε ένα σύμπαν που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να επικοινωνούν διαρκώς και εξακολουθητικά μεταξύ τους.

Εγώ που θα ήθελα

Που όλο περίμενα

Και ξεχνάω

Από τότε που διαμοιράστηκες

Που σε έκοψαν σε δύο κομμάτια

 

Ήταν Νοέμβριος του 1891

Μόλις είχε πεθάνει ο Ρεμπώ

Εκείνο το βράδυ τον παράστεκα στο νοσοκομείο

Είχε ένα πόδι και τρία μάτια

Εσύ κανένα

Κανένα πόδι κανένα μάτι

Και ο Μπέρρυμαν είχε πηδήξει από τη γέφυρα

Στον ηλεκτρικό σταθμό του Μοσχάτου

 

Ή του Λονδίνου

(XVIII.)

 

 

 

Πέρα, λοιπόν, από όλα τα υπόλοιπα, η συλλογή αυτή του Σταυρόπουλου πυροδοτεί, εκ νέου, τον προβληματισμό σχετικά με τον κλειστό και ανοιχτό χαρακτήρα του έργου τέχνης, σχετικά με τη διακειμενικότητα και τη λογοτεχνική επικοινωνία, σχετικά με τη θέση και τον ρόλο του δημιουργού εντός και εκτός του έργου του, εντός και εκτός της κοινωνίας των λογοτεχνών. Κυρίως, όμως, τοποθετείται ξεκάθαρα στην περιοχή εκείνη των έργων που υιοθετούν και προκρίνουν τη θέση ότι η λογοτεχνική, η ποιητική εν προκειμένω, δημιουργία αποτελεί ουσιαστικά ένα σχόλιο πάνω στην ίδια αυτή τη δημιουργία και ότι, ανεξάρτητα και πέρα, από τις οποίες κοινωνικές, πολιτικές, υπαρξιακές, φιλοσοφικές ή άλλες σημάνσεις και σημασιοδοτήσεις, ένα ποίημα είναι και ένα σχόλιο πάνω στην ποίηση. Είναι μια εκδοχή ποιητικής. Είναι μια πρόταση για τη λειτουργία, την επενέργεια και, κυρίως, την στόχευση του έργου τέχνης που έγκειται ακριβώς στη διαμόρφωσή του ως κλειστού, αυτόνομου πυρήνα, ως πλανήτη που ακολουθεί και υποτάσσεται στη δική του τροχιά, δεν παύει όμως στιγμή να επικοινωνεί με τους άλλους πλανήτες και να εναρμονίζει την κίνησή του με αυτούς.