Μπορει το υπερρεαλιστικο κίνημα  ν’ αναβιώσει στον ελληνικο χώρο;

 

 

Είναι εκπληκτικο γεγονος και συνάμα παράδοξο το ότι εκδίδονται στην Ελλάδα, ακόμη και σήμερα, βιβλία με υπερρεαλιστικη ποίηση, σχεδον 40 χρόνια απο τότε που ο αξέχαστος Αλέξανδρος Αργυρίου διατύπωσε την άποψη (βλέπε π. Διαβάζω, 120/5.6.1985, σ.σ. 33-37) πως ο υπερρεαλισμος στην Ελλάδα υπήρξε «ακρωτηριασμένος» και «ανάπηρος», επειδη δεν απέκτησε πολιτικο σκέλος, όπως ο γαλλικος, αφήνοντας ουσιαστικα να αιωρείται στην ατμόσφαιρα η εικασία ότι υπήρξε ανεδαφικο κίνημα, που απο νωρις άρχισε να «ξεθωριάζει»και να οδηγείται σταδιακα και σταθερα στο τέρμα-του.

Ήταν, όπως πιστεύω, μία ισχυρη άποψη που διέσχισε σαν αστραπη τότε τον ορίζοντα της ελληνικης λογοτεχνίας, αρκετα χρόνια βέβαια αφότου το υπερρεαλιστικο κίνημα έκαμε εντυπωσιακα την εμφάνισή-του στον ελληνικο χώρο, θυμίζοντας τον θόρυβο που προκάλεσαν οι μεγάλοι Έλληνες υπερρεαλιστες ποιητες, όπως ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Νικόλας Κάλας κ.ά., τόσο με τα βιβλία-τους όσο και με την πολύμορφη δράση-τους, που δίχασαν το ελληνικο αναγνωστικο κοινο, επιφέροντας σε άλλους θαυμασμο και ευφροσύνη και σε άλλους προβληματισμο και επιδοκιμασίες για την ποίησή-τους.

Αναφέρομαι συγκεκριμένα στο βιβλίο «Ποιητικη ύλη», του πρωτοεμφανιζόμενου στα ελληνικα γράμματα Παναγιώτη Θεοδοσόπουλου, που εκδόθηκε τον περασμένο χρόνο (2023) απο τις εκδόσεις ‘’Οδος Πανος’’, και το οποίο περιέχει 28 ολιγόστιχα ποιήματα. Ο ποιητης, αν αντιλαμβάνομαι σωστα, με τον τίτλο που έδωσε στη συλλογη-του, υπαινίσσεται κάτι που είναι ρευστο, δηλαδημία ύλη που είναι υπο επεξεργασία και διαμόρφωση, πριν πάρει τη τελικη μορφη-της. Ο αναγνώστης όμως, και μόνο μερικους τίτλους ποιημάτων να διαβάσει απο αυτη τη συλλογη, θα αντιληφθει αμέσως πως πρόκειται για ολοκληρωμένα αμιγη υπερρεαλιστικα ποιήματα και πως έχει σίγουρα να κάνει μ’ ένα γνήσιο,καλα αρματωμένο υπερρεαλιστη ποιητη.Θέλω να επισημάνω πως η ποιητικη φλέβα-του φθάνει βαθια και αρδεύεται απο τα «ενάρετα» αλλα δύσκολα ύδατα του υπερρεαλισμου. Υπάρχουν π.χ. τίτλοι ποιημάτων στη συλλογη όπως:

«Το δίλημμα της διάβασης του Ρουβικώνα», «Φωτογραφία ανεκπλήρωτων προθέσεων», «Ναυμαχία ερώτων κι άλλων επιθυμιων», «Βροχη στα μάτια του τοπίου», «Πορτραίτο με ανθισμένες μυγδαλιες και όπλα», «Τεχνίτης άστεγων ευκαιριων», «Για έναν αναστεναγμο με τ’ όνομά-σου» κ.ά.

Διαπιστώνω όμως, (όπως εξάλλου το υποψιαζόμουνα), πως είναι δύσκολα ποιήματα (όχι σκοτεινα) με αποτέλεσμα να μην μπορει να τα κατανοήσει ο οποιοσδήποτε, ιδιαίτερα ο απλος αναγνώστης της ποίησης. Θέλω να τονίσω πως δεν είναι ποιήματα που προσφέρονται για εύκολη κατανάλωση! Απεναντίας, είναι, στο σύνολό-τους, ποιήματα με πυκνο περιεχόμενο καιστοχασμο, που απευθύνονται σε απαιτητικους αναγνώστες, με ακονισμένες αισθήσεις και με πλατιες γνώσεις. Αναγνώστες, δηλαδη, που είναικαλα ενημερωμένοι και μυημένοι στα μυστικα της ποίησης και ιδιαίτερα στους κανόνες, τις ιδιομορφίες και τις απαιτήσεις του υπερρεαλισμου. Δίνω κάποια χαρακτηριστικααποσπάσματα που παραπέμπουν πλαγίως και στην αυτόματη γραφη του λογοτεχνικου αυτου είδους:

 

Κέρδη και ζημίες

κι η ποίηση δεν επαληθεύεται

 

Στο προηγούμενο όνειρο έχασα τα παπούτσια-μου

τώρα ξυπόλυτος αποσκιρτω σε αλλότρια

 

Η ανάσα των γυναικων που προσπέρασαν

σέρνει την ύστατη πνοη-μου

σ.12

*****

Βραχυκυκλώνοντας τους χειμώνες

μ’ αδειασμένα μπουκάλια αδικαίωτων στίχων

δραπετεύσαμε

απο το παλλόμενο στήθος της Ακρόπολης

απομαγεύοντας τον μύθο της αυτοχθονίας

σ.21

*****

 

Η μάνα-μου

κορίτσι τυλιγμένο με τα αινίγματα της μπόρας νεύει στο επέκεινα

σ. 22

*****

 

Άγριος θεος

εγκλωβισμένος στους τοίχους της καρδιας

εξοβελίζει χρώματα απο την παλέτα των αισθήσεων

αιμορραγώντας τις ακτες του δειλινου

σ.38

 

Ουσιαστικα, είναι ποιήματα με νοήματα, έννοιες και ιδέες, (απλες ή σύνθετες), που είναι όλα απλωμένα στους στίχους-του, που απαιτουν σίγουρα πεπαιδευμένους και πολιτισμένους αναγνώστες, δηλαδη με πολλες και κυρίως εξειδικευμένες γνώσεις, για να κατανοηθουν πλήρως. Πιο συγκεκριμένα, θα έλεγα πως η ποίηση του Παναγιώτη Θεοδοσόπουλου μεταφέρει μέσα-της πολλα ετερόκλητα πράγματα, εννοω ανομοιογενη στοιχεία, όπως επιστημονικα επιτεύγματα, φιλοσοφικες θεωρίες, μαθηματικους τύπους και γεωμετρικα συστήματα, νόμους της φυσικης αλλα και μύθους, παγκόσμια ιστορικα γεγονότα κ.ά., για τα οποία ο αναγνώστης πρέπει να είναι πλήρως ενήμερος, αν θέλει να έχει μία ομαλη και απρόσκοπτη ανάγνωση αυτης της ποίησης.

Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, που ο ποιητης, αντιλαμβανόμενος ίσως τη δοκιμασία στην οποία υποβάλλει τον αναγνώστη της ποίησής-του, φρόντισε προς το τέλος του βιβλίου να παραθέσει μία σειρα απο σημαντικες πληροφορίες και σημειώσεις για να τον διευκολύνει στην αναγνωστικη πορεία-του. Ας μην ξεχνάμε όμως, πως ο αξέχαστος και πάνοπλος πνευματικα Νίκος Καρούζος, είχε αποφανθει, (πολυ ορθα πιστεύω), πως «η επιστήμη έχει μια γλώσσα που δεν ευνοει την ποίηση». Και  τη βαρυσήμαντη αυτη κουβέντα του Ν. Καρούζου θα ήταν καλο να την έχει υπόψη-του ο Π. Θεοδοσόπουλος, ως νέος και φέρελπις δημιουργος.

Ενδεικτικο παράδειγμα, βαρυφορτωμένου και απροσπέλαστου ποιήματος, είναι αυτο που τιτλοφορείται «Το δίλημμα της διάβασης του Ρουβικώνα», σ. 11, του οποίου τη δημιουργία ο ποιητης στήριξε πάνω σε τρία στέρεα και εν πολλοίς άγνωστα θέματα στο πλατυ κοινο!Δηλαδη, σε αυτο το ποίημα, που δεν ξεπερνα τους 18 στίχους, ο ποιητης αναφέρεται:

α) Στη ιστορικη διάβαση του ποταμου Ρουβικώνα όπου ο Ιούλιος Καίσαρας το 49 π. Χ. διαβαίνοντας τον ποταμο, στη σημερινη βόρεια Ιταλία, αναπόφευκτα κήρυξε τον πόλεμο στη ρωμαϊκη σύγκλητο, φερόμενος να λέει «ο κύβος ερρίφθη»,

β) Στο τέταρτο και τελευταίο, άδοξο, ταξίδι στην Αμερικη (1502-1504) του Χριστόφορου Κολόμβου (1451-1506),

γ) Στη Λεπίδα του Όκαμ, δηλαδη στη θεμελιώδη αρχη της απλότητας που αποδίδεται στον Γουίλιαμ του Όκαμ (1287-1347), Άγγλο Φραγκισκανο μοναχο, φιλόσοφο, δάσκαλο στην Οξόρδη, που μπορει να διατυπωθει «όταν δύο ανταγωνιστικες θεωρίες παρέχουν εξίσου ίδιες προβλέψεις, η απλούστερη έχει περισσότερες πιθανότητες να είναι ορθη», για τα οποία ο αναγνώστης πρέπει απαραίτητα να είναι καλα ενήμερος γύρω απο αυτα τα θέματα για ν’ αντιληφθει σωστα το νόημα ή το μήνυμα που θέλει να του μεταδώσει ο ποιητης.

Θέλω να πιστεύω ακόμη πως και ο εμβληματικος στίχος «Ο θάνατος το εισιτήριο της ζωης», απο το ποίημα «Αφετήριο έρμα», σ. 13. πατα γερα και απηχει τη θεωρία για τη ζωη που διατύπωσε ο αξέχαστος Άγγελος Σικελιανος, σύμφωνα με την οποία έβλεπε τον θάνατο σαν αιώνια πηγη ζωης!Δηλαδη, ο μυστικιστης ποιητης τοποθετούσε τον θάνατον μέσα στη διαιώνια κίνηση της ζωης σαν στάδιο και αφετηρία και όχι σαν τέρμα που μηδενίζει την ύπαρξη.

Με δύο λόγια, ο ποιητικος λόγος του Π. Θεοδοσόπουλου δεν είναι απλος, φτιαγμένος δηλαδη κατα τις διδαχες ή συνταγες του νομπελίστα Γιώργου Σεφέρη. Απεναντίας, με την ποίηση που δημιούργησε και μας προσφέρει, βρίσκεται πιστεύω συνειδητα προς τη μερια του Ανδρέα Εμπειρίκου. Εννοω πως βρίσκεται πιο κοντα στα πιστεύω και στις θέσεις-του για την ποιητικη-του και γενικα για την τέχνη, με τον αναγνώστη-του να τον βλέπει, έστω και νοερα, να διαγράφει συνεχως, όπως ο δορυφόρος, τροχια γύρω απο τον ήλιο του μεγάλου Έλληνα υπερρεαλιστη ποιητη.

Επιπλέον, διαφαίνεται ξεκάθαρα μέσα απο την ποίησή-του, πως ο Π. Θεοδοσόπουλος, ως δημιουργος έχει πάντοτε στο μυαλο-του, θέλω να πω σαν οδηγο-του, τη γνώση, τη σοφία, γενικα την παιδεία και την πείρα, που κληρονομήσαμε απο τον αρχαίο κόσμο, πάνω στην οποία βασίζεται για ν’ αναλύσει και να εξηγήσει, μέσω της ποίησής-του, τη σύγχρονη πραγματικότητα. Θέλω να πω πως το σύγχρονο το ζυγίζει με τη σοφία του παρελθόντος. Τη σοφία που μας άφησαν παρακαταθήκη οι πρόγονοί-μας. Μιλα, εννοω, για τις πιο νέες εμπειρίες με μια τόσο αρχαία σοφία! Ο υπερρεαλισμος όμως, με την κυριολεκτικη έννοια του όρου, ευαγγελίζεται την υπέρβαση της τρέχουσας πραγματικότητας. Συνεπως, διερωτώμαι κατα πόσο είναι σε θέση να εκτιμήσει και να αξιολογήσει σωστα την τρέχουσα πραγματικότητα;

Καταλήγοντας, έχω διαμορφώσει την άποψη πως τα ποιήματα του Π. Θεοδοσόπουλου, και παρα το ταλέντο που διαθέτει ως υπερρεαλιστηςδημιουργος, είναι, δυστυχως, ασφυκτικα πνιγμένα μέσα σε υλικα που δεν εξυπηρετουν την ανάπτυξη της ποίησης, με αποτέλεσμα να μην την αφήνουν ν’ ανασάνει, να χάνεται η ουσία και η φρεσκάδα-της, και το κυριότερο να εμποδίζεται, χωρις να φθάνει στρογγυλο και ξεκάθαρο, τις περισσότερες φορες, το μήνυμα που θέλει να στείλει στους αποδέκτες-του.

Είναι καλα γνωστο όμως, πως η καλη ποίηση μπορει να φτιαχτει και απο τα πιο απλα και ταπεινα υλικα που έχει ο δημιουργος στη διάθεσή-του. Και οι λέξεις, φέρ΄ειπειν,είναι ένα αποαυτατα υλικα. Αρκει ο ποιητης να χειρισθει και να  χρησιμοποιήσει τις «λογχοφόρες λέξεις», όπως τις αποκαλει ο ίδιος,με αγάπη και μαεστρία για ναπροχωρήσει και να επιτύχει στη δουλεια και στην τέχνη-του. Είναι καιρος, λοιπον, ο Π. Θεοδοσόπουλος ν’ απελευθερώσει και ν’ απαλλάξει την ποίησή-του απο τα βαρια «μαλάματα», κατα την έκφραση του Γ. Σεφέρη, που την έχει στολίσει. Δηλαδη να λειτουργήσει ο ίδιος απλα, συναισθηματικα και βιωματικα, γιατι σύμφωνα και με το δικο-του στίχο «Το βίωμα υπέρτερο της θεωρίας», σ. 49. Κοντολογις, ν’ αφήσει την ποίησή-του αδέσμευτη και εντελως γυμνη απο περιττα στολίδια. Μόνο έτσι θα φανει τελικα η μεγάλη αξία-της αλλα και το γνήσιο ποιητικο ταλέντο-του, που είμαι σίγουρος πως το διαθέτει και μάλιστα με το παραπάνω! Και έτσι, θα φανουν μπροστα στα μάτια του αναγνώστη-του και στίχοι και εικόνες, γεμάτες λυρισμο και ζωντάνια, όπως οι ακόλουθες:

 

                  Πως να νικήσεις

τη θάλασσα

χωρις καράβια

τη σπορα

χωρις συγκομιδη

τη συγκίνηση

χωρις νόηση

τη φθορα

χωρις θάνατο

σ. 11

 

Φυσικα, ο Π. Θεοδοσόπουλος, δεν είναι ο μόνος σύγχρονος ποιητης που λειτουργει υπερρεαλιστικα με τη γραφη-του στον ελληνικο χώρο. Τα τελευταία χρόνια και άλλοι, νέοι κυρίως ποιητες, επιδόθηκαν σε αυτη τη λογοτεχνικη γραφη. Διερωτώμαι όμως, αν οι δυνάμεις και το ταλέντο τους είναι τόσο ισχυρα ώστε να κατορθώσουν ν’ αναπαλμοδοτήσουν, ν’ αναζωογονήσουν και ν’ αναβιώσουναποτελεσματικα το υπερρεαλιστικο κίνημα, ούτος ώστε να επανακάμψει δριμύτερο στην Ελλάδα; Θα το δείξει ο χρόνος. Προς το παρον, ας αναμένουμε το επόμενο βήμα του Π. Θεοδοσόπουλου, την επόμενη ποιητικη δουλεια-του.

 

*Ο συγγραφέας του κειμένου ακολουθει κανόνες του μονοτονικου που εφάρμοζε ο Αντώνης Μυστακίδης-Μεσεβρινος