Υπήρξα επιεικής με τους άλλους
με τον εαυτό μου σκληρός.
Αν το έκαναν όλοι αυτό
σκεφτόμουν
θα γινόταν ο κόσμος μας καλύτερος.

Όμως δεν το έκαναν

κι αντί να γίνει ο κόσμος μας καλύτερος
χειροτέρευε ο δικός μου.

***

Το φεγγαρόχορδο μες απ’ τη χαραμάδα
χαϊδεύει τον δεξιό μου κρόταφο
ασημένιο απολίθωμα.
Ό,τι αγάπησα ανήκει στο παρελθόν
ό,τι αγάπησα δεν αλλάζει.
Ξεφυλλίζω βιβλία, ακούω τραγούδια
πίνω τσάγια από τους κρεμαστούς
κήπους της Βαβυλώνας.
Άνοστα όλα, θλιβερά
σα λουριά στα λαιμά του σκύλου
και τα στήθια των γυναικών.
Αν μπορούσα να ξαναγεννηθώ
για να θηλάσω
ίσως υπήρχε Θεός κάτι να μου
τάξει.

***

Δύο τρεις πηγαίνουν ήδη στο ταμείο
για να εξαργυρώσουν τα εισιτήρια
κι εσύ λες, ασ’ το
θα αναλάβω εγώ.
Θα βγει ο ήλιος στις δώδεκα τα μεσάνυχτα
θα βρέξει λάβα μες στα ποτήρια μας
να ξεδιψάσουμε με έγκατα.
Δε σε παίρνει κανείς στα σοβαρά
οι περισσότεροι γελάνε
μες στα μούτρα σου
με στόματα ανοιχτά.
Απονευρώνεις τα φύλλα των δένδρων
να μην πονά το οξυγόνο
εκπνέεις στην ατμόσφαιρα αναμνήσεις
θυμιατά.
Μετράς τα σάπια δόντια τους
και δεν ακούς τα γέλια.
Μέσα στα στόματά τους θάβεις μυστικά.