Υποσχετικό, δικό μου, μηδέν…
Στον θολωμένο ορίζοντα που τρεμίζει σαν κάβουρας κάτω
από απειλή ήμουν ξεροστάλιαζα
πίσω από την σαφήνεια των φαινομένων και συσσώρευα
μέσα μου λύπες και μελαγχολίες άγουρες που βαστούσαν
κάτι απ’ την ψυχολογία μου σφίγγοντας
σαν μια πένσα την κατάθλιψη αναμέριζα
τις κουρτίνες του νου μου να φανεί μία ελπίδα όλα
να δρουν για να χαθεί η πυξίδα και να διατρανώνει
η ευκρίνεια του ποιήματος σαν ένα σφρίγος
μαγικό!
Α όμορφο πλοιάριο που σε μαλώνει ο Χρόνος
πόσο ωραία και εγώ μαζί σου ο δόλιος ναυάγησα! Αφήνοντας
να τσαλακωθούν τα φτερά μου
και να εισβάλω με τα θραύσματά μου στον βαθύ
καημό της θαλάσσης- ο έρμος
εγώ
ο κυβερνήτης των όλων!
Άγιοι Ανάργυροι 11/3/2024
*
Περίπατος στον απονύχτερο αέρα…
Καθηλωτικό βράδυ, ξύνοντας πάνω στην ώχρα των τοίχων την μαγκούρα του·
Τα όρια γύρω γύρω τα βάζει η νύστα·
Αφήνομαι σε ψευδαισθήσεις δυναμικές, ζω σε απώτερη γεωγραφία·
Περνώ έξω από την μάντρα του κοιμητηρίου, οι νεκροί με χλευάζουνε
Κι ώσπου να ξημερώσει θα τους φαίνομαι παράξενος που περπατώ
Μες την νύχτα, ευαγγελιζόμενος κάτι αλλόκοτο·
Κι αυτό το κομπολόι το βαρύγδουπο στα χέρια μου
Θα αναστατώνει κάτι άγρυπνα πουλιά που ομιλούνε
Μια γλώσσα των νεκρών, μία παράξενη γλώσσα
Που έχει συναιρέσει τις σκιές με τα θροΐσματα
Των φύλλων, έχει καταφέρει να προσάψει ήχους στην κατάπληξη, κι ενώ
Όσα είχα διαβάσει εξανεμίζονται, τώρα
Που πάει να ξημερώσει, ένας κούφιος ήχος από των κλαδιών το σάλεμα δυναμιτίζει
Αυτό που σκέφτηκα και έφερε τις αντιφάσεις μου πλησίον
Στο βάθος μίας γαλαρίας ποιητικής απ’ όπου
Ξεπηδούν οι ξαφνικοί ποντικοί των λέξεων, βαρύθυμοι όλοι…
12/3/2024
*
Σφυγμομέτρηση τω τρόπω τον δικό μου…
Η Τύχη μας είναι μία παρηκμασμένη μπαρούφα-
Καλλιεργούμε αυταπάτες σωρηδόν,
συμμετέχοντας
στο ανοίκειο δράμα·
Πώς
θα σκηνοθετήσουμε ένα μέλλον λαμπρό
Ανοίγοντας τρύπες στην φαντασία που ξεφουσκώνει
Όπως μπαλόνι στα χέρια ενός παιδιού;
Μαζεύω το κουβάρι μου.
Θα αμολήσω αετό ατίθασο.
Όλος ο κόπος μου μοιάζει ιλιγγιώδης
Τρόπος λεξιλογίου του ειπείν
Και του συσκέπτεσαι.
Σας αγαπώ ρε διάολοι της πραγματικότητας, άνθρωποι
Καθημερινοί που κρύβεστε
Πίσω από το δάχτυλό σας- ελέφαντες πίσω από μία παπαρούνα.
Όλους τους δράκους μου φυγάδευσα στην ξενιτειά-
Ετούτη είναι η προσφυγιά των κορδωμένων· και ανακάλυψα
Την λύπη πίσω απ’ την χαρά, την άκρατη λύπη
Που λογχίζει το ζοφερό σκοτάδι ψάχνοντας
Μία απελπισμένη ελπίδα!
13/3/2024
*
Καλημερίζω!..
Λαλίστατο μηδέν, αποδομεί όλους τους αριθμούς-
Τόση απαξίωση συγκεντρωμένη!
Κι εκείνο το πεπειραμένο Γεγονός που σπέρνει
Ελπίδες μέσα στην πραγματικότητα:
Ψεύτικο- όλο ψεύτικο απ’ όπου κι αν το πιάσεις!
Το βράδυ τα διαπερνά όλα μια λύπη·
Χλομά πρόσωπα ακραγγίζουν τον ουρανό
Με ποιήματα, με στίχους, με ψυχεδέλεια, με τον καπνό του τσιγάρου.
Ερίζει ο ευκάλυπτος με τον ίσκιο του, ερίζει η αήττητη αυταπάτη.
Συγκεντρώνω τις κουρασμένες δυνάμεις μου· συγκεντρώνω.
Αποφάσισα θάρρος και πολύ σε αυτό προσηλώθηκα, ανέστρεψα παντί τρόπω τον ουρανό, αυθαδίασα
Έξω από των θρησκειών το μαντρί, είπα και είπα.
Μασάω φύλλα δάφνης, φλόμωσε με καπνούς ο ουρανός- πού βρήκε έκφραση η ελπίδα;
Χάλκινο πρωινό, διαμπερές και ευδιάκριτο.
Ο ήλιος ζεύει την ακολουθία σε κατάνυξη.
Σήπονται οι φθαρμένες λέξεις, ντεραπάρουνε.
Ο άοκνος βοριάς μαστίζει τις φρυγμένες παπαρούνες.
Παντού καημός.
Και οι επιδιώξεις μου που χλιμιντρούν μες τον αέρα
Άτσαλες όπως λέξεις λυπημένες
Ιππεύονται από μια θέληση φανταχτερή.
Τι ισορροπίες να κρατήσω για τα μένα, τι
Να κρατήσω από την φαρδιά μου ηλικία και να πω:
‘’ένα το κρατούμενο’’, τα αλλά είναι αμελητέα,
Εισχωρούν μέσα μου όπως από θρησκεία ο λόγος
Και μου ταλαιπωρούν το ανίσχυρο μυαλό.
Καταθέτω στον ουρανό τα καλά μου,
Έχω μια υπερχείλιση που με εγκλωβίζει
Σε τούτο το κατακερματισμένο λέγε λέγε
Που σκόνη και μια λεπτουργό σμίλη σηκώνει
Μέσα μου να εργαστεί όπως για την φανέρωση θαυμάτων και θαυμάτων.
Ακριβά πλήρωσα την Στιγμή!
Έσωσα μες σε αγρυπνία τα σωστά μου.
Οχυρώθηκα σε αφανέρωτα ρίγη.
Όπως καταλαβαίνω ένα μουσικό παιχνίδι
Τον θάνατο καταλαβαίνω και την ευκρινή σπουδαία του κατάληξη!
Καλημερίζω!
Άγιοι Ανάργυροι 16/3/2024
*
Αφανισμός πλουραλισμός και βάλε…
Λαλίστατο πρωί,
αγγιχθέν από του θανάτου
το χειμωνιάτικο εμβατήριο·
Συνοφρυωμένο τοπίο,
βαθυγάλανο,
επαχθές
Που πέφτει μια αφιονισμένη βροχή·
Εδώ συναντώ το πρόσωπό σου το ευαγές
Το ιερό,
το αράγιστο
και η λιακάδα που ήρθε το κατόπιν της βροχής
λαλεί ιόντα
αρνητικά
σαν θετικές δυσεύρετες φυσαλίδες
μεγαλώνει το μικρό,
γίνεται ο πλουραλισμός που μας λείπει
ανασαίνουμε την μυσταγωγία των ουρανών
ανασαίνουμε την επισήμανση των θείων
μελετούμε λουλούδια μαυλιστικά
καρπωνόμαστε το άρωμα των ουρανών
λαλίστατο πρωί
μεταγλωττίζοντας το φάσμα του θανάτου
σουφρώνουμε τα λίγα που με ευχέρεια ποιητική θα πληθύνουνε
συρρικνωνόμαστε
στην πιο μπαγιάτικη στιχομυθία
Ω πόσο η μικρότητά μας μας ταλαιπωρεί!
Σε μια σπουδή ανέλπιδη θα αναλωθούμε
Εμείς,
οι ανέστιοι οι λίγοι,
οι μόνοι
Θα σβήσουμε
σαν ένα από αντιαεροπορική βολή αεροπλάνο
Καταρριφθέντες
ονειροπόλοι
των απάτητων ουρανών…
19/3/2024
*
Τούτο το σώμα…
Βιομηχανικό παιχνίδι η ζωή, ετοιματζίδικο που δεν ξεφεύγουμε
προς πουθενά. Εγκλωβισμένοι και με κίβδηλο θάρρος
πάμε νομίζοντας θα σμίξουμε την ζωγραφιά που στερεώνει
ο έρωτας στην πόρτα μας
ανακούφιση όλη.
Λέω πολλά και απορρίπτω περισσότερα.
Και σαν να είμαι σε μια ατέλειωτη περιπολία,
χάνομαι μες σε ηλικίες τρυφερές, ακολουθώ
τον λάθος δρόμο, κυλάει ήρεμα η ζωή αλλά με αγωνίες
μπάλωσα τα όνειρα και είναι ανακόλουθα, φθαρμένα
από το κάρβουνο των αναμνήσεων. Εδώ
ασκεπής κατασταλάζω.
Και εκείνο που έλεγα πάντα τρύπιο ως την Δευτέρα Απουσία αμετακίνητο
με συναντά
να παίζω ρόλους που δεν εμελέτησα ποτέ μου. Μόνο
δραπέτης είμαι από μια φυλακή που και δεν έσωσε να την αμφισβητήσω
και
που την στερέωσα
με όμορφα φεγγάρια πάνω μου όπως
ένα σκατζοχοιράκι τα αγκάθια του.
Τούτο μου εστί το σώμα το λοιπόν το ταλαιπωρημένο το ένδοξο
το υπέρ υμών που είπε κι είπε συγκεντρώνοντας
μέσα του χίλιες μύριες αυταπάτες.
Αιωνία του η μνήμη!
( Κοίτα που τα συνήθισα τα ψέματα!)
22/3/2024
*
Τα δέντρα αγαπούν τις συνοικίες…
… ανθίζουν μέσα σε ολόλευκη διαφάνεια, σηματοδοτούν
το πρωινό ευχέλαιο του ήλιου, κάθονται
μες το ιδρωμένο μεσημέρι και μιλούν
μια γλώσσα ακατάληπτη, ήσυχα
πάντα, αγγίζοντας την στέγη του ουρανού.
Το μέλι εύηχο μοσχοβολά κάτω από της λιακάδας το επιστέγασμα
και τρυπώνει στις τσέπες των φυτών, αφήνοντας
μια γεύση λαίλαπας στον ουρανίσκο.
Πουθενά δεν προσεύχομαι· κλείνομαι
στον εαυτό μου
ερμητικός καλόγερος του μηδενός.
Ξύνει επάνω μου το μαγληνό λεμόνι του ο θεός·
Μικρές ψηφίδες άφωνες που σώζουν την μεγάλη περιπέτεια
της αισιοδοξίας…
23/3/2024