Κύματα, Ιωάννης Αλταμούρας

 

 

Είχε περάσει το μεσονύχτι, οι καιροί είχαν αλλάξει

κι ο κόσμος, ο ίδιος πάντα και πάντα αλλιώς,

στεριανός πια, αμίλητος μετρούσε τη ζωή,

πότε κάτι, πότε μ’ αλάτι, είχε περάσει κι αυτή,

από σαράντα κύματα,

έτσι την έβλεπε την παρελθούσα ζωή του,

να χτυπιέται στα κύματα

μια στον αφρό να πιάνει ουρανό

και δυο στο βυθό

καταποντισμένη, η ζωή του,στην άβυσσο.

Όλα τα κρίματα, βαριά παραπετάσματα,

όλα αβγάταιναν τη χέρσα σκέψη,

ούτε Πολικός Αστέρας, ούτε μπάρκα, ούτε Σειρήνες,

μόνο μ’ ένα τραγούδι

κατάφερνε κι άναβε κάποιες σπίθες,

τότε γύριζε στην εύθυμη παρέα του Ποσειδώνα

κρεμούσε τη μάταιη θλίψη στα ίσαλα του δεξαμενόπλοιου,

ξεδίπλωνε το χάρτη,

με την αφή χάραζε τις παλιές ρότες,

περνούσαν από τα μάτια του φουρτούνες,

ξέρες, φάροι, νησιά,

στα στενά του Γιβραλτάρ χαιρετούσε τα άλμπατρος,

στα λιμάνια έκλαιγε,

στην κουκέτα συμπλήρωνε ημερολόγια,

έγραφε γράμματα, τον έτρεφε η αλμύρα.

Άφηνε τα κίτρινα φύλλα σκορπισμένα στο καλντερίμι,

το μπάρκο του νοερό, μα αναγκαίο.

μάζευε την άδεια νύχτα, το άδειο βλέμμα,

τό ’σκαγε, σαν κλέφτης.

Ώρα που δόξαζε η αυγή το φως

ξάγρυπνος κοίταζε στο μικρό καθρεφτάκι,

βαθιές ρυτίδες στο μέτωπο,

τα χείλη μαραμένα έπαιρναν να μελανιάζουν,

κρύωνε,

σήκωσε το γιακά, έκρυψε τα χέρια στα μανίκια,

το ναυτικό πανωφόρι τριμμένο,

κατάφερνε όμως να ζεσταίνει το νικημένο του σώμα,

την παγωμένη ψυχή,

αήττητο θαρρείς εκείνο, ούτε καταχνιά, ούτε μπόρα,

τι κι αν του έλειπαν μερικά κουμπιά,

τι κι αν δεν είχε πια εκείνο το βαθύ λουλακί χρώμα,

το ίδιο τον τύλιγε,

έλεγε πως αυτό βαστούσε ακόμη πνοή θαλασσινή,

πλήθαινε ο πόνος, ο νόστος, δεν ήξερε

έτσι καθώς έγερνε στο ασβεστωμένο πεζούλι

βυθιζόταν σε ύπνο πρωτόγνωρο

φορτώνοντας αλισάχνη τις μέσα του άδειες τσέπες.