Ι

 

Ήρθα ξένος

σαν ένα όνειρο τρεμάμενο

πολωμένου φωτός

σαν τα φώτα αδιάφορων πόλεων

ιδωμένα από τους τόπους των εκτελέσεων

εγώ κι ένα αχαμνό κουκλόσπιτο

στο μάτι του κυκλώνα

σεγόντο στο μουντό πρόσωπο

της αυγής,

σαν το βλέμμα γυναίκας

πρόωρα σβησμένης ήβης

που ποτέ δεν είχε κάτι να κρύψει

από τη ζωή της,

σαν τα φατνώματα

των πρωινών αστερισμών

μπρος στα εκτυφλωτικά φώτα

των προβολέων,

ήρθα ξένος

περιμένοντας τις νύχτες του Αιγόκερου

τους ανταληγείς

να με σηκώσουν μεσοούρανα

να γίνω ένα γερμένο άστρο

πάνω από τα ουρλιαχτά

δεσμωτηρίων

στο  ιστορείν

του σκότους

ή πάλι να νοιώσω

το χάδι γλυκού σορόκου

σαν νεύμα τρυφερού αιδοίου

μέσα από το καύκαλο

τροπικών ύπνων.

Απόψε θα έρθω

μόνος και σκοτεινός

κρατώντας στους ώμους μου

το ετοιμόρροπο υπνοδωμάτιο

στο πατάρι,

άσκοπη libidinosité,

γέρασαν τα πάντα

σε τούτο το σπίτι

τα σκεύη οι πολυθρόνες

οι φωτογραφίες στον τοίχο

τα εφηβικά άλμπουμ

το χαμόγελο του πατέρα,

γέρασαν στην παγωμένη

νεανικότητα τους

σαν φωτισμένα

παράθυρα σε πολυκατοικίες

αισθητικής του ’70.

Τι κρύβει εκείνο το παράθυρο τη νύχτα;

Μια σκελετωμένη νυχτερίδα

στα αζήτητα

ή ένα άγουρο κορίτσι

μπροστά σε καθρέφτη

τοπολογικών παραμορφώσεων

ή πάλι ένα νοσταλγικό

φοιτητικό απόγευμα

στις πραιρίες του Berkeley.

 

—πως θα ήταν μια φωτεινή μπάλα

που διαχέεται

στην κοσμική άβυσσο;—

 

Είμαι ξένος, νοιώθω ξένος

αλλά το ίδιο οικείος

με τις μικρές στιγμές

στις χαρούμενες πλαζ

του Ιουλίου,

απροστάτευτος ωστόσο

από ένα ακαριαίο ενδεχόμενο

κάτω από τον ήλιο

του μεσημεριού,

νοιώθω κιόλας στο σβέρκο μου

τα ουρλιαχτά των Γάλλων parachutistes

 

και τις τελευταίες ανάσες

του Maurice Audin.

Θέλω να νοιώθω ξένος

με τα πρόσωπα του δρόμου,

του γραφείου, του καφενείου,

του δωματίου με τις κορνίζες

με το γαλάζιο τοπίο

απέναντί μου,

και το είδωλό μου

να καίγεται

να καίγεται

να καίγεται

στα αποκαΐδια

οικογενειακών κειμηλίων

χωρίς την βασική προϋπόθεση

του Είναι.

 

***

ΙΙ

 

(Για τον σ. Alvaro Cunhal)

 

 

Το σχήμα τέταρτου της σελήνης

έχει το πρόσωπό σου

όταν σε φωτογραφίζω δανδή

σε ετοιμόρροπο μπαλκόνι

και το βλέμμα σου

την παγερή γαλήνη

χειμωνιάτικου οροπέδιου

στο πέρασμα μπολσεβίκων

καβαλαραίων.

Το μερτικό της μοίρας σου

μια μαύρη παλάμη

που κάνει τα κρόσσια της λάμπας

(πίσω από την ακέφαλη φιγούρα σου)

σαν μια συστοιχία ερπετών

που μασουλάνε λίγο-λίγο

τις φωτοκόπιες σεναρίων

εργατικών θιάσων,

καλύτερα να έχουμε

τη νύχτα ατόφια

το σκοτάδι δεν θέλει ανάγνωση

όπως ο χρόνος του έρωτα

την αναδρομικότητα

των απαριθμήσεων.

Είμαι εδώ

ανέστιος και α-χρονικός

στην συμβολή των προβολέων

εγώ και δέκα χορεύτριες

αδιάφορες στον υπαινιγμό

 

του Ηριδανού

πάνω από τους εξώστες

των θερινών μπαρ

με μόνη πραγματικότητα

ένα ξύσμα υπεριώδες

στην βάση

του κρανίου τους

και την πλαστικότητα

των ανάρμοστων

γοφών τους,

δέκα μαυροντυμένες

μπαλαρίνες

σαν δέκα μαχαίρια

καρφωμένα σε έντεκα

κίτρινα καπέλα

αραδιασμένα στο πάτωμα,

το ένα

μια ισχνή παρουσία

στις ενδείξεις των ατομικών

ρολογιών

κι ένας ίσκιος

στο διαλέγεσθαι

των πάλαι ποτέ υπαρξιακών

εντευκτηρίων.

—Ποτέ δεν ξεχωρίζεις

αν ένας διοπτροφόρος

με κίτρινο καπέλο

είναι μετάλλαξη λεμούριου

ή ένας κρυφο-ομοφυλόφιλος

με τα εσώρουχα της γυναίκας του.—

Για κάθε τρεις πρωτόλειους

εξεγερμένους,

μας έλεγε,

ο ένας,

μια ακονισμένη

μαχαιριά

στα φιδοσόκκακα

χαμοσυνοικίας

κι οι άλλοι

ένα μετέωρο ξυράφι

στο υπέρθυρο

μικροαστικής νύχτας.

 

 

Είμαι εδώ

ενιαίος αλλά διάτρητος

σαν τις αντιστάσεις

των κοριτσιών

στις ξεναγήσεις

νεαρών βιβλιοθηκάριων,

υδαρής σαν τη βλέννα

γυμνοσάλιαγκων

σε κόκκινους τοίχους

αποικιακών λουτροπόλεων,

αιχμηρός

σαν το βέλος της δικής μας ώρας

desperados σε μικρολίμανα του νότου

όσοι χωρέσαμε

στο κάρβουνο βλέμμα

του συντρόφου Manuel Tiago.

 

***

ΙΙΙ

 

Σε τέσσερα κομμάτια τεμαχίστηκα

με τον πρώτο ζέφυρο του θέρους

ένα της σιωπής των περιπάτων

ένα των ασέληνων αφηγήσεων

ένα των ονειροπολήσεων

ενός κόκκινου αψηλού αστεριού

από ρουμπίνι

κι ένα της ανειρήνευτης ηδονής

των κοριτσιών

του πρώτου άστρου.

Τινάχτηκαν

σαν ανυπόμονες κροτίδες

στα χέρια αναστάσιμου εφήβου

κι έπεσαν

βρεγμένα αποκαΐδια

με το άξαφνο μπουρίνι

ενός αυχμηρού Ιούλη.

 

**

ΙV

 

Τούτο το σπίτι

συνάζει τις αψιμαχίες των αστερισμών

στη ράχη ενός ξύλινου αλόγου

κι έχει ένα άρωμα

από τις λουΐζες του κήπου

για ν’ αλαφραίνει τις ανάσες

των ζωντανών νεκρών του.

 

Eτούτο το σπίτι γίνεται ένα

με το μπόι της σελήνης

όταν τα σύννεφα δρασκελίζουν

τον πελιδνό της δίσκο

στις νεανικές του κάμαρες.

 

Τούτο το σπίτι

είναι ένα παράθυρο

των μικρών Κυκλάδων

που κλείνει το βιβλίο του καλοκαιριού

μια βουβή νύχτα

ανεκτέλεστων υποσχέσεων

κι απιθώνει την αγωνία του

σε ένα γαληνεμένο σύννεφο

του Οκτώβρη.

Βγαίνει με μια κόκκινη ομπρέλα

στο σεργιάνι του ήλιου

για να κρύψει τις ενοχές του

και χτυπάει τις χάντρες

ενός αδιέξοδου πεπρωμένου

με τη ραθυμιά

μεσημεριανού καφενείου.

 

Ετούτο το σπίτι,

κάτω από τ’ ασήκωτο φορτίο

της διαφάνειας του νερού,

μιλάει μια γλώσσα τεμαχισμένη

στις δύο κρουστές συλλαβές

της διάζευξης

όπως είναι το ζητούμενο

στο αίνιγμα της ύπαρξης.

Χωνεύει στους τοίχους του

ιδρώτα και αίμα

άγουρων οργασμών

και μουσκεύει τις αναπνοές

θηλυπρεπούς εφήβου

du cotê de chez Swann

μέσα από ένα μισοφωτισμένο παράθυρο.

Κρύβει δυο αναφιλητά

μια νύχτα φθινοπώρου

και τρία κόκκινα γράμματα

ξεθωριασμένα με το χρόνο

σαν το πρόσωπο ωραίου νεκρού

που αφήνει

για μόνο ανεξίτηλο

το αινιγματικό του χαμόγελο

στους επιγενόμενους.

 

Τούτο το σπίτι

εναλλάσσεται συνεχώς

με τη σκιά του

στην αέναη ροή

των φαινομένων

και κρατάει μια ντάμα σπαθί

απ’ το μοιράδι των ηρώων του

για να ποτίζει τις ρίζες του.

 

Ετούτο το σπίτι προσπαθεί να καλύψει

τον επιθανάτιο ρόγχο του

όταν μετεωρίζει

ένα αχυρένιο σύννεφο

πάνω από τα κεφάλια

νεανικών πικ-νικ

 

και διαλέγεται με την ανυπαρξία του

στον σπειροειδή γύρο του θανάτου.

Μουγκανίζει

τον καταθλιπτικό αέρα

της ιστορίας του

σαν μια γέρικη αγελάδα

στο μέσο ενός παιδόκηπου,

τούτο εδώ το σπίτι

βλέπει τα όνειρα του να χάνονται

στη διχοστασία

των μακριών ημερόνυχτων.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

* Αυτά τα τέσσερα ποιήματα με τωρινές μικρές τροποποιήσεις δημοσιεύθηκαν στην ηλεκτρονική έκδοση της ποιητικής συλλογής του Στάθη Λειβαδά « Ένα Παράθυρο της Νύχτας» (Ψηφιακές Εκδόσεις Εξιτήριον,  με άδεια  Creative Commons [CC-BY-NC-ND 4.0], 2022).