Ούτε της αγρύπνιας μα μήτε και του πάθους

κεχριμπάρι το βλέμμα

τρέχουν στεριές και θάλασσες

ν’ σμίξουν κάπου στον ορίζοντα το φως

μια κραυγή, μια φωνή, μια πνοή

πάνε χρόνια που έχει στρέψει την ψυχή

στον καθρέφτη του ήλιου,

ό,τι αντέξουν τα μάτια κέρδος θα ’ναι.

Πνεύμα όρθιο,

τώρα στην όψιμη παγωνιά

ανθοβολά ο νους κυκλάμινα

κι ας έχει ο πόθος καλοκαίρι,

τώρα που μένει ανοιχτός

στα φιλήματα του φθινοπώρου

τώρα που οι αισθήσεις πλάτυναν

ανάμεσα ουρανού και γης

για να χωρέσουν τις λέξεις.

Εκεί που γράφουν τα πουλιά,

στ’ ανέφαλα,

διαβατάρικες διαδρομές και εφήμερα,

εκεί το ανάστημα της αγάπης

που κατακάθαρη και αδιαίρετη

δοξάζει και δοξάζεται

κι ανασπιθίζει η αιωνιότητα

στο χείλος της αβύσσου,

εκεί κι εκείνος

με τη σφεντόνα της ζωής

στο χοροστάσι του καιρού

ώρα που η σγουροκέφαλη νιότη

προβάλει πολυφίλητη σαν είδωλο

καθώς ο αποβροχάρης ήλιος

σηκώνει ό,τι έχει φτερούγες

αρχαγγέλους,

γεράκια, θαλασσαετούς,

αέρα, λογισμούς, κύματα, νοσταλγία.

Μετρώντας κίτρινα φύλλα και φίλους

στην προσμονή μιας δίκαιης μοιρασιάς

στοιβάζοντας στην παλιά τάβλα

μαζί με τα ρόδια

ονόματα κι όνειρα

ξοδιάζει στιγμές, μέρες, νύχτες

μεταλαβαίνοντας τη μοναξιά αρίζωτη,

εκεί στην αχλόιστη κακοτράχαλη πέτρα

κυκλωμένος από φλόγες

τώρα που οι σκέψεις, σαΐτες

λευτερώθηκαν

κι έμεινε στα χέρια του

λάφυρο το σπασμένο δοξάρι

με το χτες αγλύκαντο ακόμη

και το αύριο φλογισμένο σύνορο.

Ω! πήλινο σώμα και δάφνη χλωρή

με πόση φρόνηση ανοίγεις

το μαρουβά της γνώσης

όσο η προσμονή στα βλέμματα

καίγεται λιβάνιμερτζουβί.

 

 

 

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης

Ζωή Δικταίου

Κέρκυρα 6 Νοέμβρη 2024