Σονέτο της ψυχής και της ανάγκης…

Ταριχεύοντας την μνήμη και την επιθυμία·
Ανασταίνεται μέσα σε ένα σύννεφο ο ουρανός-
Νομίζω λευκά και θρησκεύω ο δόλιος κατακόκκινα·
Μέσα μου όλες οι νομοτέλειες ετελεύτησαν..

Δαγκώνω το φρούτο το ζουμερό της αμφισβήτησης·
Ο Χρόνος είναι ο κούφιος μάγος και ο λαοπλάνος·
Γυρεύω ανέμους και μου επιστρέφονται άγριες θύελλες-
Ευτυχώς σε όλες τις καταφάσεις κωφεύω..

Πώς μπουρδουκλώθηκε ο βιοπορισμός με τις ανάγκες μου!
Κρατώ τα όσα συμπεράσματα και μόνο για τον εαυτό μου·
Τσίγκλησέ με Στιγμή και αίμα σκοτεινό θα βγάλω-

Ανήκω σε μια Ιστορία που δεν κατανόησαν οι προύχοντες..
Ζω; Ή μήνα είμαι κιόλας ο νεκρός που αναστήθηκε;
Λείπω απ’ τα σονέτα και μοντέρνα ξεκαλούπωσα το χάος!

 

**

 

Πορεία νυχτερινή…

Βουβό λοιπόν και άνευ σημασίας το ‘’συμπέρασμα’’
Ανοίξανε οι πύλες και μετάλαβα μυστήρια των ουρανών
Σκλήρυνε τόσο η εποχή
Τώρα ακολουθώ ένα γλάρο αργοπλεύστη και λευκό όπως ο έρωτας
Ποικιλοτρόπως βελάζω

Η νύχτα
φουμάρει τα άοκνα άστρα
Άσεμνα βεβηλώνει τις σκιές η κραταιά πανσέληνος
Αποποιούμαι όλες τις περιουσίες της γης
Κωφεύω

Δες βάρη που με επιφόρτισε ο Ιανουάριος
Σαν ένας άστεγος κοιμάμαι που τα άστρα αγαπά με την ψυχή του
Όταν σεμνύνεται η σιωπή εγώ σεμνύνομαι και μεγαλώνω
Γερνώ μέσα σε πλουραλιστικό λιβάνι και ξεθυμασμένο χόρτο
Γερνώ μυρίζοντας τεκμήρια από παράδεισο…

 

 

**

Το δικαστήριο του έρωτα…

Κανένας δεν αγιάζει μαδώντας
όμορφες μαργαρίτες.
Τούτο με τυράννησε ως συλλογισμός, -μα όμως
ήξερα πως ο έρωτας πάντα ζητά πάντα ζητά και
ποτέ δεν χορταίνει· κι είναι
αφιλοσόφητος ο τρόπος του, ρηχός
και ποτέ δεν βαθαίνει, γραπώνεται
από ένα φιλί και μένει
τυφλός
όπως τον κάνει πιο ρηχό το
ανέγγιχτό του μαρτύριο.
Να που θα αγκυροβολήσω.
Και θα περάσω πάνω από στίχους, πάνω από ποιήματα, πάνω
από μια λύπη που θα μ’ εγκλωβίσει
κάνοντάς με σαθρό υποχείριο, την ώρα
που θα με τσούζει η έμπνευση
όπως μια τσούχτρα που δεν παίζει μόνο αφήνει τα σημάδια της
στην κουρασμένη μου επιδερμίδα…

 

**

Από καθέτου εφορμήσεως οδοιπορικό…

Α ορίζοντες που μου επιτρέπονται και α
Τι καταχωνιάζει στον καιρό η ελπίδα! Με τι νου πάμε
Αποδιοπομπαίοι στην κατακραυγή; Ακατάπαυστα ποτισμένοι από
Ανέραστη μοναδικότητα. Πάνω από λευκά χαρτιά που μας διαμελίζουν
Και νύχτες με ακραίο μαρτύριο. Ξύπνησα ένα πρωί και έκλαψα
Κάτω από τον αυτοκρατορικό ήλιο της Ξάνθης
Προσβλέποντας στον εαυτό μου τον ‘’άλλο’’
Εκείνον που με παραδίδει δέσμιο
Σε έναν φορτωμένο νόημα ορίζοντα
Εγώ κι ο θεός
Εγώ και εγώ
Και να με αμφισβητώ ολόκληρον ακόμα…
Στιγμιαίο φως του αφανισμού..

Πάθος του μυαλού ενστερνίζομαι
λουλούδια ωδικά διάγω
Μέσα σε ανυπολόγιστες φλόγες που τσουρουφλίζουν
την θέληση παρεκτρέπομαι
Και ο σελιδοδείκτης του αύριο υποδεικνύει λεκτική πεταλούδα
Που κάνει του ποιήματος την τάξη πιο φαντασμαγορικά αυθύπαρκτη.

Δεν είναι τώρα για να υπολογίζω το ύφος μου
μπορεί να πέθανα και να με ενοχλούν κι αυτά ακόμη τα κτερίσματα βάλω
Εναντίον όλων αρρωσταίνω
Από μια ματαιοδοξία μεταχρονολογημένη είμαι ανώνυμος
Και στολισμένος βακχική χαρά κανένας
δεν καταλαβαίνει την λεκτική ύλη μου που εξέχει
με χαρά μες την πραγματικότητα αφήνοντας
Και την ανάσα μου να θαμπώνει
Το τζάμι το ιδρωμένο του έρωτα- κι αυτό
το φως το σκοτεινό που με σκεπάζει
Λυτρωτικό…