Αγαπώ πολύ τα αγριολούλουδα γιατί θαυμάζω την ατημελησία της φύσης. Έχει κάτι το δημοκρατικό: όλα συμμετέχουν στο περιβάλλον τους κι όλα επηρεάζονται από αυτό με τρόπο θαυμαστό και μαγικό. Κάποια λουλούδια είναι ταλαιπωρημένα από τον άνεμο και την αλμύρα, απ’ το χιόνι ή τον καύσωνα. Δεν υπάρχει καμία προσποίηση σε αυτήν την κατάσταση, σε αυτές τις λυγισμένες μορφές, που έχουν χάσει κάποια φύλλα και πέταλα, δίχως να ελαττωθεί η λάμψη των χρωμάτων τους. Η παρακμή ή η ακμή στη φύση είναι νόημα, ακριβώς επειδή είναι φυσική. Κι όλα υπάρχουν ταυτόχρονα μόνα τους: κάθε όμορφο χρώμα, κάθε μεθυστικό άρωμα, κρύβει μια βίαιη αγωνία, τον αγώνα για επιβίωση, ατομικό και συλλογικό συγχρόνως. Μια ελευθερία χρωμάτων, αρωμάτων, σχημάτων, θαύματος. Άγρια χαρά και άγρια οδύνη, ηδονή ακέραιη και ολόκληρος πόνος. Αυτή είναι η αγνότητα, την οποία εκτιμάει μονάχα το παιδικό βλέμμα. «Ο ποιητής είναι παιδί». Ο γνήσιος ποιητής, ο ζωντανός, ο ακέραιος, που μπορεί να τραγουδήσει με την ίδια ευκολία τον ουρανό και την κόλαση. Ο ποιητής που αντιλαμβάνεται και νιώθει πως ο άνθρωπος, ο συνάνθρωπος, πάντα θα στέκεται πάνω από την τέχνη, επειδή είναι η καταγωγή και το τέλος της.

Η Ρωξάνη Νικολάου είναι αυτή η ποιήτρια. Έτσι τη γνωρίζεις τόσο στον προφορικό, όσο και στον γραπτό της λόγο. Μπορώ να ισχυριστώ μάλιστα ότι ο ένας διασταυρώνεται διαρκώς με τον άλλο, λειτουργώντας σαν το υφάδι και το στημόνι που υφαίνουν μαζί ολόκληρο το υφαντό τής Ρωξάνης. Η προσήνειά της, η φυσικότητα, η συναισθηματική ευγένεια, το θάρρος, η αγωνία, ο πόνος, η χαρά βγαίνουν στο χαρτί ως έκτυπες μορφές της συγγραφέως. Το σημειώνωγιατί δεν είναι λίγες οι φορές που έχω νιώσει ότι ο αναγνώστης μοιάζει να ξεχνάει τον άνθρωπο που κρύβεται πίσω από το έργο, λησμονώντας ότι το μεγαλείο, όταν υπάρχει, πηγάζει πάντοτε από ένα άτομο κι όχι από έναν λογοτεχνικό κι απόμακρο, ψυχρό, νεκρό ουρανό.

Δε θ’ αντιμετωπίσω μια ολόκληρη ποιητική συλλογή της Νικολάου, γιατί κάτι τέτοιο θα με περιόριζε σε μια ανώφελη παρουσίαση του έργου της, δε θα μου επέτρεπε την ανάλυση και στη συνέχεια την απόδειξη θέσεων που νομίζω ότι μπορούν να εφαρμοστούν στο σύνολο της ποίησής της. Με άλλα λόγια, η τακτική που θα υιοθετήσω εδώ είναι η επαγωγή. Ήδη έχουν γραφτεί ποιοτικά κείμενα για τη Ρ. Ν. και θα προσπαθήσω όπως μπορώ να συμμετάσχω στον διάλογο. Ξεκινώ από ένα ποίημα που θα μας τη συστήσει, καθώς είναι ποίημα ποιητικής:

 

ΤΙ ΣΩΣΤΑ ΒΑΛΜΕΝΑ ΤΑ ΣΠΛΑΧΝΑ ΜΟΥ
ΤΙ ΒΡΑΧΩΔΕΙΣ ΦΘΟΡΕΣ

Τι σωστά βαλμένα
τα σπλάχνα μου
τι βραχώδεις φθορές
κι οι ωκεανοί ανάμεσά τους
να καταπίνουν
τις αντηχήσεις των πτώσεων
τους ιλιγγιώδεις χρωματισμούς τους
το ίζημα να φρουρούν
στα άδοξα, θνητά τους βάθη.

 

Είναι η αρχιτεκτονική ενός σώματος ποιητικού, η ανατομία του. Η ακρίβεια στην έκφραση («τι σωστά βαλμένα»), ο οδυνηρός λυρισμός, κάποτε ελεγειακός τόνος («τα σπλάχνα μου»), η αυστηρότητα στην έκφραση του πάθους, η περιστολή των παράφορων συναισθημάτων (η λιτότητα και η πειθαρχία των βράχων, οι ωκεανοί που «καταπίνουν αντηχήσεις πτώσεων» και τους σχεδόν ρεμποϊκούς «ιλιγγιώδεις χρωματισμούς»), ο καθημερινός, φθαρτός βίος («στα άδοξα θνητά τους βάθη»), που διάγεται μέσα στο σκοτάδι της ιδιωτικότητας, αλλά και στην αντάρα του εσωτερικού κόσμου (τα βάθη), είναι τα λογοτεχνικά υλικά της Ρωξάνης Νικολάου. Το ποίημα θυμίζει τη «Θάλασσα του πρωιού» του Καβάφη, που είναι επίσης ένα ποίημα ποιητικής. Και οι δύο ποιητές χρησιμοποιούν τον θαλασσινό τόπο, προβάλλοντας πάνω του το ποιητικό εγώ. Προχωρώ στα επόμενα δύο ποιήματα, που μάλιστα δημοσιεύτηκαν μαζί, την «Πάλη» και τα «Πασατέμπος της όρασης»:

ΠΑΛΗ         

Ρώτησε μάνα
τα ξερά φύλλα της μήτρας σου
(ακούς τις πατημασιές μου;)

ρώτησε το σπίτι, τα κλειδιά
τους γείτονες
αν γνωρίζουν
αν με είδανε

καθώς θροΐζανε σιγαλά το σώμα τους
ποτίζοντας τις γλάστρες
καθαρίζοντας το αυτοκίνητο
κι αθόρυβα μαραίνονταν
κι ο ύπνος τους λιγόστευε
τ’ αγκάθια του
από ανεξήγητη έλξη για το θάνατο

ρώτησε το δρόμο
(που κάλπασε βιαστικά προς κάπου)
γιατί ξεπέζεψε
και σκότωσε το άλογό του

κι ετοίμασε την απάντηση
πριν οι πατημασιές θεριέψουν

πριν ξεκινήσει η πάλη
κι η ερώτηση κι η απάντηση
δεθούν σφιχτά
με το γρανιτένιο λώρο της βαρύτητας.

 

ΠΑΣΑΤΕΜΠΟΣ ΤΗΣ ΟΡΑΣΗΣ

Είμαι ένα πηγάδι
με λιγοστό νερό
καμιά φορά στερεύω
και μονάχα κοιτάζω

το ανάπτυγμα του ειδώλου μου
στο θόλο

καθώς πέφτει
τον ίλιγγό του στα τοιχώματα
τον ξερό του κρότο.

Αντιστροφή της μοίρας
επαναληπτική·
πασατέμπος της όρασης.

 

Στο πρώτο ποίημα υπάρχει ένα από τα πιο όμορφα και δουλεμένα στοιχεία της Ρωξάνης Νικολάου, που γενικεύεται και στην υπόλοιπη ποίησή της (όπως για παράδειγμα στο βιβλίο της Σαλός μαγνήτης), ο συναισθηματικός στοχασμός. Εξηγώ αμέσως: η Ρωξάνη, ψαύοντας τα συναισθήματά της και το εξωτερικόγεγονός που τα γεννά, παράγει φιλοσοφικό λόγο, στοχαστικό. Ως παράδειγμα χρησιμοποιώ τους στίχους «πριν ξεκινήσει η πάλη/ κι η ερώτηση κι η απάντηση/ δεθούν σφιχτά/ με το γρανιτένιο λώρο της βαρύτητας»: αυτοί οι στίχοι είναι κατ’ εμέ αληθινή απεικόνιση του μεγαλείου και γνήσιος στοχασμός. Το αρραγές σφιχταγκάλιασμα της ερώτησης και της απάντησης που δεν επιτρέπει στο άτομο κάποια βεβαιότητα γι’ αυτήν τη ζωή ή για τον εαυτό του, μέσα στη δίνη της πάλης που το έχει εγκλωβίσει. Υψηλός λυρισμός κατά τη γνώμη μου. Συνεχίζω μετά την αναγκαία στάση: Ένα ακόμη χαρακτηριστικό των ποιημάτων της Νικολάου είναι ο υπόκωφος υπαρξισμός, όπως εκφράζεται για παράδειγμα στον αριστουργηματικό στίχο «καθώς θροΐζανε σιγαλά το σώμα τους»: αυτοί οι άνθρωποι, λοιπόν, δεν υπάρχουν ακέραιοι, αλλά το σώμα τους ρευστοποιείται ηχητικά. Σε άλλο σημείο βλέπουμε το ίδιο: «κι ο ύπνος τους λιγόστευε/ τ’ αγκάθια του/ από ανεξήγητη έλξη για το θάνατο». Δηλαδή δεν ανήκουν στη ζωή, μα ούτε και στον θάνατο. Εδώ αναδύεται η φύση της επιθυμίας, το σώμα της, που ποτέ δεν είναι ακέραιο, μα ούτε και νεκρό, περισσότερο ακρωτηριασμένο, θα λέγαμε, όπως τα αγάλματα στους αρχαιολογικούς χώρους (άλλωστε η Ρ. Ν. σπούδασε στο Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Χαϊδελβέργης). Εννοώ ότι οι επιθυμίες μας ποτέ δεν πραγματώνονται ολόκληρες. Πάντα καταλήγουν μεταξύ αυτού που θέλαμε και εκείνου που αρνιόμασταν. Σημειώνω επίσης κάτι στο οποίο θα επανέλθω αργότερα: η ένταση του ποιήματος είναι εξπρεσιονιστική (υπάρχει σε όλη τη γλώσσα της Νικολάου ένας απόηχος του γερμανικού Εξπρεσιονισμού αναμεμειγμένου με συμβολιστικά στοιχεία, ακόμη και μια ηχώ του Σαχτούρη). Αξίζει κανείς να σταθεί στους τρεις πρώτους στίχους της «Πάλης»: Ρώτησε μάνα/ τα ξερά φύλλα της μήτρας σου/ (ακούς τις πατημασιές μου;). Μοιάζει μ’ ένα ηχητικό όραμα του εμβρύου στην κοιλιά της μητέρας, άλλο ένα εξπρεσιονιστικό στοιχείο (το όραμα και το όνειρο), όπως και η εμψύχωση των αντικειμένων, που ακολουθεί («ρώτησε το σπίτι, τα κλειδιά», μετά «το δρόμο»), ανακαλώντας για άλλη μια φορά τον ονειρικό κόσμο, αλλά και το δημοτικό τραγούδι (όπου η εμψύχωση είναι αρκετά συχνή, όπως στην παραλογή «Του γιοφυριού της Άρτας», όπου η ζωντανή γυναίκα που θυσιάζεται στα θεμέλια, δίνει ζωή στη γέφυρα και την προφυλάσσει). Οι γλάστρες και το αυτοκίνητο παρουσιάζονται ως σύμβολα του παρηκμασμένου αστικού πολιτισμού. Ύστερα η βία εκδηλώνεται απότομα, απροσδόκητα, φυσικά, πάλι όπως στο όνειρο («σκότωσε το άλογό του») ή και στο παραλήρημα, που εν προκειμένω εκφράζεται οριακά μέσα από μια ηχητική και καταδιωκτική απειλή («Οι πατημασιές που θεριεύουν»).

Στα «Πασατέμπος της όρασης» η παρουσία του νερού μοιάζει με ένα είδος πράξης του υποκειμένου. Το νερό του πηγαδιού είναι η λειτουργικότητά του, ο λόγος που υπάρχει σε μια κοινότητα, η προσφορά του. Όταν στερεύει, το λυρικό εγώ περνά σε μια εξωτερική απραξία, αναπτύσσεται (και, συνεπώς, κινείται) μόνο εσωτερικά («μοναχά κοιτάζω»). Ο «θόλος» του ποιήματος είναι το εσωτερικό του ατόμου. Η λειτουργικότητα του πηγαδιού (το νερό), ο τρόπος του να συμμετέχει στις ζωές των άλλων, είναι το σημείο απ’ το οποίο κρατιέται το λυρικό εγώ, απ’ το οποίο κρίνεται σε μεγάλο βαθμό η επιβίωσή του. Όταν στερεύει το πηγάδι, το εγώ κατακρημνίζεται (αντί να αναδύεται, όπως ανοδική είναι συνήθως η πορεία του πηγαδίσιου ύδατος: «αντιστροφή της μοίρας»), μέσα σε μια υπόκωφη κραυγή («τον ξερό του κρότο»), σχεδόν κινηματογραφική, ένα είδος κορεσμού της καθημερινής ανίας («πασατέμπος της όρασης»). Η έκφραση είναι ελλειπτική, οι επιθετικοί προσδιορισμοί σχεδόν τοποθετούνται στο παρασκήνιο, η γλώσσα αποκτά μια «επιρρηματική» χρήση, που δηλώνει το ποιόν του ψυχικού γεγονότος. Στο τέλος υπάρχει ένα ίχνος σαρκασμού (η χρήση της λέξης «πασατέμπος» ξαφνιάζει για την αντιποιητικότητά της μπροστά στην τραγικότητα της πτώσης. Μοιάζει με μια απότομη αλλαγή της μάσκας, με έναν απόηχο γέλιου, σχεδόν σαδιστικού). Το ποίημα, με το μικρό του μήκος και την αφαιρετικότητά του, παίρνει τη μορφή του πηγαδιού με το «λιγοστό νερό». Περνάω και στο τελευταίο ποίημα που θα εξετάσω, ένα από τα δυνατότερα της Ρωξάνης Νικολάου κατά τη γνώμη μου:

 

ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ

Είμαι η μοναχική μηχανή
στη νύχτα των περβολιών
η χαλασμένη ατμάκατος
στ’ ανοιχτά της λιμνοθάλασσας
(δεμένη στο λαιμό εκείνου που περπατά αβημάτιστα στις όχθες)
το σπίτι μου είναι στοιχειωμένο από εκφωνητές ειδήσεων

τ’ αδέλφια μου νεκρά, τα παιδιά μου πήραν
τους πέρα, πέρα κάμπους της ζωής
μα έχω γέρον άντρα και δυο μικρά παιδιά
βαρύ σταμνί μου δίνει κι ένα κοντό σχοινί
(επινοημένε μου φίλε, με την παρεμβολή
των ως άνω στίχων επιθυμώ να σου προσφέρω
 
κουφέτα κι άγουρα μόσφιλα)
μαθαίνω πως τα παιδιά μου εργάζονται
σ’ ιδιόχειρες βιοτεχνίες παραγωγής χαράς
«μείνε ήσυχη μάνα, μανούλα, μικρή μας, άβγαλτη κόρη».
Κάθομαι στο σκαλάκι της εξώπορτας ώσπου να ησυχάσει
της λύπης το κουδούνισμα στα κούφια κόκαλα του ύπνου.

 

Ηχητική μοναξιά («Είμαι η μοναχική μηχανή/ στη νύχτα των περβολιών/ η χαλασμένη ατμάκατος/ στ’ ανοιχτά της λιμνοθάλασσας») σ’ ένα επίσης μοναχικό τοπίο. Εκείνος που «περπατά αβημάτιστα στις όχθες» πρέπει να είναι ο νοερός οδοιπόρος, που έχει τα πόδια της φαντασίας, του ονείρου. Η πραγματικότητα εκδηλώνεται καταδιωκτικά («οι εκφωνητές ειδήσεων»). Υπάρχει ένα διάχυτο αίσθημα εγκατάλειψης και ανάγκη για φυγή. Η στάμνα και το κοντό σκοινί, το σκοτάδι που υπονοούν, εμφανίζεται ως διέξοδος, αλλά και ως δώρο (τα κουφέτα και τα μόσφιλα). Η βιομηχανοποίηση της πραγματικότητας άλλο ένα στοιχείο του εξπρεσιονισμού (« οι ιδιόχειρες βιοτεχνίες παραγωγής χαράς»). Το υποκείμενο του ποιήματος, απελπισμένο, μόνο, αμήχανο μπροστά στον τόπο, τον χρόνο και τα πρόσωπα που το αφήνουν πίσω, γίνεται ξανά παιδί, αθώο, αλλά και ανήμπορο («μείνε ήσυχη μάνα […] άβγαλτη κόρη). Ο συμβολοποιημένος ήχος επανέρχεται στο τέλος του ποιήματος με το κουδούνισμα της λύπης, μαζί με μια εικόνα άκρως εξπρεσιονιστική των κούφιων κοκάλων του ύπνου. Η Ρωξάνη Νικολάου μοιάζει με σκεύος που αντηχεί ολόκληρο από τέτοιους οριακούς ήχους («ηχητικές εικόνες» θα τους ονόμαζα), που ισορροπούν μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, μεταξύ του εγώ και των άλλων, στοιχείο ενός υπαρξιακού δυϊσμού άκρως ποιητικού.

Τι διαβάσαμε; Σίγουρα εξαιρετική ποίηση. Το όραμα, η έμμεση αναφορά στον εμπειρικό κόσμο, η πραγματικότητα του εσωτερικού συναισθήματος (όπως έλεγε ο Gustave Moreau), ο συμβολισμός και η αφαιρετικότητα, η παραμόρφωση του χώρου και του χρόνου, η ένταση, το πρωτόγονο, η κυριαρχία των εικόνων και του μεταφορικού λόγου, οι αντιποιητικές λέξεις και άλλα πολλά κατατάσσουν την ποίηση της Ρωξάνης Νικολάου μέσα στο πλαίσιο του Εξπρεσιονισμού, αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα στον Συμβολισμό (με όλα τα παραπάνω συνυπάρχουν στα ποιήματά της η συναισθησία (οι οριζόντιες αντιστοιχίες), ο ιμπρεσιονισμός και το ασυνείδητο). Στον χώρο της ελληνόφωνης λογοτεχνίας η Ρωξάνη νομίζω ότι συνομιλεί περισσότερο με τον Σαχτούρη και τον Σινόπουλο, και με το δημοτικό τραγούδι, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που η αγωνία της γίνεται σχεδόν σεφερική. Η γλώσσα της στηρίζεται περισσότερο στα ουσιαστικά, είναι, θα λέγαμε, μια ποίηση ονομάτων. Οι συχνοί διασκελισμοί (αν και θα έπρεπε να μελετηθούν χωριστά) συνήθως αυξάνουν την ένταση του νοήματος και συναρμόζουν τον εσωτερικό ρυθμό των ποιημάτων. Η ένταση αυτή παράγεται κυρίως μέσα από την περιστολή των νοημάτων, δηλαδή την αφαιρετικότητα, αλλά και μέσω της συστηματικής και συντεταγμένης ανοικείωσης, που «μας παρουσιάζει τα γνωστά, οικεία αντικείμενα σαν άγνωστα και διαφορετικά»όπως σημείωνε ο Jakobson(η μετάφραση της Ελένης Μπακαγιάννη). Ο συναισθηματικός στοχασμός την ξεχωρίζει από τον πλαδαρό κι ανέμελο λυρισμό στον οποίο έχουμε συνηθίσει. Τα ρεαλιστικά στοιχεία δε λειτουργούν ρεαλιστικά: υπονομεύουν την πραγματικότητα, εντάσσονται περισσότερο στο πλαίσιο της ανοικείωσης. Ο υπαρξισμός της φαίνεται να κατάγεται από τον Χάιντεγκερ ή τουλάχιστον ανοίγει έναν διάλογο μαζί του, γιατί πιστεύω πραγματικά ότι η Ρωξάνη Νικολάου υπάρχει αυθεντικά, εντελώς ποιητικά και αγνά. Μοιάζει με εκείνους τους περίκλειστους κήπους του ύστερου Μεσαίωνα. Ο φράχτης ή ο τοίχος ενός τέτοιου κήπου προστατεύει αυτό που βρίσκεται μέσα του, τον αγνό, ιερό έρωτα. Η Νικολάου έχει καταφέρει να αντισταθεί, έχει καταφέρει να αρνηθεί και να σταθεί στη μέση. Δεν γράφει από φιλοδοξία. Αυτό είναι σπουδαίο. Δεν υπάρχει ίχνος μεγαλομανίας στην ποίησή της. Είναι θνητή, το ξέρει, το δέχεται, μ’ έναν τρόπο που θυμίζει τον χορό στις Βάκχες του Ευριπίδη. Έχει διαφυλάξει, όμως, το παιδί. Και το ύφος της διατηρεί μια ατημελησία φαινομενικά τεχνητή, αλλά στην πραγματικότητα εντελώς φυσική. Γιατί αυτή η αίσθηση του ατημέλητου δε γεννιέται μέσα απ’ την ανάγνωση και τον συγγραφικό μόχθο, αλλά από την παρατήρηση της φύσης. Όπως έγραψα αλλού, δε διστάζει να μετατρέψει τους στίχους της σ’ ένα κουρέλι για να μαζέψει τα αίματα. Το ξαναλέω, λοιπόν: εξαιρετική ποίηση.

Όμως, δεν είναι στόχος ενός κριτικού κειμένου η δημιουργία της αγιογραφίας του ποιητή. Διαβάζοντας κανείς τη σύγχρονη λογοτεχνική κριτική έχει την εντύπωση ότι διανύουμε τον ρωσικό χρυσό αιώνα. Αλήθεια, γιατί το κάνουμε αυτό; Προσπαθούμε να κάνουμε φίλους; Ποτέ η φιλοφρόνηση δεν κέρδισε μιαν αληθινή φιλία. Μήπως έχουμε γίνει εύθικτοι; Μήπως έχουμε διαστρεβλώσει το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση, μήπως όλοι έχουμε δικαιώματα, αλλά όχι ευθύνες; Τα κείμενα που απλώς παρουσιάζουν (περιγραφικά ή κριτικά) το έργο ενός ποιητή, είτε είναι ογκώδη είτε είναι λιλιπούτεια, δεν ωφελούν κανέναν. Ο συγγραφέας, όταν είναι ώριμος, γνωρίζει τις περισσότερες φορές το έργο του καλύτερα από εμάς. Το να έλθουμε απλώς να το παρουσιάσουμε, ελάχιστα ωφελεί, τόσο τον συγγραφέα όσο και τον αναγνώστη. Λογοτεχνική κριτική είναι η αισθητική αποτίμηση, ο έλεγχος ενός συγγραφικού παράγωγου. Είναι η πρώτη δοκιμή, ένα λαγάρισμα. Ο κριτικός έρχεται για να καθαρίσει τις πραγματικές αρετές, αλλά και για να φανερώσει τις ελλείψεις. Στη συνέχεια για να ερμηνεύσει, να εντοπίσει καταγωγές, να προσπαθήσει με λίγα λόγια να εντάξει το λογοτεχνικό έργο σ’ ένα σύνολο κοινό, δημόσιο.Η προσεκτική δήλωση των επιφυλάξεων, δε γίνεται για να επιτεθεί ο κριτικός στον συγγραφέα, για να τον απαξιώσει ή για να τον πληγώσει. Πρέπει να καταλάβουμε ότι χρειαζόμαστε τον νηφάλιο κριτικό λόγο, εάν θέλουμε να οικοδομήσουμε κάτι πραγματικά ώριμο. Γιατί αυτό το οικοδόμημα θα είναι προϊόν διαλόγου κι όχι απομόνωσης κι εγωισμού. Το να γυρίσεις στο τέλος και να πεις «δεν οφείλω τίποτα σε κανέναν» φανερώνει απλώς την παρακμή σου, αλλά και αυτήν του περιβάλλοντός σου. Ο Robert Burton έγραψε ότι ήταν ένας νάνος που κάθισε στους ώμους ενός γίγαντα: μόνοι μας είμαστε ασήμαντοι. Το λιωμένο πουκάμισο της ναρκισσιστικής μας ευθιξίας πρέπει επιτέλους να μεταποιηθεί (γιατί φοβάμαι ότι δεν μπορούμε να το πετάξουμε).

Η ένστασή μου στο έργο της Ρωξάνης Νικολάου είναι ότι κάποιοι στίχοι μπορούν να πυκνώσουν περισσότερο. Κυρίως οι εικόνες της, το συναισθηματικό και πνευματικό τους φορτίο. «Λεπτομέρεια», θα μου πείτε. Όμως, η Νικολάου έφτασε την τέχνη της πολύ μακριά κι αυτό σημαίνει ότι θα ασχολείται πια μόνο με λεπτομέρειες. Αισθάνομαι ότι η χρήση των επιθέτων μπορεί να αυξηθεί, να προαχθεί ο ρόλος τους, για να τροχίσει κι άλλο την τόσο δουλεμένη τεχνική της ανοικείωσης. Θα αύξανε την ένταση όπου χρειάζεται, θα την ημέρευε μετά. Στη χρήση των επιθέτων νομίζω ότι οι μεγαλύτεροι δάσκαλοι είναι ο Σολωμός, ο Παλαμάς και ο Παπαδιαμάντης. Όλοι μας λίγο-πολύ από αυτούς μαθαίνουμε. Η ακρίβεια στην έκφραση, για την οποία έκανε λόγο ο Σινόπουλος, έχει δαμαστεί από την Ρωξάνη. Περιμένουμε να τη θρέψει περισσότερο και να πληθύνει τις στιγμές που με σταθερό βλέμμα κοιτάζει τον ουρανό. Γιατί έχει μεγαλείο.