Η έμπνευση του ποιητή

Ένα ιδιόμορφο πάθος
υγρό
αναπάντεχα εγκατεστημένο
διαρροή ψυχικού δικτύου
αναβλύζει
υλικό φασματικό
με αιωρούμενα αιμοπετάλια
αλγόριθμους
για την εξύψωση και την πτώση
του όντος.
Με την προσήλωση
ίνες νοητικές πετάγονται από τα μάτια του
και τους τυλίγουν
όπως η σάρκα τα οστά
συνθέτοντας οντότητες
σκέψεις οργανικές
ολόγλυφες
με σκελετό την καθαρή ιδέα
υφή ρυθμού
και όψη καθημερινότητας.

Το ρήγμα εξελίσσεται διαρκώς
και περιοδικά
πότε σε πίδακα και πότε αργά φυλλορροεί
μα στο παραμικρό εξωτερικό ερέθισμα
σαν την πληγή του αιμορροφιλικού
ανοίγει και τρέχει
η έμπνευση
με αβίαστες συνάψεις
να υφάνει καλλίγραμμες φόρμες
ποιητικές.

Αιτία πιθανή του φαινομένου
μία τυχαιότητα
που ανέσυρε
αρχεία αλχημείας ξεχασμένα
έμμετρα.
Στο άγγιγμα
ρευστοποιούνται
σε μολύβι διάπυρο
χύνονται και τρυπούν
το σφραγισμένο τοίχωμα
που αποκρύπτει
ολοστρόγγυλες
λίμνες ατόφιες ονομάτων
και ορισμών θεσπέσιων
για τα γυρίσματα του νου και τις ψυχής.

Κοιτάσματα ιδεών
που αναδύονται ελεύθερες στην επιφάνεια
και απλώνουν νήματα χρυσά και αδιόρατα
και τον περιτυλίγουν
σε ένα φωτεινό κουκούλι επίγνωσης
μαζί με όλον τον περίγυρό του
μέχρι να φτάσουν
να αναπνέουν
όλοι μαζί την ίδια ανάσα
ως ενιαίο ον

ως ποίημα.

Η εργασία του ποιητή

Στο παχυλό ποτάμι της ζωής
ρέουν ανάμικτα κι αταξινόμητα τα υλικά
τα ιερά με τα ανόσια
τα όμορφα με τα αποτρόπαια
τα μέτρια με τα αξέχαστα
σε μία γκάμα απεριόριστη
με εμφάνιση σταχτιά και υφή βουρκώδη
χωρίς διακριτό ρυθμό και αποχρώσεις.

Κι ο ποιητής ευλαβικά
επιτελώντας μιαν αποστολή βαρύνουσα
σκύβει κι εξάγει
χρώματα εξαίσια
αναλαμπές και ωραία σχήματα
τα στερεώνει με καρφάκια μικροσκοπικά και λεπτεπίλεπτες συνδέσεις
και τα επιστρέφει να κυλήσουν
πιο ασφαλή
μήπως και διατηρηθούν αχώνευτα
ως μήνυμα σωτήριο
μες την κοιλιά του κήτους “Εντροπία”.

Ο ποιητής

Μεταχειριζόταν μία γλώσσα απλοϊκή
όπως τη μιλούσαν στο χωριό οι αμόρφωτοι.
Παρακινημένος από μία τάση διαστροφική
όλο και πιο χυδαία εκφραζόταν
για να προκαλεί την περιφρόνηση και τον αποτροπιασμό
των καλλιεργημένων
με το ωραίο τους στήσιμο και τις κομψές χειρονομίες.
Και όταν πια εισέπραττε με επιτυχία
την πλείστη απαξίωση
τους ταπεινωτικούς τους μορφασμούς
και της αποστροφής τα λόγια
γυρνούσε σπίτι κι έγραφε
ποιήματα
στη γλώσσα των αγγέλων
που σαϊτεύαν και λιγώνανε τους αναγνώστες
που δάκρυα τους εμπόδιζαν να συνεχίσουν την ανάγνωση
και μια λατρεία φώλιαζε μέσα τους οριστικά
για αυτόν τον ποιητή
τον τόσο ανώτερο.

Και εμφανιζόταν κάποτε δημόσια και τα διάβαζε
και τον πλημμύριζε εκείνη η έκπληξη
που τους κατέκλυζε όλους γύρω
καθώς μοχθούσαν σαστισμένοι ολότελα
να συγκεράσουν
τον ελεεινό με την αιωνιότητα.