Ξημέρωσε κι απόψε η νύχτα
ντυμένη με το πτώμα της ημέρας που βράδιασε
Σελίδες σκισμένες έκρυψαν τις λέξεις τους
Χωρίστηκε η προπαραλήγουσα απ’ τον πόλεμο
μεγάλωσε το ‘’ο’’
και βρέθηκε σ’ ένα ποτάμι αδιάβατο.
Κόντρα στο νερό ριζώθηκε το μέγα
φυτεύοντας με πείσμα τα ίχνη του
σ’ ένα παρόν διάτρητο.
Φύτρωσε άνθρωπος από εκείνο το ωμέγα
κυνήγησε,
έτρεξε,
κρύφτηκε·
και τώρα τρέμει.
Φοβάται μην μάθει πως μαράθηκε
Μην βρεθεί αντιμέτωπος με κανέναν καθρέφτη
και δει αυτό το ψυχρό, σκούρο αίμα που φοράει
Βράδιασε πάλι η μέρα,
η νύχτα ντύθηκε με το πτώμα της·
Ξημέρωσε.
**
κάποια βράδια σαν αυτά
με ξυπνούν
απ’ τις ξεθωριασμένες κραυγές
κάτι ξεχασμένοι εφιάλτες.
ξεψαχνίζοντας σπιθαμή προς σπιθαμή τον ουρανό
βρίσκω σύννεφα αιμάτινα
βουτηγμένα σε πυροβολισμούς
ο ουρανός, αγιογραφία ενός μικρού ψιθύρου, ενός μικρού μυαλού, ενός μικρού ανθρώπου που
έλεγε
πως έκανε κάτι μεγάλο στον μικρό του κόσμο•
απορώ με το θέαμα
ψάχνω να βρω το λάθος
κάποια αιχμή κάποια υπόνοια..
ξέρω•
ξέρω καλά τον μικρό κόσμο
ξέρω το μικρό μυαλό και τον μικρό άνθρωπο και τον ψίθυρο.
τον ακούω τον ψίθυρο
βλέπω την αγιογραφία μου στον ουρανό.
δεν ξέρω
πως άλλαξαν τα μεγέθη
οι μεγάλες πράξεις συρρικνώθηκαν
τις βλέπω να περνούν
σαν πομπή αναπήρων πολέμου
σαν ορχήστρα που θρηνεί
γυρίζω το βλέμμα.
προσποιούμαι ότι δεν βλέπω τον καθρέφτη
η αγιογραφία παίρνει μαζί της τον εφιάλτη και χάνεται
περιμένω να ξανάρθει