Ωρυγή για τη σηψαιμία της νιότης

Κάτι ήπατα φαγωμένα απ’ τα έλκη,
κάτι όνειρα μαβιά απ’ τις
αγκωνιές των συμβάσεων
και κάτι άκρα τρεμουλιαστά
μες το βαλτώδες των ρυτίδων.
οι χροιές ξεχουρδισμένες
καθηλώνονται στη σιγή,
στεγνώνουν στο λαρύγγι,
ενώ τα αλλήθωρα πια βλέφαρα,
ακινητοποιούνται με βία
απ’ τους επιθεωρητές της
στειρότητας.
μία ασθενής λαλιά
ηχεί απ’ την άβυσσο του στήθους.
Είν’ αυτή που διαμαρτύρεται
με μία νευρωνική σπασμωδία,
αφήνει δαγκωματιές στα
τσαλακωμένα στρώματα της σάρκας,
μήπως και κλείσουν ερμητικά
τα παράθυρα που ανοίγουν στον κόσμο.
Μία επιφάνεια παραίτησης, το γήρας
που πάνω της σκοντάφτει το πείσμα
συνεσταλμένων ονειροπόλων
και κυλιέται σαν ενθουσιώδης νεανίας
στην ξύλινη τσουλήθρα του θανάτου.

Άτιτλο

Ἡ ὤρα τρεῖς τό χάραμμα καί ἐγώ νά καταθέτω κάτι μισοτσακισμένους στίχους καί λέξεις δολοφονημένες ἔτσι κλεφτά σ’ ἔνα ἐδώλιο μέ κατήγορο τό αὔριο, μήν καί ἀναστήσω ἀντιφάσεις καί ἀποδειχτώ μέθυσος τοῦ ἀλόγου τῆς νυκτός.

Ερωτόλογα μίας χίμμαιρας

Λυσσομανούν αδιάκοπα τα στήθια
από λαχτάρα μάλλον-
θα διεκδικήσεις το ρίγος
της σιωπής μου
που θα τραυλίζει σαν τριζόνι
απ’ την έκσταση
μπρός απ’ το δάσος του θώρακά σου;
ή αλλιώς θα υπομείνεις τις
χάρτινες κραυγές μου
που θα σχιστούν μονομιάς
απ’ τ’ ανεκπλήρωτο.