Ένα στοιχείο που καθιστά έναν στίχο ποιητικό και τον δημιουργό του ποιητή αποτελεί ο αντιστικτικός στίχος. Το χαώδες πέρασμα από την απλή περιγραφή στη σύλληψη του ποιητικού γεγονότος. Η αντίστιξη, όρος δανεισμένος από τη μουσική-κοντραπούντο-,είναι ο τρόπος με τον οποίο συνδυάζονται αρμονικά πολλές μελωδίες, στην περίπτωση του ποιητικού λόγου πολλές διαφορετικές, ενδεχομένως αντιθετικές οπτικές. Ο Δημήτρης Μιχελουδάκης φαίνεται να προσπερνάει-όχι αναίμακτα αλλά συνειδητά-τα περάσματα αυτά, στην αγωνία προσέγγισης της ύπαρξης και της υπαρξιακής ποίησης, προσφέροντας στον αναγνώστη αβίαστα ποιητικές συνηχήσεις.
Δεν έχω ρέστα απ’ τ’ άδικο
Κι ας δεσπόζει μέσα μου μονάχα η συντριβή
σπέρνω αλαζονικά φωνήεντα στη χώρα του τίποτε
όπως μια θύελλα
χωρίς προσανατολισμό
σπρώχνει
τη γεωγραφία με τα πόδια της
να κάνει χώρο σ’ αυτόν τον κόσμο
που είναι φτιαγμένος
με μια γερή δόση υστερίας
κι ένα ουρλιαχτό της φύσης
απ’ αυτά που μόνο όσοι κουβαλάνε
φωτιά στην κωλότσεπη τ’ ακούνε
Εδώ μανιάζει το ποιητικό γεγονός…σ’ αυτή την πλατιά και πολύ ιδιαίτερη παρομοίωση. Και λέω μανιάζει, γιατί οι στίχοι πάλλονται σε αρρυθμία ανεξέλεγκτης ιερής μανίας, καθιστώντας τους στίχους ηχηρά κινούμενους, από τα θυελλώδη λακτίσματα μέχρι την μαζική υστερία και το αρχέγονο ουρλιαχτό. Η συντριβή δίνει αμέσως στην επόμενη λέξη τη θέση της στη σπορά, στην αλαζονική δημιουργία του ποιητικού αλαλαγμού ενάντια στον οποιοδήποτε περιορισμό. Η συντριβή δεν αντιμετωπίζεται παθητικά αλλά μετατρέπεται σε θύελλα με πόδια, που θέλει διακαώς να αναιρεί ουτοπικά τα κελιά μας,να ισοπεδώνει τους ασφυκτικούς και γι’αυτό άχρηστους φραγμούς και να διεκδικεί καθαρό αέρα και χώρο για φωτιά και δημιουργία. Προσωπικά,δεν θεωρώ σύμπτωση ότι η προηγούμενη συλλογή του,“Οριοβάτης”,είναι αφιερωμένη στη φωτιά, κοινό τόπο στην ποίηση του Δ.Μιχελουδάκη,είτε ως καταστροφή είτε ως αιτία αναγέννησης.Κι αυτός ο κόσμος δε χρειάζεται απλή αλλαγή, χρειάζεται γκρέμισμα κι ανασύσταση ατομική και συλλογική. Όσο το διάβαζα, ξαναβρήκα την επιταγή του Γκρεμιστή ,του Χαλαστή και του Χτίστη του Κωστή Παλαμά στη σύγχρονη ματιά ενός δημιουργού της γενιάς μου, αφομοιωμένη τόσο δημιουργικά, με ανύπαρκτη μίμηση-ούτε περιεχομενική, ούτε μορφική-να δημιουργεί μια συγκλονιστική κρυφή συνομιλία και να καλεί σε ανατροπή.
Η ιδιαίτερη αισθητική και ατμόσφαιρα ολόκληρης της ποιητικής συλλογής εξυφαίνεται στη γλωσσική δεινότητά της.Θα μείνω λίγο στις λεκτικές επιλογές του συγκεκριμένου ποιήματος.Αναφέρομαι στην υφολογική ποικιλία που διαμορφώνεται με την επιλογή λέξεων διαφορετικού ύφους,τις καθημερινές αντιποιητικές περιφράσεις και τους λεκτικούς πειραματισμούς που προσδίδουν ακόμα πιο ιδιαίτερο ένταση στο τερέν της αντίστιξης.Λέξεις,όπως “δεσπόζει,συντριβή,αλαζονικά”,συνυπάρχουν με τα “πόδια,κάνει χώρο,γερή δόση,φωτιά στην κωλό- τσεπη” κι έτσι αναρχεύει η ποίηση,τα βάζει με τον καθωσπρεπισμό και επιτέλους απολαμβάνουμε μία παρομοίωση της προκοπής.
Στο ίδιο ύφος,αυτή η πολύ έξυπνη και ταυτόχρονα απελευθερωτική παύλα στο “τί-ποτε”,δίνει την ελευθερία τονισμού τόσο στο -πότε όσο και το -ποτέ,σ’ένα αέναο παιχνίδι πιθανοτήτων,σ’ένα ατέρμονο τζογάρισμα,με τα άτονα και τονούμενα φωνήεντα,έτοιμα ν’ανατρέψουν τη σταθερότητα.
Η ανατροπή αυτή,όμως,αποτελεί συλλογική υπόθεση. Συνηγορεί σ’αυτό και η γρήγορη μετάβαση από την ατομικότητα του ποιητικού υποκειμένου στη συλλογικότητα του “όσοι”.Mοιάζει να σκύβει ο Μιχελουδάκης,πιστός στην αναγκαιότητα “του θανάτου του συγγραφέα”, σύμφωνα με τον Barthes, για να υψωθεί ο αναγνώστης και κάθε δημιουργική ανάγνωση.
όσοι μπήγουν
λουλούδια
στο μαύρο της απελπισίας
κάνοντας
ορθοπεταλιές
πάνω στο στήθος του χάους
Το ύφος κρατιέται ακόμα σε ακρότατα σημεία έντασης,αφού αυτοί οι ευήκοοι,οι τραγικά ευαίσθητοι,ως χαρακτήρες τραγωδίας και τραγικοί ήρωες ταυτόχρονα,τυφλώνουν την απελπισία, καρφώνοντας λουλούδια στα μάτια της και βολτάρουν στο χάος, όρθιοι με το ένα πόδι στο πετάλι-το παν είναι να φαίνεται εύκολο. Τονίζεται, έτσι, η ιδιαίτερη τεχνική τους και η σκέψη μοιραία συμπαρασύρεται στις φοβίες, οι οποίες ανθρώπινο είναι να υπάρχουν-ευτυχώς που υπάρχουν-,ωστόσο οι ποδηλάτες του ανέφικτου τις προσπερνούν στο όνομα του υπερρεαλιστικού ονείρου. Οι ορθοπεταλιές ακροβατούν στο χάος ,κουρνιάζουν κατάσαρκα στο στήθος του, αποκοιμίζουν τους φόβους κι ίσως ακόμα φλερτάρουν με το άπειρο και ψηλαφούν το ανέφικτο, προσδίδοντας του μια αίσθηση οικειότητας.Εξάλλου, “το αδύνατο ποτέ δεν εμπόδισε κάτι να συμβεί”, διαβεβαιώνει ο αγαπημένος Ερρίκο Μαλατέστα.
Η εικόνα της τύφλωσης της απελπισίας, ιδιαίτερα ρεαλιστική και σημασιολογικά υπενθυμίζει ότι εκεί, στα μάτια,θα χτυπηθεί το ευαίσθητο σημείο της απόγνωσης,αφού όλα έγκεινται στο τρόπο θέασης κι αντιμετώπισης του κόσμου Βαθύτερα από την όραση, η ατόφια ουσία αποκαλύπτεται στο αδιόρατο, στο μη ανιχνεύσιμο με τα μάτια.
Θα τολμούσα να χαρακτηρίσω το ποίημα σκηνή στην ουτοπία,που στερεώνεται σε δυο αντίσκηνα,βεβαίως παραφράζοντας το “αντίσκηνο στην ουτοπία”, μία εικόνα από το Kειμενουργείο του,ένα βιβλίο που από καιρό είναι στα σκαριά.Στο πρώτο αντίσκηνο, κυριαρχεί, πρωτοπρόσωπα, η παρουσία του ποιητικού υποκειμένου κι η λειτουργίατης ποίησης ως ρήξης με την ομοιομορφία της αδικίας, αφού με τη διασπορά της καταργεί το χάρτη του αναμενόμενου και των προκαθορισμένων δρόμων, ενώ στο δεύτερο, οι αναγνώστες συλλογικά και ελεύθερα ανοίγουν δρόμους προσέγγισης της ουτοπίας που τους θέτει σε ατέρμονη κίνηση ποδηλατών του “αχαρτογράφητου”.Ιδιαίτερη λεπτομέρεια αποτελεί η μεγέθυνση του διάκενου ανάμεσα στους στίχους, υλική κι αισθητική ίσως αποτύπωση της αυτοδιάθεσης των ίδιων των στίχων αλλά της άναρχης αξίας,ως ανάσας που “κάνει χώρο” στην πρακτική του διαφορετικού, άρα και στην ίδια την ουσία της αυτονόμησης, του αυτοκαθορισμού, της αυτεπίγνωσης και της ολοκλήρωσης.
Για τελευταία σκέψη,θα επιλέξω τον όρο του ιδιότυπου ρεαλισμού που στη συγκεκριμένη περίπτωση συνεργάζεται αρμονικά με την αντίστιξη στο ποίημα.Αν και ορθώνεται αφόρητα ρεαλιστική,η συντριβή που βιώνουμε μέσα στην πλήξη της ισοπέδωσης και της “ανόδου της ασημαντότητας”,όπως έγραφε ο Κ.Καστοριάδης,μέσα από την ποιητική ματιά,τόσο του ποιητή όσο και του αναγνώστη,δημιουργεί ρωγμή και μας καλεί να την πλησιάσουμε και να συμφιλιωθούμε μαζί της,ως μονόδρομο ουσιαστικής ανατροπής της.