ΜΟΥΣΑΪΣΤΑΙ

Στις νύχτες και στις πτώσεις οι Ποιητές υψώνονται.
Για όσο ήλιοι στέκουν η νόηση θα τρομάζει,
στις δύσεις τους κοράλλι απ’ τα τρίσβαθα φαντάζει
η συντροφιά της Μούσας που ‘μάθαν να καρπώνονται.

Δεν έχουν χρονομέτρες, δεν βάφονται μ΄ ακρίβεια
τα χρώματά τους πλάθουν λυπαυγές της ευφορίας
ανέμελα πινέλα είν’ σ’ αγέρια Φαντασίας
μα σαν η λήθη έλθει, λαξεύουν μιαν αλήθεια.

Θησέα πανιά μαύρα γι’ απογείωση τ’ Αιγαία,
μελάνθιοι βλαστοί και φύλλα σε φωτεινούς λειμώνες
βράχοι απαλοί στον φλοίσβο με λέξεις ανεμώνες
είν’ οι Ποιητές· έκπτωτοι στη φέξη μιας Ιδέας.

Σαν αλισάχνη χάνονται μόλις η αυγή φλογίσει
σ’ αγέρες στήνουν χορικό τ’ ανείπωτ’ άσματά τους.

ΚΑΤΟΠΤΡΟ

Κοιτάς και διασκορπάς της νόησης στολίδια
στεφάνια να ‘ν του Νάρκισσου για δίκη στον Αιακό.
Μπροστά σου ας υψωθεί της πλάνης σου η Κήρα
φευγιό οι φενάκες θα ΄ναι κι εσύ o ναυαγός.

Κοιτάς και αναρωτάς, πού πήγε το καράβι
εκείνο το μακρόσυρτο, των πολιτειών σχιστήρι;
«Στης θάλασσας τους πάτους αντάμωσε βαρκάρη
κι ‘χε στη πλώρη αναφτό της λήθης το φυτίλι».

Κοιτάς και αποσιωπάς απωθημένους πόθους,
η εκπλήρωση σου φάνταζε κατάρα, αποκοτιά.
Δεν πίστεψες ποτέ σε έγνοιες και σε φόβους,
θαρρούσες πώς θα διέφερες· μα το ‘ξερες βαθιά.

Κοιτάς και αναφυσάς της μοίρας σου το τέρμα·
να ‘ναι πνοή μοναχική ή φίλημα στερνό;