Τυχαία
όπως όλα τα ωραία
τυχαία τα ωραία άλογα
που με ροδοπάτησαν
αγάπες τα ευγενικά ζώα
στέκονται τώρα από πάνω μου
και τα βράδια τους μάτια
Χλιμιντρίζουν ποτέ ποτέ
υπακούω
μη με οσμίζεσαι ψέμα
κι αχ αχ αναδρομικά
τα σπασμένα πλευρά των φιλιών
κι οχ οχ ο πόνος σου
να μ` έβρισκε ευτυχισμένον ξανά
κάτω
απ` τις οπλές των παλαμών σου
πού έκρυψες τα κλειδιά των ανέμων
των βεγγαλικών τα εργοτάξια
στη μεγάλη έξοδο των λέξεων
δεν είχα άλλο από φωτιά
να σου δίνω το σχήμα του κόσμου
****
Προκυμαία
Τα μάρμαρα του στήθους σου
λάμπουν ακόμα εδώ που επιζήσαμε
γεμάτοι ταραγμένες θάλασσες
θυμούμαι
ίχνη δικά μου πλωραία
να παλεύω με τα υλικά του ναυαγού
και το ξύλο τιμόνι να επιπλέει
οργιές μακριά από τη δυνατότητα του χεριού
φυτρώνουνε αιτίες χλόες ξερές
κι ωραία σώματα που επείγονται διπλή φωτιά
μα γκρεμισμένα τα αρωματισμένα μας
δωμάτια της νύχτας
περιφέρομαι
έννοια βραδινού περιπατητή στην προκυμαία
στον παφλασμό της σκέψης σου χοχλάζω
αυθεντικό στολίδι σου
σεντέφι ανθεκτικό
ποιος
ετιθάσσευσε το ζώο των λυγμών
δαγκώνοντας τρώει ανάμνηση
σκύβει από μεθυσμένο λιμάνι πίνει
κι αργά τρεκλίζοντας
στην απομάκρυνση πλάτη
και σηκωμένος γιακάς
ασιδέρωτο σεντόνι μου
κοιμάσαι το καημένο
μιαν άνοιξη άρωμα πλυντηρίου
****
Άκου
μην κάμεις τίποτα
μόνο τη φτέρνα σου ν`ακούσω στο κατώφλι μου
έχω στολίσει τον οντά με το βελούδο Δαμασκού και του Ιράν τα ρόδα
κι έχω ξενύχτια στον καφέ διπλά τριπλά της ζάλης
χίλια αναμμένα κάρβουνα για τις νυχτιές αγρύπνια
κι αν είναι να `μπεις να μην πεις για μένα κανενός
μήτε του ανέμου του τρελού και μαζευτεί στην πόρτα
διάγραψε τα βήματα του δρόμου τους διαβάτες
να μη σε ψάχνουν και σε βρουν τη σκέψη σου γυρίσουν
και μην ξεχάσεις να ντυθείς γυμνή γυμνή σαν μέρα
που το χιτώνα της αυγής τον έκλεψε ο ήλιος
κάτω απ` τη φλούδα του καιρού τη ζέση σου θα κρύψω
και μια ματιά σου κόκκινη στου μαχαιριού την κόψη
να `χω να τρώω σαν πεινώ θάνατο να πεθαίνω