
ΚΥΠΑΡΙΣΣΟΔΑΣΟΣ
Χιλιάδες δούρειοι
καὶ σκουροπράσινοι φαλλοί
ἐρωτικῶς ἐγγίζουν
τὸ οὐράνιον αἰδοῖον
ΠΑΠΑΡΟΥΝΑΙ
Τί εὐγενεῖς
συνεσταλμέναι
κ’ ἐντροπαλαὶ αἱ παπαροῦναι
Μόλις τὸ βλέμμα μου αἰσθανθοῦν
ἀμέσως κοκκινίζουν
ΗΛΙΟΣ ΕΔΩΔΙΜΟΣ
Κάθε ποὺ βραδυάζῃ
ὁ ἥλιος βουτάει
στὸ στόμα τῆς νύχτας
κ’ ἐκείνη τρώει τὸν καρπόν
καὶ φτύνει τὰ κουκκούτσια
τ’ ἀστραφτερά του τὰ κουκκούτσια
– τὰ ἀστέρια –
τὰ μαῦρα της μαλλιὰ γιὰ νὰ στολίσῃ
ὥσπου νὰ ἔλθῃ τὸ πρωί
καὶ ἕνας νέος ἥλιος γεννηθῇ
– ἥλιος ἐδώδιμος –
καὶ μὲ τὸν θάνατόν του τὸν χρυσόν
καὶ πάλιν νὰ τὴν θρέψῃ
Αφήστε ένα σχόλιο