Ποτέ ο Θάνατος
δεν καταφθάνει σαν κατακτητής.
Μήτε στα κοκαλωμένα χέρια του
λάβαρα κρατά και σάλπιγγες.
Μόνο, με ένα από μετάξι μαντήλι
σκουπίζει το ιδρωμένο πρόσωπο
στον στερνό απάνω
του ψυχορραγητού τον ανασαμό.

Δεμένα κουβαλά στη ράχη του,
του νεκρού τα πλήθια όνειρα.
Τα τόσα ανοιξιάτικα πρωινά
που χόρτασε το κορμί,
τις μυριάδες της καλοκαιρινής ζέστας
ράθυμες λέξεις που σκόρπισαν
στων κυμάτων τον αφρό
και στο κουβεντολόι του ήλιου.
Τις ανάσες των πρώτων
φθινοπωρινών φιλιών, δυο εραστών
που δεν θα ανταμώσουν ξανά ποτέ.

Από τα τόσα της ψυχής τα πάθη
κανένα δεν θα ζήσει
σε χωμάτινο κιβούρι.
Μόνο σαν τις κηρήθρες
θα συνεχίζουν να κοχλάζουν
στον ερωτικό κάματο
της άλλοτε ανθοφορούσας σάρκας.
Κι εμείς δυο μέλισσες στέρφες
που δεν θα γλυκάνουν τα χείλια
με ζαχαρωμένο μέλι.

Ποτέ ο Θάνατος
δεν έρχεται σαν κατακτητής.
Μόνο σαν ένας μαρμαράς,
σαν ένας τεχνίτης λιθοξόος
με τα ροζιασμένα χέρια του
σκαλίζει το άδειο πια κορμί
στου μνήματος την αθανασία.