Η δεύτερη ποιητική συλλογή του Θανάση Γαλανάκη χαρακτηρίζεται από το εξής «παράδοξο»: δεν κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία, αφού έχει διανεμηθεί ψηφιακά στις λίστες ηλεκτρονικής επικοινωνίας του ποιητή. Ωστόσο, με επιλογή του Γαλανάκη έχει «την επίφαση βιβλιακής μορφής», όπως ο ίδιος αναφέρει στο mail που ακολουθεί την επισύναψη της συλλογής. Έχει δηλαδή όλα τα χαρακτηριστικά μιας έντυπης έκδοσης: σελιδοποίηση, εξώφυλλο, εκδοτικό οίκο. Η κίνηση αυτή προσομοιάζει σε ένα αιχμηρό παιχνίδι με συγκεκριμένες κειμενικές αναφορές και υλικότητα, που λειτουργεί, κατά τη γνώμη μου, και ως κριτικό σχόλιο/τοποθέτηση για όσα συνδέονται με την εκδοτική κίνηση στον χώρο της ποίησης και όλες τις ποικίλες «παθογένειες» στις λογοτεχνικές και εκδοτικές συντεχνίες. Αναφέρομαι εδώ τόσο στην αυξημένη συνεχόμενη έκδοση ποιητικών συλλογών με υπέρογκα έξοδα που βαρύνουν τον/την συγγραφέα όσο και στην ολοένα και μικρότερη ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού που πυροδοτεί διαρκείς συζητήσεις. Συζητήσεις ως προς το ποια είναι η «καλή» ποίηση και οι ποιητές/τριές της, με ποιους όρους και από ποιους αξιολογείται η ποίηση σήμερα, το επίπεδο του κριτικού και ποιητικού σώματος, καθώς και τις ποικίλες διαβουλεύσεις που μπορεί συχνά να καταλήγουν στη χρήση της ποίησης ως «επιδεικτικής κατανάλωσης» με όρους του Βέμπλεν, ως «βραβείο» δηλαδή κοινωνικής εξέλιξης και «εγκαθίδρυσης» στους κύκλους της «σύγχρονης διανόησης».
Στην τελευταία σελίδα αναφέρεται λοιπόν, ότι η ποιητική συλλογή «κυκλοφόρησε» σε μηδέν αντίτυπα (το αντίτυπα τυπογραφικά γράφεται με ολοένα και μικρότερους χαρακτήρες) τον Απρίλιο του 2023. Μια τέτοια κίνηση λοιπόν, εκλαμβάνεται ως σαρκαστικό, ειρωνικό σχόλιο για τα όσα παρατηρεί στον χώρο του βιβλίου και της ποίησης ο Γαλανάκης, αλλά και ως κίνηση του ίδιου να υποστηρίξει το έργο του, χωρίς να συμμετέχει σε όσα ευτράπελα παρατηρεί.
Ο τίτλος και οι δύο εικόνες που κοσμούν το εξώφυλλο και την πρώτη σελίδα προοικονομούν κατά μία έννοια και ό,τι θα ακολουθήσει στα ποιήματα της συλλογής, ορίζοντας το περιεχόμενο της «Ντρόγκας» και τις διαφορετικές διαστάσεις της: σκλάβοι που δουλεύουν στις φυτείες και η εικόνα του καρπού μιας παπαρούνας. Αν ο Μαρξ θεωρούσε τη θρησκεία το όπιο του λαού, ο Γαλανάκης εξετάζει πολυεπίπεδα τα διαφορετικά ντοπαρίσματα των ανθρώπων μεταφορικά και κυριολεκτικά που τους κρατάν δέσμιους μια δυστοπικής και δύσκολα διαχειρίσιμης πραγματικότητας.
Η συλλογή είναι χωρισμένη σε πέντε μέρη που συνομιλούν μεταξύ τους αλλά και με την προηγούμενη ποιητική συλλογή του «Τα καναρίνια»: Στο κλουβί, Ιατρείο Πόνου Β’, Ακαρνανική Παράβαση, Πλατεία Υγείας, Ντρόγκα. Το εναρκτήριο μότο του Στέφανου Γιονά αφορά στη διατύπωση μιας κατηγορίας: «Εσείς με τη σιωπή σας με σκοτώσατε- για ένα στοίχημα χαμένο στα χαρτιά». Υπάρχουν λοιπόν κάποιοι που έχουν σκοτώσει συμβολικά αυτόν που μιλάει, κατασκευάζοντας λογοαναλυτικά ένα «εσείς» κι ένα «εγώ». Έτσι η πρώτη φωνή του αφηγητή, όπου εμφανίζεται στα ποιήματα, διατηρεί παράλληλα την διπλή ιδιότητα του μάρτυρα: είναι αυτός που έχει στερηθεί πολλά και καταγράφει την πραγματικότητα, είναι εκείνος που διατυπώνει τις καταγγελίες και μιλά, φέρνοντας στο προσκήνιο τους αδικημένους του κόσμου. Στο μότο του ποιήματος «Πρόλογος» από την ενότητα «Στο κλουβί» ο Γαλανάκης παρουσιάζει τον Γιάννη Πατίλη και τον Κώστα Παπαγιώργη, εντείνοντας την αίσθηση του αφανισμού. Στο μότο του Πατίλη ο Παπαγιώργης δηλώνει πως πρέπει να γράφει κανείς «σαν να ΄ναι νεκρός», ενώ ο Πατίλης προτείνει ότι ίσως να είναι καλύτερα να γράφει «σαν να πρόκειται να πεθάνει την επόμενη», για να καταλήξει ότι μάλλον ο Παπαγιώργης έχει δίκιο. Σε όσους συμμετέχουν στη δημιουργία ενός κόσμου που «είναι μια κόλαση γύρω γεμάτη μένος» (σ.30) ο ποιητής στρέφεται στον δικό του κύκλο, ο οποίος περιλαμβάνει και άλλους ποιητές διανοούμενους: Πατίλη, Παπαγιώργη, Λυκιαρδόπουλο, Γιονά και άλλους.
Ο Γαλανάκης, όπως φάνηκε και στην προηγούμενη συλλογή του («Τα καναρίνια») αγαπάει σφόδρα τα πουλιά. Στην πρώτη ενότητα της συλλογής συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε. Γίνεται λόγος για πουλιά, κλουβιά και υπάρχουν λεπτομερείς αναφορές για τα διαφορετικά είδη των πτηνών (βλ. το ποίημα «Περιστέρια»). Η πρώτη αυτή ενότητα που ονομάζεται «Στο κλουβί» ορίζει από τη μία έναν κόσμο δυστοπικό και ουτοπικό με αναφορές στην υποκρισία της ποιητικής συντεχνίας και από την άλλη κινητοποιεί το οξύμωρο δίπολο: «ελευθερία»-«δουλεία». Στην αλλοτρίωση της καθημερινότητας και των κοινωνικών προσποιήσεων η αίσθηση του εγκλωβισμού επιτείνεται στα όρια της υπαρξιστικής αγωνίας, η οποία όμως δεν καταλήγει σε έναν μελοδραματικό πομπώδη λυρισμό επειδή αντιστρέφεται και υπονομεύεται από μια διαρκή ειρωνεία που είναι παρούσα σε όλη τη συλλογή. Παρόλ’ αυτά ο Γαλανάκης χρησιμοποιεί την παραδοσιακή φόρμα, εμπλουτίζοντάς την συχνά με λέξεις ξεχασμένες και ιδιωματικές.
Καθώς κυνηγά ένα πρόσωπο του λογοτεχνικού χώρου που πολύ θα ήθελε να τον αγαπήσει, ο ποιητής υπονομεύει ακόμα και την ίδια την επιθυμία του, εξετάζοντας με χιούμορ και σαρκασμό πόσες «θυσίες» είναι διατεθειμένος να κάνει προκειμένου να πετύχει τον στόχο του. Διαπιστώνει λοιπόν σε κάποιο σημείο ότι ίσως να πρέπει και ο ίδιος να το γυρίσει στην πρόζα «ή σε ποιήματα σαν σφαίρες στρογγυλές,/απλές, βελούδινες, προκατασκευασμένες,/για να μην έχεις όλο κάτι να μου λες/ κι οι κριτικές σου να ΄ναι πιο συγκρατημένες» (σ. 11). Στο ποίημα που ονομάζεται «Πρόλογος» και εισάγει τους αναγνώστες/στριες στο σύμπαν του ποιητή, διαρκώς διατυπώνονται διλήμματα που αναφέρονται στην ποίηση, την κριτική, τη φήμη, την επιθυμία, την ανάγκη για κατανόηση και αποδοχή. Σε όλη την αγωνιώδη απεύθυνση του ποιητή, ο οποίος «καυτηριάζει» τα όσα παρατηρεί, επιδιώκοντας παράλληλα την αποδοχή, τα πουλιά και το τραγούδι δίνουν το στίγμα, ακόμα και σε συνθήκες αιχμαλωσίας, αφού διαπιστώνεται το αυτονόητο: «δεν είναι δα κουίζ, σταυρόλεξο ή γρίφος/-τα καναρίνια κελαηδούν μες στο κλουβί» (σ. 13).
Τις παγίδες και τις δύσκολες συνθήκες των λογοτεχνικών σαλονιών που καταγράφονται στην πρώτη ενότητα ακολουθούν οι οδύνες της ασθένειας και του πόνου στο «Ιατρείο Πόνου Β’». Ο Γαλανάκης περνά από τα κοινωνικά ρεπερτόρια της κοινωνικής προσποίησης και ανταγωνισμού στο κοινωνικό πεδίο, στο οποίο οι κριτικοί «διανέμουν» αξιολογικές κρίσεις και ιεραρχικές λίστες, στον χώρο του νοσοκομείου και της ασθένειας. Εδώ ο γιατρός λειτουργεί ως «μέγας ιεροεξεταστής» ή θεός, ο οποίος ρυθμίζει το δίπολο: «υγεία-ασθένεια». Ξανά το στοιχείο της πικρόχολης ειρωνείας είναι διαρκές και έντονο. Στο ποίημα «Ραντεβού» με καφκικούς τρόπους ο αναγνώστης παρακολουθεί τις συνεχόμενες διαδρομές των ασθενών, την ατέλειωτη γραφειοκρατία, τις ουρές και την αγωνία «στον άσπρο διάδρομο του πόνου» (σ. 22). Το στοιχείο της ψευδο-οικειότητας ρυθμίζει τις σχέσεις γιατρών-ασθενών και διοχετεύει την ελπίδα για την ίαση που δεν είναι δεδομένη.
«[…]ψευδαίσθηση οικειότητας, μιας κι όλοι
στης αγκαλιάς τη θέρμη και τη ζέση
το είδωλο τους μόνον αγκαλιάζουν:
ο Ένας αναπλήρωμα του Άλλου» (σ. 22)
Στις παραπάνω ανθρώπινες οδύνες το ευτυχές τέλος αναβάλλεται και οι ασθενείς των νοσοκομείων με τα χάπια, τα βιβλιάρια, και τους ουροσυλλέκτες καταλήγουν αποστερημένοι από την «ιδανική» ίαση, όπως στο κλασικό παραμύθι της Σταχτοπούτας, γιατί: «στις δώδεκα το βράδυ/(βλέπε, μόλις το ραντεβού τελειώσει)/χτυπάει το ρολόι στην πλατεία/και γίνεται το άρμα κολοκύθα/και γίνεται η πορφύρα πολυεστέρας/και γίνεται ο Ήλιος μαύρος νάνος» (σ. 23).
Η Ντρόγκα φαίνεται να είναι πολυδιάστατη και δεν αναφέρεται μόνο στις εξαρτήσεις από το αλκοόλ ή το τσιγάρο. Αναφέρεται έντονα και επαναλαμβανόμενα στα αδιέξοδα της καθημερινότητας και στις δυσκολίες σε όλους τους κοινωνικούς χώρους, παραπέμποντας στα ίχνη του Ρεμπώ, του Βάρναλη και του Παλαμά. Είναι λες και οι άνθρωποι προσπαθούν να διατηρήσουν τις ελπίδες τους ακμαίες σε «ένα κουτάκι μέλλον» (βλ. και το ομώνυμο ποίημα στη σ. 26) ακόμα και αν παραμένουν διαρκώς αποσυντονισμένοι και σε σύγχυση. Εδώ ο άνθρωπος που πήγε όλο χαρά στο σπίτι φίλων και μπέρδεψε τις μέρες επιτείνει ρεαλιστικά την απομάκρυνση από κάθε ιδεαλιστικό ευτυχές τέλος: «στα χέρια του ΄μενε αμανάτι λες και πήγε/σε σπίτι φίλων με κουτί γεμάτο πάστες/για μιάν επίσκεψη και μπέρδεψε τη μέρα» (σ. 26).
Η εξακτίνωση της «Ντρόγκας» ως συνθήκης μιας αλλοτριωμένης απάνθρωπης επιτάχυνσης συνεχίζεται και στις τρεις τελευταίες ενότητες. Στην «Ακαρνανική παράδοση» ο Γαλανάκης κινητοποιεί τη γενεαλογία της δικής του ταυτότητας και την ταξική διάσταση του κοινωνικού αποκλεισμού. Περίτεχνα ο βιρμανικός πύθωνας στο ομώνυμο ποίημα (σ. 33), ο οποίος ονειρεύεται τα τροπικά δάση των Ινδιών από τα οποία προέρχεται, κάνει τον ιδιοκτήτη του να προβεί στις δικές του οικειοποιήσεις και να σκεφτεί νοσταλγικά «τα δάση του Αγρινίου και τους λόγγους/που ζουν χωρίς εμένα». Ακολουθούν μια σειρά ποιημάτων στα οποία ο ποιητής καταγράφει μεθοδικά και ρεαλιστικά τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων του τόπου του. Στο «Πατόφλου» λεπτομερώς περιγράφεται ο κάματος των εργατών καπνού. Τους παρακολουθούμε «κάπου στη βορειοδυτική Ακαρνανία», στο Ξηρόμερο, να «παν΄ στον κάμπο, ιερείς του Παπαστράτου» (σ. 35). Ακολουθούν ποιήματα για τους Αλβανούς εργάτες, έναν ανιχνευτή μετάλλων, καθώς και ένα ποίημα αφιερωμένο στον Λυκιαρδόπουλο που αναφέρεται στη μοναξιά και τα δύσκολα του πρώτου Πακιστανού στην Ελλάδα. Ο ίδιος μετασχηματιστικά δηλώνει τις συγγένειες που εξακολουθούν να τον δένουν με την εργατική τάξη, δηλώνοντας τη δική του εργασία ως σκληρά εργαζόμενος στον χώρο της γραφής. Ο ποιητής σημειώνει τις αναπόφευκτες εναλλαγές αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας. Στο «Όνειρο, Ιούλιος 2019» κατοπτρικά ο Γαλανάκης μοιράζεται ένα όνειρο και ένα ποίημα με τον Νίκο Καρούζο: «στα κρυσταλλένια νάματα πεθαίνω» (σ. 62). Ωστόσο, ο ποιητής περιγράφει, παίρνει θέση, σχολιάζει, αλλά δεν πεθαίνει ούτε συντρίβεται. Φαίνεται ότι ένα από τα πράγματα που τον κρατάν όρθιο εκτός από την ποίηση και τους δικούς του ανθρώπους είναι μια άδολη θρησκευτική πίστη που ακουμπά στην πίστη των ανθρώπων του τόπου του. Η Παναγιά, οι άγιοι και οι ναοί του τόπου του παραστέκονται στους ανθρώπους και απαλύνουν παραμυθητικά τα βάσανά τους.
Αν στην πρώτη του συλλογή ο Γαλανάκης ψηλαφούσε αποφασιστικά την ποιητική φωνή του ορίζοντας το ύφος, την τεχνική του και τις βασικές θεματικές του στη «Ντρόγκα» προχωρά ακόμα πιο σύνθετα, αναγνωρίζοντας τα πολλαπλά κάτοπτρα του πραγματικού και τα απανωτά διλήμματα που δεν περιέχουν εύκολες απαντήσεις. Δείχνει πως κινείται στα όρια νέων μεταβάσεων στις εκδοχές του εαυτού και της γραφής, που ακόμα δεν έχουν πλήρως σχηματιστεί. Ίσως η έντυπη έκδοση της Ντρόγκας να συμβάλει σε νέες ανασυνθέσεις του ποιητικού κόσμου τού Γαλανάκη στον οποίο ο ρεαλισμός συνοδεύεται μόνιμα από κατοπτρικές αναστοχαστικές διαδικασίες βιτριολικής ειρωνείας.