Βρήκα τα χρόνια μου περισσότερα
απ’ τις σταγόνες της βροχής
κι όμως κάθε πρωί ξυπνώ
μέσα στο ίδιο σπίτι.
«Το σπίτι των κολασμένων», θυμάσαι;
Είσαι εκεί, είναι κι αυτοί
κι ο διάβολος.
Κι εκείνος που διαρκώς ρωτάει
δε σταματάει να μιλάει
λέει
τι γυρεύεις εδώ;
Οι απαντήσεις τέλειωσαν
μαζί με τα τσιγαρόχαρτα
και για πρώτη φορά
μπορώ με σιγουριά να πω
ότι δε δίνω δεκάρα.
Ότι δε με νοιάζει ποια είσαι
τι σημαίνει το σπίτι
κ’ οι πολύχρωμες φλόγες
που βρυχώνται στα παράθυρα.
Δε φοβάμαι πια.
Γιατί έμαθα
ότι αυτή η φωτιά
τρέφεται μ’ αλήθεια.

Άδειασα τις τσέπες μου.

Σιωπή.