Σε κάθε σκιαμαχία,
πέφταμε χάμω.
Δεν κάναμε λάθος,
με το στόμα ψάχναμε
του εφιάλτη το σφυγμό.
Κι ανάμεσα στις αυλακιές,
ο άνεμος ψυχοτάβανος
μας γύρευε στασίδι.
Φυτρώναμε στηθόδεσμοι
στο πέσιμο των άστρων,
να συγκρατούμε ανίδεο φως,
μεσ΄ σε ηνίοχα βράδια.

***

Φόβοι φιλάσθενοι,
γεμάτοι βότσαλα, βαστούν
το χειμωνιάτικο ξεσηκωμό,
πάνω από γκρεμούς η όψη μου αλλάζει,
ό,τι χλοΐζει μαχόμενο ασύνταχτο στέκεται,
μα παντού βρίσκω κρυμμένες
των αστεριών τις ρίζες
και ξάγρυπνα ποτάμια χρώματα,
κομματιαστά οι μελωδίες κρυσταλλώνουν
γύρω από διάφανα αλτάρια.
Ποθώ να σηκώσω τα χέρια,
να περάσει ανάμεσα το διαυγές.
Μυρίζει μέντα, σοκολάτα και μελάνι.
Χτίζω με περίεργα υλικά.

 

***

Υπνοβάτιδα Σελήνη,
ανάμεσα σε ζάχαρη
και ποταμίσιο γάλα
μεταμορφώνει
των ονείρων τις ανάσες.
Κι εκεί, φωτίζεται
στην άκρη από το χέρι μου,
η αγρύπνια που φυλάει
το κούτελο σαν πυρετός,
μανδύας που ζεσταίνει
το υψωμένο στήθος,
μικρό παιδί
που ξυπολιέται στα κλωνιά.

***

Από ποια πλευρά
ανοίγει σαν σύκο τα σπλάχνα του
στις εσχατιές ο ήλιος;
Να μπούμε μέσα,
να γεμίσουμε μελωμένες φλέβες
και με τα δάχτυλα
να φιλέψουμε τις γωνιές του ορίζοντα
το δαμασκί αλάτι.

***

Καθετί στην άπλα του
ξοδεύει τα χρώματα.
Ολόκληρη η ομορφιά
βρίσκεται να σ’ ακολουθεί.
Τη γεύεσαι γρήγορα,
η ματιά κρυστάλλινη,
ακριβότερη η σκέψη
απρόσιτη γίνεται.
Κεντρίζω τα μάγουλα
της σιωπής
κι ο ήχος του ταξιδιού
αγέννητος ακόμα.

***

Όταν είμαι κουρασμένη,
θέλω πιο πολύ να χαράζω
αυτά τα μικρά τσιμπιδάκια στις πλεξούδες της Σελήνης
με πολύχρωμες σμίλες,
γελάει και το βρίσκει παιδικό,
μα έτσι της κλέβω τη σκόνη
που τινάζεται απ’ τα στρογγυλά της μάγουλα,
και την ενώνω με τα μυστικά μας υλικά.
Κάνε μου μια χάρη, άσε να πέφτει
με την ησυχία της η γυαλάδα των λυγμών.
Ξεφτάει το όνειρο, σαν το κουκουλώνεις
με φιμωμένη λύπη.
Περπατώ κι αφήνω τα μπαλόνια μου.
Ξεκίνησα μ’ ένα κίτρινο, στο είπα.
Για τον ήλιο που είχαν τα λιβάδια
και που αγαπώ τις κίτρινες τουλίπες.
Μέχρι να ξεχάσεις, η γλώσσα μου
θα σχηματίζει ένα μωβ.
Για την τρέλα, για τη λεβάντα
για ό,τι κρύβεται στο βλέμμα.
Άφησα δυο λευκά, πριν και μετά,
να σου μιλούν σαν Ινουίτ.
Και με το κόκκινο μπούστο μιας παπαρούνας
φούσκωσα το πιο έντονο μεγάλο που ‘χεις δει.
Για να χωρούν μέσα τα νήματα,
οι ματωμένες χαρακιές,
τα σκουφιά, τα σαγκουίνι
και τα κόκκινα τα χείλη.
Πολύ πιο κάτω, ‘λευθέρωσα ένα μπλε,
καμωμένο από νύχτα χωρίς άστρα,
από της θάλασσας το τρυφερό χουρ χουρ
και από ταξίδια μαγικά.
Αργότερα, ένα πράσινο, να καλμάρει
τις νιφάδες και να μυρίζει άνοιξη και γαλήνη
κάτω από πράσινα παπούτσια.
Ποιά μελωδία να πάρω για λίγο πορφύρα,
όλα τα όστρακα συλλαβίζουν προθέσεις
κι ό,τι φαντάζεσαι πώς να τ’ αντέξεις.
Μπουκέτα χωρίς καθορισμένο ύψος,
περνούν ανάμεσα από την απόλυτη ησυχία,
από χάος, από καραμελένιες Οδύσσειες
από τρικυμίες φριχτές κι από λύκους με δόντια.
Ακούγεται ακόμα σκοτεινή δύναμη.
Πάνω από τα παγωμένα έλατα
θρυμματίζω χάλκινες σιωπές με πύρινη υπομονή
και με υγρή φωνή και των αγγέλων το δείλι,
ξανοίγω πορτοκαλί ένα μπαλόνι
σχεδόν διάφανο.
Για ν’ αντικρύζω από μέσα του
τον κόσμο αγέρωχο
και ζουμερό σαν την καρδιά του.
Περπατώ, θ’ αφήνω μπαλόνια.
Να βγάζεις σε φως τα δέντρα ν’ ανθούν,
ν’ ανακατεύεις σταγόνες χρυσαφιές
με τους βυθούς των κρυμμένων αστεριών
κι η νύχτα, κοίτα πως θέλω να χρυσαίνει.

***

Είμαι ακίνητη.
Σε τραβώ στους ήχους.
Κάτι μικρά αγριολούλουδα φιλιούνται
με μια μέλισσα στο στόμα,
το πράσινο συντονίζεται με τετερίσματα
και τα βουνά ντυθήκανε με μέλι.
Μη σαλεύεις.
Οι φλέβες των δέντρων ακούνε.
Γεμίζουν χυμούς, ολοζώντανους
πορτοκαλένιους χυμούς
ετούτα τα παραθύρια.
Μια σαύρα διαβάζει τη σκιά μου,
στο μπλε της νύχτας
πορεύονται τα λεκτικά κενά
με χρώμα κόκκινο,
ψάχνω τα ίχνη των πουλιών.
Μικρά στοιχειά σπρώχνουν
τη σκόνη τους γελώντας
κι αιωρείται γύρω μου
η παγωμένη πλευρά του ουρανού
που τρίβεται και βάφεται
με ένταση ατόφια, ηλιόφωτη.
Ένας τρισμός δένει αργά
την κάθε μου λέξη.
Φιλώ το γέλιο σου
το παιδικό,
αίρεση που μπαινοβγαίνει,
μυρίζει αλάτι στα μαλλιά
και τρώει σοκολάτα.