Κιμμερία
[Cimmeria]
«Mein Sohn, es ist ein Nebelstreif»
Goethe, Erlkönig
Άβυσσο άξαφνη απιθώνω
ανάμεσα σε δυο βάτα γειτονικά. Απλώνω
πέπλο τυφλό στη θάλασσα πάνω,
έτσι που πια να μη γνωρίζεις πού τελειώνει
κι αρχίζει η θάλασσα κι ο ουρανός. Γεμίζω
τη σιωπή με δίνες συγκεχυμένες,
βήματα βουβά και πνιχτούς αναστεναγμούς.
Κάθε φωνή (σου είναι ακατάληπτες, κι ούτε καμιά τους
κατανοείς από πού προέρχεται) σου μοιάζει
θρήνος ή απειλή. Κι αν καμιάν αναλαμπή
πιστέψεις κάποτε πως νιώθεις, ψευδαίσθηση είναι
και διαμιάς σβήνει, αφήνοντάς σε
στη σκιά τη νοτερή, καθώς συμβαίνει
στου πυρετού το κατώφλι: γιατί κι εκεί με συναντάς.
Μια βεβαιότητα σου δίνω μοναχά:
πώς όλα είν’ αβέβαια. Ευτυχία, δυστυχία
είν’ εξίσου τυλιγμένες μες στη δικιά μου την καταχνιά.
Ποιαν από τις δυο θα συναπαντήσει
το χέρι σου καθώς προχωρά ψηλαφητά;
Τούτο ας είναι για σένα παρηγοριά (ή προειδοποίηση):
κανένα κράτημα δεν είναι στέρεο∙ το καθετί
αέναα μέσα σε κάτι άλλο διαλύεται.
Ιδού ο χρησμός μου για τη μοίρα σου
του ανδρός.
Κι όμως το στήθος μου
είναι γλυκό και τ’ αγκάλιασμά μου
δελεαστικό, σαν μέσα του σε καλώ
να χαθείς, δίχως να ξέρω
μήτ’ εγώ η ίδια, αν εκεί μέσα θα βρεις τη γαλήνη
ή μια πτώση δίχως τέλος.
**************
Ερυθραία
[Eritrea]
Όχι εδώ, σε τούτο το ιερό
χώμα της Ερυθραίας, όπου ήρθατε
για να ξαναγράψετε τα βιβλία που με δική σας θέληση
ποτέ δε θα είχατε γράψει, και τώρα η φωτιά
σας τα στέρησε∙ όχι εδώ, όπου σ’ έναν καιρό
μακρινό αποκάλυψα εγώ για πρώτη φορά
τη σοφία που ’ναι δω κρυμμένη –
όχι στη Σάμο ή στους Δελφούς ή στην Κύμη (πιο κοντινή
για σας), απ’ όπου την άρπαξε δίχως να την εννοήσει
ο αλαζόνας βασιλιάς σας∙ ούτε σε κανέναν από τους τόπους
που ανέδιδαν, σαν διαδοχικοί καθρέφτες,
μυστικές αναλαμπές, δε θα βρείτε ποτέ
κείνο που ζητάτε. Ίσως θα βρείτε στ’ όνειρο
βυθισμένο τον ψίθυρο των γερόντων
που τις λέξεις στρεβλώνουν, τις ήδη στρεβλωμένες
απ’ τους πατεράδες τους: από τούτο θα πλάσετε
τα καινούργια σας βιβλία, για να ξεγελάτε
τον λαό και τους εαυτούς σας. Μα αν μέσα σε κάτι
στ’ αλήθεια φωλιάζει η σοφία,
ας μην την αναζητά κανείς σε τούτους τους μάταιους κύκλους,
σα να ’θελε να μαζέψει φύλλα
απ’ το δέντρο πεσμένα κι απ’ τον άνεμο ήδη σκορπισμένα,
ελπίζοντας να τα ξαναβάλει στο κλαδί.
Η σοφία είναι δέντρο που ξαναγεννιέται
μονάχα από τη ρίζα – τη μια και πολλαπλή.
Όποιος θελήσει να τήνε δει να βγάζει φύλλα στο φως,
ας βουτήξει στα βάθη, κει που δρα ο θεός,
ας ακολουθήσει το βλαστάρι στην κάθετή του πορεία
και θα ’χει από τη σωστή επιθυμία τη σωστή
εκπλήρωση: όπου κι αν είναι,
άλλο ταξίδι δε θα χρειαστεί.
[ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ: MICHELANGELO Buonarroti, Ερυθραία Σίβυλλα (1509)]
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Η Margherita Guidacci (1921-1992) υπήρξε μια από τις κορυφαίες Ιταλίδες ποιήτριες της μεταπολεμικής εποχής. Παρά ταύτα, το έργο της είναι άγνωστο στο ελληνικό κοινό. Έχει τιμηθεί για την ποίησή της με ποικίλα βραβεία, ενώ σημαντικές είναι και οι μεταφράσεις της (Emily Dickinson, T. S. Eliot, κ.ά.).
Η τελευταία ποιητική κατάθεσή της που εκδόθηκε όσο η ποιήτρια ήταν εν ζωή ξεκινά με την ενότητα «Sibyllae»: πρόκειται για δέκα δραματικούς μονολόγους («μυθικά ποιήματα», όπως τα ορίζει η ίδια η Guidacci), στους οποίους μιλούν διαδοχικά οι δέκα (σύμφωνα με την καταγραφή του Λακτάντιου) Σίβυλλες της αρχαιότητας. Η ποιήτρια, σαν μια Σίβυλλα του σύγχρονου κόσμου, αποδίδει μέσω αυτών τις δικές της αινιγματικές, ζοφερές κάποτε, προφητείες. Η ίδια, εξάλλου, αναφέρει ότι αυτές οι ομιχλώδεις μυθικές μορφές αποτελούν, ίσως, προβολή του δικού της υποσυνειδήτου.