
Τι να σου πω για τη μεταθανάτια ζωή
που να μην το γνωρίζεις ήδη;
Τα μάτια του γιού σου, που μας έχουν αναστατώσει
με τον Σλαβο-Ασιατικό
Επίκανθο του βλεφάρου σου, που, όμως, θα έμοιαζαν
στα δύο αψεγάδιαστά σου μάτια,
έγιναν, τελικά, δύο υγρά πετράδια
που είναι η πιο σκληρή ουσία του πιο αγνού πόνου,
καθώς τον τάιζα στο ψηλό, άσπρο καρεκλάκι του.
Τα μεγάλα χέρια του πένθους όλο έστυβαν και έστυβαν
το υγρό, υφασμάτινο προσωπάκι του. Έστυβαν τα δάκρυά του.
Όμως το στόμα του σε πρόδωσε, γιατί δέχτηκε
το κουτάλι του ασώματου χεριού μου
όταν έφτασε απ’ τη ζωή που επιβίωσε απ’ τον θάνατό σου.
Μέρα με τη μέρα η αδερφή του γινόταν πιο χλωμή
με μια πληγή που δεν έβλεπε,
δεν άγγιζε και ούτε αισθανόταν, καθώς έντυνα την πληγή αυτή
καθημερινά με το μπλε της ζακετάκι Μπρετόν.
Το βράδυ ξαπλώνω ξύπνιος με το σώμα μου
Σαν τον Κρεμασμένο
Τ ονεύρο του λαιμού μου έχει ξεριζωθεί και ο τένοντάς μου,
που στερέωνε τη βάση του κρανίου μου
μέχρι τον αριστερό μου ώμο,
έχει διαλυθεί από τη βάση του ώμου μου και μετατράπηκε σε κόμπους.
Πίστευα πως θα μπορούσα να κατανοήσω τον πόνο αυτό
εάν φανταζόμουν τον εαυτό μου να κρέμεται
από ένα αγκίστρι κάτω από τους μυς του λαιμού μου.
Παρατημένοι από τη ζωή,
οι τρεις μας ξαπλώσαμε σιωπηλά
στα ξεχωριστά μας βρεφικά κρεβάτια.
Οι λύκοι μας παρηγορούσαν.
Κάτω απ’ το φεγγάρι του Φλεβάρη και του Μάρτη,
το Ζωικό Βασίλειο μας πλησίασε.
Και παρά το γεγονός ότι ήμασταν στην πόλη,
οι λύκοι μας παρηγόρησαν. Δύο ή τρεις φορές κάθε βράδυ
μας τραγουδούσαν
για ολόκληρα λεπτά. Ανακάλυψαν το μέρος που ξαπλώναμε.
Μαζί και τα ντίνγκο και οι βραζιλιάνικοι λύκοι,
όλοι ύψωσαν τις φωνές τους
μαζί με την αγέλη του βορειά.
Οι λύκοι μας ύψωσαν με τις μακρόσυρτες φωνές τους.
Μας περικύκλωσαν και μας γράπωσαν
καθώς πενθούσαμε για εσένα, καθώς θρηνούσαμε για εσένα,
μας ύφαιναν μέσα στις κραυγές τους. Ξαπλώνουμε με τον θάνατό σου
στο χιόνι που ήδη έπεσε, στο χιόνι που ακόμη πέφτει,
καθώς το σώμα μου «βυθίζεται» σ’ αυτό το παραμύθι,
όπου οι λύκοι τραγουδούν στο δάσος
για δύο μωρά που μέσα στον ύπνο τους,
μετατράπηκαν σε δύο ορφανά
που τώρα βρίσκονται δίπλα από το πτώμα της μητέρας τους.
***
Life after Death
What can I tell you that you do not know
Of the life after death?
Your son’s eyes, which had unsettled us
With your Slavic Asiatic
Epicanthic fold, but would become
So perfectly your eyes,
Became wet jewels,
The hardest substance of the purest pain
As I fed him in his high white chair.
Great hands of grief were wringing and wringing
His wet cloth of face. They wrung out his tears.
But his mouth betrayed you – it accepted
The spoon in my disembodied hand
That reached through from the life that had survived you.
Day by day his sister grew
Paler with the wound
She could not see or touch or feel, as I dressed it
Each day with her blue Breton jacket.
By night I lay awake in my body
The Hanged Man
My neck-nerve uprooted and the tendon
Which fastened the base of my skull
To my left shoulder
Torn from its shoulder-root and cramped into knots –
I fancied the pain could be explained
If I were hanging in the spirit
From a hook under my neck-muscle.
Dropped from life
We three made a deep silence
In our separate cots.
We were comforted by wolves.
Under that February moon and the moon of March
The Zoo had come close.
And in spite of the city
Wolves consoled us. Two or three times each night
For minutes on end
They sang. They had found where we lay.
And the dingos, and the Brazilian-maned wolves –
All lifted their voices together
With the grey Northern pack.
The wolves lifted us in their long voices.
They wound us and enmeshed us
In their wailing for you, their mourning for us,
They wove us into their voices. We lay in your death,
In the fallen snow, under falling snow,
As my body sank into the folk-tale
Where the wolves are singing in the forest
For two babes, who have turned, in their sleep
Into orphans
Beside the corpse of their mother.
*************************************************************
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Tο ποίημα του Ted Hughes (σύζυγος της Sylvia Plath) ήταν μέρος της ποιητικής του συλλογής “Birthday Letters” (Γενέθλια Γράμματα), που εκδόθηκε το 1998. Σε αυτή του την ποιητική συλλογή, ο Ted συμπεριλαμβάνει ποιήματα πέραν των 30 ετών, γραμμένα για τη Sylvia και αφιερωμένα στα δυο τους παιδιά. Το ποιήμα αυτό αναφέρεται ξεκάθαρα στην αυτοκτονία της Sylvia και τις συνέπειες αυτής της αυτοκτονίας.