-1-
(ΑΦΗΓΗΤΗΣ) Ένα βράδυ του Γενάρη, στου Ολύμπου την κορφή,
οι Θεοί τ’ αποφασίσαν, να γενεί επιστροφή!
Πρώτος μίλησε ο Δίας, ο πατέρας των Θεών.
Τον Ερμή καλεί να τρέξει, στο συμβούλιο των θνητών,
για την Κόρη που εκλάπη, απ’ την Άγια τούτη Γη,
που αιώνες υποφέρει, κι πληγή αιμορραγεί!
Κι ύστερα θενά*πετάξει, στου Λονδίνου την καρδιά,
το χαρμόσυνο το νέο, ν’ αναγγείλει μια βραδιά!
Μα κι Κόρη λαχταράει, μέρα νύχτα καρτερά,
να’ρθει η ώρα που προσμένει, για ν’ ανοίξει τα φτερά.
Στη Πατρίδα να γυρίσει, απ’ τη μαύρη ξενιτιά,
κι όλα όσα τη βαραίνουν, να τα ρίξει στη φωτιά!
Έτσι, κύλισαν τα χρόνια, μέσα στην αναμονή.
Και η Κόρη μαραζώνει, και στερεύει υπομονή.
Μα του γυρισμού η φλόγα, την κρατάει ζωντανή,
και του νόστου η άγια ώρα δε θα’ργήσει να φανεί!
(ΕΡΜΗΣ) <<Καρυάτιδα Αθηναία, φως αστείρευτο, λαμπρό!
Κάθε βράδυ σε προσμένω, να γυρίσεις καρτερώ.
Στο ναό του Ερεχθείου, είν’ η θέση σου αδειανή.
Μα σα θα ’ρθεις πάλι πίσω, θα’ναι μέρα γιορτινή!>>
(ΑΦΗΓΗΤΗΣ) Στο Βρετανικό Μουσείο, στου Λονδίνου την καρδιά,
έφτασε από την Κρήτη, μια παρέα από παιδιά.
Μες τη σκέψη, στο μυαλό τους, μία λέξη ιερή.
Νιώθουν χρέος προς την κόρη, που αιώνες καρτερεί.
Όλοι στέκουν τώρα εμπρός της, με περίσσεια προσοχή.
Θαμπωμένοι την κοιτάζουν, και κρυφά κάνουν ευχή.
Υπερήφανη, πανώρια*, απαράμιλλη* ομορφιά!
Θείο κάλλος* που φαντάζει, σε πελάγη χρυσαφιά!
Την Ελληνική σημαία, ξεδιπλώνουν κι αρχινούν.
<<Τζιβαέρι*>> αναστενάζουν, κι όμως μέσα τους πονούν.
Με συγκίνηση μεγάλη και με θλίψη στην καρδιά,
την ξενιτεμένη κόρη, τραγουδάνε τα παιδιά!
(ΠΑΙΔΙΑ) <<Τζι-βα-έ-ρι-μου! Σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά!>>.
(ΑΦΗΓΗΤΗΣ) Της ψυχής το μοιρολόι, γκρέμισε κάθε φραγμό. Και η κόρη ζωντανεύει, και μιλάει με καημό.
(ΛΕΥΚΟΘΕΑ) <<Ατελείωτες οι ώρες, γκρίζες, άδειες, παγερές!
Σύντροφος μου η νοσταλγία, δίχως φως, δίχως χαρές.
Αδειανή η αγκαλιά μου, κι αδερφές μου μακριά,
να προσμένουν να γυρίσω απ’ τη μαύρη ξενιτιά!>>.
(ΑΦΗΓΗΤΗΣ) Η συγκίνηση μεγάλη, απ’ της κόρης τον καημό.
Κι Σαπφώ την πλησιάζει, πνίγοντας έναν λυγμό.
`
-2-
(ΣΑΠΦΩ) <<Λευκοθέα Αθηναία, Καρυάτιδα αγνή!
Έχεις των Θεών τα κάλλη, μα είσαι πάντοτε σεμνή!
Έρχεσαι στα όνειρά μας, ζωντανεύεις την αυγή.
Καρυάτιδα Αθηναία, μάγεψες όλη τη γη!>>.
(ΑΦΗΓΗΤΗΣ) Δάκρυσε η Λευκοθέα, και πλημμύρισε με φως!
Κι καρδιά της ζωντανεύει απ’ τα λόγια της Σαπφώς.
(ΛΕΥΚΟΘΕΑ) <<Ελληνόπουλα παιδιά μου, της Πατρίδος οι ανθοί.
Η ψυχή μου αναγεννάται και τη λευτεριά ποθεί.
Σεις, μου φέρατε ελπίδα, φως, ζωή, παρηγοριά.
Κι αγάπη σας θ’ ανοίξει, δρόμο για τη λευτεριά!
Όμως τώρα πλησιάστε, να σας πω το μυστικό.
Όταν φως θα αντικρίσω, φως ανέσπερο, λευκό,
με την πρώτη ηλιαχτίδα, θα πετάξω και θα ρθω!
Στην Πατρίδα σας την Κρήτη, την τρανή, την ξακουστή,
που στο διάβα των αιώνων, έχει χιλιοδοξαστεί!
Συντροφιά μου οι Δροσουλίτες και τρανοί πολεμιστές.
Μέσα στη δροσιά του Μάη, δίνουν μάχες ξακουστές.
Πάνω στην κορφή του Κάστρου, θα’μαι φως, Αυγερινός.
Θα μιλάω στις ψυχές σας, θα’μαι ήλιος φωτεινός!>>.
(ΑΦΗΓΗΤΗΣ) Με τα μάτια βουρκωμένα, πρόσφεραν κλαδί ελιάς.
Η Σαπφώ κι Αντιγόνη, μπρος στα πόδια της Θεάς.
Σαν απόμεινε μονάχη, ο Μορφέας την καλεί,
και στην χώρα του ονείρου, μυστικά την προσκαλεί.
Ο Μορφέας τη μαγεύει, κι έρχεται κάθε βραδιά,
με του έρωτα τα βέλη, και της κλέβει την καρδιά!
Απ’ το χέρι την κρατάει, κάθε βράδυ τρυφερά!
Μες στ’ αστέρια σεργιανάνε, και σε μέρη ιερά!
Κι Καλλίστη αφημένη, σε γαλάζια ακρογιαλιά,
γαληνεύει, ημερεύει,στη γλυκιά του αγκαλιά!
Ξάφνου, κάτι την ξυπνάει, ένας φοβερός σεισμός!
(ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ) <<Λευκοθέα, μη φοβάσαι, σήμανε ο γυρισμός!>>.
(ΑΦΗΓΗΤΗΣ) Μια τρελούτσικη ηλιαχτίδα, την κοιτάζει και γελά.
Απ’ τα βάθη των αιώνων, λάμπει και χαμογελά!
Τρύπωσε απ’ τη χαραμάδα, του φεγγίτη τη σχισμή.
Μια αχτίδα αλκυονίδα, που ηλιοστέφανο κοσμεί.
(ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ) <<Λευκοθέα, κόρη νέα, κόρη αγνή και φωτεινή!
Η ματιά σου με μαγεύει, είναι τόσο αληθινή!>>.
(ΑΦΗΓΗΤΗΣ) Απαστράπτουσα η Κόρη, κλαίει τώρα από χαρά.
Ήγγικε* του νόστου η ώρα, για ν’ανοίξει τα φτερά!
(ΛΕΥΚΟΘΕΑ) <<Ηλιαχτίδα μου, ζωή μου, φως αιώνιο λαμπρό!
Κι αν περάσαν τόσα χρόνια, πάντα εσένα καρτερώ.
Στο ναό του Ερεχθείου, θέλω πάλι να βρεθώ.
Συντροφιά στις αδερφές μου, πλάι τους θε να σταθώ!>>.
`
-3-
(ΑΦΗΓΗΤΗΣ) Μ’ένα άγγιγμα ηλιαχτίδας, μες τα σύννεφα πετά.
Θάλασσες, βουνά διαβαίνει, την Πατρίδα αναζητά.
(ΛΕΥΚΟΘΕΑ) <<Ω! Ελλάδα ευλογημένη! Μάνα μύθων και θεών.
Του πολιτισμού το λίκνο, γη επιφανών ανδρών!>>.
(ΑΦΗΓΗΤΗΣ) Η ματιά της καρφωμένη, στον ναό τον λαμπερό!
Στον ναό του Παρθενώνα, στης Παλλάδας* το ιερό!
Η Κόρη τώρα προχωρά,αγέρωχη, πανώρια!
Να σμίξει με τις αδερφές, που ήταν χρόνους χώρια.
Στου Ερεχθείου τον ναό, φτάνει με αγωνία.
Ψάχνει ολούθε γύρω της,σε κάθε του γωνία.
Μάταια όμως προσπαθεί! Πού να’ναι οι αδερφές της;
Κι αμέσως έρχονται στο νου, οι σκέψεις οι κρυφές της.
Μη τις αρπάξανε κι αυτές, κι είν΄ μακριά στα ξένα;
και κλαίνε και μοιρολογούν, με λόγια πικραμένα;
Τον λόγο της δεν πρόλαβε, η Κόρη να τελειώσει,
κι Ηλιαχτίδα πρόβαλε, το χέρι να της δώσει.
Και πριν το δάκρυ της καυτό, κυλήσει απ’ τα μάτια,
η Αλκυόνη στόλισε, με φως τα σκαλοπάτια!
Αντάμα τώρα προχωρούν, και φτάνουν στο μουσείο.
Νέο Μουσείο Ακρόπολης, αιώνιο μνημείο!
Η περιήγηση* αυτή, χαρίζει συγκινήσεις.
Το γυάλινο το δάπεδο, όταν θ’ ανηφορίσεις,
βλέπεις αρχαίες γειτονιές, στον χρόνο ταξιδεύεις.
Μνήμες μιας άλλης εποχής, μπροστά σου ζωντανεύεις!
Τ’ αγάλματα και τα γλυπτά, στο διάβα της δακρύζουν.
Και οι αχτίδες του φωτός,πάνω της καθρεφτίζουν!
Τα χείλη τρεμοπαίζουνε, τα μάτια πλημμυρίζουν.
Και με λαχτάρα περισσή, την εκαλωσορίζουν!
Γαλήνια τώρα προχωρά, περιχαρής προσμένει.
Να δει τις αδερφάδες της, που χρόνια περιμένει.
Όλες μαζί μια αγκαλιά, να σβήσουν τον καημό τους,
τη θλίψη, την απελπισιά, τον βίαιο χωρισμό τους!
Μα, να! Τις βλέπει απέναντι, ψηλά σ’ έναν εξώστη.
Αγέρωχες να λούζονται,στο κάλλος και στη νιότη!
Απέναντι τους στέκεται με δέος τώρα η Κόρη,
κι Αθηνά στο πλάι τους, μ’ ασπίδα και με δόρυ.
Η θέση της είν’ αδειανή, και η πληγή ματώνει.
Όμως αυτή η επιστροφή, τις κόρες τις λυτρώνει!
Περιχαρείς*, ηλιόλουστες, στα μάτια την κοιτάζουν,
και με λαχτάρα και στοργή, σφιχτά την αγκαλιάζουν!
(ΛΕΥΚΟΘΕΑ) <<Χαίρε Παλλάδα Αθηνά, και σεις αγαπημένες!
Κόρες του Ήλιου, του φωτός, χιλιοτραγουδισμένες!
Χρόνους πολλούς στερήθηκα,αγάπη και Πατρίδα!
`
-4-
Η αγκαλιά μου αδειανή, ζωή χωρίς ελπίδα!>>.
(ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ) <<Μονάκριβή μας αδερφή! Η απουσία σου πληγή,
στην δόλια την καρδιά μας! Άδεια η θέση σου εδώ,
άδεια …κι αγκαλιά μας!!
Μαζί μας κι Αυγουστιάτικη Πανσέληνος προσμένει,
καταμεσής μες τον ναό,ξανά να σε μαγέψει!
Να βάψει χρώμα πορφυρό, τα μάρμαρά σου τ’ άσπρα!
Να αναζωπυρωθεί* η δόξα σου, να φτάσει έως τ’ άστρα!>>.
(ΛΕΥΚΟΘΕΑ) <<Αδερφές μου! Το Πνεύμα κι Ψυχή δε φυλακίζονται!!
Όρκο ιερό ας δώσουμε, μπροστά εις την Παλλάδα.
Μια αγκαλιά να γίνουμε, αιώνια Ελλάδα!!>>.
(ΑΦΗΓΗΤΗΣ) Ξημέρωσε και πρόβαλλε, μία καινούρια μέρα.
Κι ο ήλιος μες το άρμα του, φωνάζει <<καλημέρα!>>.
Τα ηλιόφτερά της άνοιξε, και η μικρή του κόρη.
Στον ουρανό ξεχύθηκε, στου ήλιου τ’ ανηφόρι!
Μα, να την! Φτάνει βιαστικά, μπαίνει απ’ την χαραμάδα.
Κι ένα γλυκό τραγούδισμα, της προκαλεί ζαλάδα.
Είν΄ο Μορφέας που κρατά, σφιχτά την Λευκοθέα!
Τα πύρινα* τα λόγια του, φωτιά του Προμηθέα.
(ΜΟΡΦΕΑΣ) <<Καρυάτιδα Αθηναία, μου’χεις κλέψει την καρδιά!
Έρχεσαι στα όνειρά μου, μου γλυκαίνεις τη βραδιά.
Λευκοθέα αγαπημένη, ταξιδεύουμε μαζί.
Κι όταν φτάνουμε στ’αστέρια, τ’όνειρό μας ξαναζεί!!>>.
(ΑΦΗΓΗΤΗΣ) Τρέμοντας η Ηλιαχτίδα, άνοιξε χρυσά φτερά,
και σιμά τους τώρα φτάνει, και μιλάει τρυφερά.
(ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ) <<Λατρεμένη Λευκοθέα, μην αφήσεις να χαθεί,
τ’ όνειρο του γυρισμού σου, στο σκοτάδι το βαθύ.
Θα’ναι πάντα σύντροφός σου, ο Μορφέας που ποθεί,
φως αιώνιο να γίνει, και μαζί σου να ενωθεί!
Κι όταν θα με συναντάτε, θα’μαι δρόμος φωτεινός.
Της επιστροφής ο δρόμος, θα’ναι πάντα γιορτινός!!>>.
(ΑΦΗΓΗΤΗΣ) Κι ένα πρωινό του Μάη, στα Σφακιά στη Νότια Κρήτη,
αναδύθηκε η κόρη, λάμπουσα σαν Αφροδίτη!
Μες τα γαλανά νερά της, σε κρυστάλλινο ακρογιάλι,
εξεπρόβαλλε σαν ρόδο, σαν εξωτικό* κοράλι*!
Μεγαλόπρεπη φαντάζει, και φεγγοβολεί σαν άστρο!
Κι γενναίοι Δροσουλίτες, πολεμάνε μπρος στο Κάστρο!!
Ευχαριστώ από καρδιάς για την τιμή, να με φιλοξενήσετε στο έγκριτο περιοδικό σας!