ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΕΣ

Το φως του στύλου
τρεμοπαίζει
κι εσύ
σκυφτή παρουσία.
Δοξάρι
στο κατευόδιο
της λύπης.
Σκιρτώ.

Σμίγω
με τις στάλες
της νεροσυρμής
που χαράζει
πάνω στο κορμί μου.
Δέχομαι
τα δώρα
της νεροποντής
ευλαβικά.
Υγρές αναταράξεις
του νου.
Διεγείρομαι.

Κάτω από τις σκαιές
αγριαπιδιές
οιστρηλατώ
στιχουργήματα δαφνόφυλλα.
Σείουν τη νύχτα
που βυθίζεται
πάνω στην αιχμή
του λόγγου
στο αχνό φως.

Το νερό κυλάει
πια
μέσα σε ένα ψίθυρο
χαμένο στο σκοτάδι.
Ασθμαίνει
ο έρωτας
πάνω στην ανηφοριά.
Ριγεί σπασμωδικά
στον ρυθμό
της φυγής σου.
Βαριά η σκέψη
στις αγριοκαλαμιές
γυρνά.

Δον Κιχώτες
μαζεύονται
σαν σουρουπώσει.

 

****

ΤΑ ΚΟΚΑΛΑ

Λησμονημένη η αγάπη
στου φεγγαριού
το κατευόδιο.
Σε ένα ιστό πιασμένη
κρέμεται
μια ονειροπαγίδα
καμπανάκιστους αιθέρες
που αρνείταινα βροντήξει.
Παραμένει μόνο
ένα απολίθωμα
σε βράχο κρημνισμένο
στον κύκλιο χρόνο
χωρίς βαρύτητα
μία σταθεράπου αναμένει
ανάμεσα σε κίονες
σε στοιβάγματα από άμαξες
μέσα σε μία χοάνη αστέρων
στον κουρνιαχτό
της σκόνης τους
όπου γίγαντες
θαρρώ έπλευσαν
αλλά κόλλησαν βαθιά
στο αμόνι.
Το ακόνι αργεί
να χτυπήσει τον τροχό
για να ξεκινήσουν τα μάρμαρα
τον δρόμο της επιστροφής.
Παρέλαση.
Λήθαργος.
Άμπρα κατάμπρα
να πάψει η αχρωματοψία του
βρέφους.
Οι σκιές να γίνουν φως
και κοκκινομάγουλα κορίτσια
να παίξουν κρυφτό
πλάι στον κήπο
με τις ζενίες
τις βιγόνιες
τις ντάλιες
τα γεράνια
τις κιτριές
τις χαρουπιές
τους δρύες
και με τα αγόρια
να συγκρατούν τη μύξα τους
ανεβοκατεβαίνοντας τα στενά
με τα χαλάσματα
ώσπου οι γρύλοι
να αρχίσουν το τραγούδισμά τους
και οι κουκουβάγιες
φρουροί να σταθούν
πάνω από τις αυλές
κρυμμένες στο σκοτάδι
φυλώντας τον ασκό
με το ανθόγαλο.
Θαμπά τα φώτα
σε ένα γλυκό
χαρμόσυνο χορό.
Θαλπωρή
στα κουρασμένα
μικρά ποδάρια
που αργοπόρησαν να πουν
την καληνύχτα τους
στον παππού και στη γιαγιά
στα φαντάσματα
που αναμόχλευσαν τα στήθη τους
με μια υπόσχεσηεπιστροφής
από το άφατο
το όνειρο του μεσονυχτίου
ίσαμε το λάλησμα
του πετεινού.
Και για πάντα.

 

***

ΕΝΑ ΚΥΚΛΑΜΙΝΟ ΒΡΕΧΕΤΑΙ

Το ρεύμα φέγγει
το κρύο του
στο μοναστήρι.
Ο αέρας σκληρίζει
την οργή του
μέσα από τις χαραμάδες.
Μία στοίβα βιβλίων
χάμω
σκονίζεται.
Περασμένες τρεις.
Βήματα γοργά
χάνονται
πάνω στα σανίδια
και μια
χλωμή δέσμη
στον μακρύ διάδρομο
με το σκήνωμα.
Θηκάρι
η παραλία
κάτω
κυρτή
γυμνωμένη.
Άπλυτη ενός καλοκαιριού
χαμένη
στην άγρια ξεκούρδιστη ομορφιά της
με το βαθύ πέλαγος να εισχωρεί πια
σήμερα
βαθιά και πάλι
μέσα στα λαγόνια της.
Χειμώνιασε.

Οι πέτρες
στην αδιάλειπτη φθορά τους
ανασαίνουν
την αρμύρα
στο ίδιο χιλιοπαιγμένο έργο
στο θέαμα του γαλάζιου
που κερδίζει
το χειροκρότημα.

Ασημόγκριζες πεταλούδες
γέρνουν για να ποτίσουν
με λάμψη το αιγαιακό τοπίο.
Αργό το ξημέρωμα.
Αχνό.

Αντίκρυ απ’ το σπίτι σου
ένα κυκλάμινο βρέχεται.