Βαδίζεις σε μια έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει,
Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο,
Ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο.
Αυτό είναι το ποίημα.
Κική Δημουλά

Τα χρώματα στον ουρανό ταξιδεύουν. Είναι μεγάλο το προνόμιο τους αυτό. Δεν δίνουν, ούτε δώσαν άλλωστε και καμμία αναφορά σε κανέναν. Ψωνίζουν από τα σύννεφα τα απολύτως απαραίτητα. Στην ελευθερία τους ακουμπάω τις σκέψεις μου. Δεσμεύω την έμπνευση και τις σκέψεις μου αυτή την στιγμή, πάνω τους. Σαν ρούχα βρεγμένα στην απλώστρα του χρόνου, εκεί έξω, όλα τα χρώματα περιμένουν πώς και πώς για να στεγνώσουν. Να ‘ρθουν μέσα. Να πάρουν την θέση τους. Κρατιέμαι από το τοπίο, σαν αφορμή, χωρίς χαλινάρια και σχοινιά, χρησιμοποιησα λίγες γραμμές της κ. Δημουλά.

Σε ό,τι με οδηγεί η ταχύτητα των στιγμών, το υποτιθέμενο δέντρο, η έρημος, η ερημιά. Χωρίς τελεία και παύλα. Οσο αυτό είναι εφικτό. Λεπτομέρειες που δεν συγκρατούνται, δεν περιχαρακώνονται αλλά και κάπου θα ανταποδίδονται, θα προσφέρονται φαντάζομαι. Το άπειρο, στην μηδενική του ανοχή, κεντρίζει το ενδιαφέρον στο θα. Σαν τα εκλογικά προγράμματα. Στο θα κατοικούν. Το να, ταιριάζει και ερμηνεύει τα προηγούμενα. Τα λάθη και τις παραλείψεις. Τα χθεσινά. Ας μείνουμε στο τώρα, του πρωινού, του απογεύματος, και στη σχετικότητα τους, όταν και τα χρώματα μπαίνουν στο χορό. Και αρχίζουν τα καγγελίσματα τους. Είναι πανηγύρι ο χρόνος, για ολα τα παιδιά και στα διάφορα σκαλοπάτια των δευτερολέπτων υπάρχει μια ιστορία να σε περιμένει, σαν έκλπηξη, σαν δεδομένο και ένα παιγνίδι να το ξαναρχίσεις από την αρχή.

Προπορεύονται οι σχεδιασμοί του χρόνου, και στο θα και στο να του, μπροστά σου ξεδιπλώνονται. Οροι και περιορισμοί και αυτοί αντάμα. Οχι βουνά. Αυτά είναι όρη. Ειναι άλλος ο πληθυντικός τους. Αυτά είναι ακίνητα και όσο και να τα θωρείς δεν σκιάζονται. Οι όροι ομως σκιάζουν και είναι για όλους. Και για το καλό. Αυτά ανήκουν σε άλλα δεδομένα και αυτη την στιγμή, στο επιτρεπτό των λόγων, φωτογραφίζω αυτή την χαρμολύπη. Αλλάζουν όμως, συνεχώς, οι ιστορίες της με τον καιρό. Μένουν τα βιωμένα. Ακόμη και τα φανοστάτες κυκλοφορίας στις πόλεις δεν τις σταματάνε, ούτε γίνονται εμπόδιο. Πώς θα περάσεις απέναντι το δρόμο; με τι ταχύτητα; Και πότε;

Με υπομονή και με την σειρά σου. Ετσι λένε. Ετσι πρέπει. Στα πόσα βήματα, όμως, περνάς απέναντι; Ρητορικό το ερώτημα. Η εκκρεμότητα της απάντησης, προσεγγίζεται, με το αεράκι που έρχεται και σου χαιδεύει το μέτωπο. Μια ακριβής αλλοίωση της στιγμής και εκεί που πάει να βρεί ισορροπία, το πετυχαίνει άνετα ένα αεράκι. Φαντάσου. Ακόμη, κάτι άπιαστο κάνει την δουλειά του. Λες και τα πλατάνια της μνήμης πίνουν τσίπουρο και σου λένε τα νέα τους από κοντά.

Συμπληρωματικά και ταυτόχρονα, συμβαίνουν όλα αυτά, όταν το πορτοκαλί δίνει το χέρι του στο κόκκινο χρώμα. Γραφές αποστασιοποιημένες έρχονται στην στιγμή. Στην δεύτερη τους ευκαιρία βρίσκεις καινούργιες λεπτομέρειες. Όταν τις βιώνεις σαν μοναδικό φαινόμενο, δεν τις σημειώνεις στο χαρτί.

Δίνεις λίγο χρόνο, στα ακαριαία. Είναι σαν να κόβεις ένα λουλούδι χωρίς να το μυρίσεις, χωρίς να του μιλήσεις. Οταν βλέπεις τα πράγματα, και τις γραφές από διαφορετική γωνία, και δη μακριά, τότε η απολυτότητα των μαθηματικών τους, δεν ρίχνει άγκυρες, ούτε έχει σταθμούς ξεκούρασης. Σε ενα χορό έκφρασης και λυρισμού όλοι οι ρυθμοί έχουν τον τόνο τους. Τα λόγια ξανά τραγουδιούνται και ξυπνάνε μνήμες.

Μερικές στιγμές, ο χειμώνας Αλκυονεί, στην ησυχία της δημιουργίας των συν αισθήσεων, συμπορεύεται, με ότι νυχτώνει, με ότι ξημερώνει μέσα σου. Στη πολιτεία εδώ του νότου, χτίζονται γέφυρες αυτή την ώρα του χειμώνα,με του καλοκαιριού σου τις εικόνες. Λίγο αλλαγμένες, λίγο διαφορετικές,από την στιγμή που σου μιλάνε,σε παιρνάνε απέναντι. Η βουή των δρόμων, ιπποτικά και με ευγένεια στο λιγοστό του χρόνου, αντανακλά και ορίζει, την εποχή και την ημέρα. Χαρτογραφείται το φέγγος, με σταγόνες νοτισμένης επανάληψης από του ωκεανού τις τσέπες. Όλη την νύχτα ψάχνανε διέξοδο. Οι γουλιές τους, στην δικιά τους ρευστότητα,εξαργυρώνονται. Στα παραθυρόφυλλα και στα φύλλα των λουλουδιών φαίνονται τα αποτελέσματα.Αναμενόμενο. Οι τέσσερις εποχές του χρόνου, τερτίπι και σημάδι της ωκεάνειας αυτής πόλης, που ζούμε (που μπορούν παρεπιπτόντως,να σε συναντήσουν την ίδια μέρα τα πρόσωπα της,και τα θερμά και τα κρύα) ίσως και αυτή την στιγμή, αυτή την ώρα, να σχεδιάζουν με σαφήνεια αυθορμητισμού, τον χάρτη της συνήθειας και της καθημερινότητας σου.

Στατικά και γρήγορα, στιγμιαία διαλείματα, τα απογεύματα που έρχονται, τις πόρτες και τις κλειδαριές τους κυρίως, θέλουν να τις ανοίξουν. Δεν η λειτουργία τους μόνο να διπλααμπαρώνονται και να σιωπούν. Ειναι μια καλή υπενθύμιση για φρεσκάρισμα επικοινωνίας.

Χειμώνας, κλεισούρα, αποστάσεις, στάση εμπορίου δεν είναι και από τους καλύτερους συνδυασμούς. Τα πρωινά πινέλα του ουρανού, πάντως θα μοιράσουν,φαντάζομαι, τα χρώματα στα όνειρα της νύχτας, σιγά σιγά. Θα ανακατεύσουν απλόχερα, ότι χάνεται, ότι έρχεται, με την αναλογη δοσολογία και με τα δευτερόλεπτα θα κάνουν παιγνίδι αναστοχασμών. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, το παρόν, στο μέλλον και στο παρελθόν, είναι απλά για το τυπικό της γραφής. Οι υποσχέσεις τους αγναντεύοντας και από τα ξέφωτα και από τις σελίδες τα δίνουν όλα στη παρούσα στιγμή. Μέχρι να πλυθούν ή να στεγνώσουν οι σκέψεις τα δημιουργήματα έχουν πάρει την θέση τους,από όσο μακριά και έρχονται.

Οι διαφορετικοί καθρεφτισμοί τους, αποκτούν μια άλλη νότα όταν ντύνουνται ακομη και με τρύπια δευτερόλεπτα. Ξέρουν όμως και να τα μπαλώνουν. Τίποτε δεν παλιώνει. Τίποτε δεν φαίνεται να χάνεται. Τίποτε δεν ερχεται, αλλά ούτε και φεύγει. Όλα φοριούνται στο ρόλο τους και έχουν την ώρα τους. Η στατικότητα μετακινείται, ωθείται, ψιθυρίζεται. Στη διάρκεια του χρωματικού αυτού ταξιδιού, το εισιτήριο, του τώρα και του αύριο, όπως και να το χρησιμοποιήσεις, δεν λήγει, δεν χάνει την ουσία του. Ο σκοπός του τίποτε, στο κάδρο του πάντα γίνεται προορισμός και σε ανανεώνει.

Η πιθανότητα του ιδανικού, έχει μια βαρύτητα και αξιοπρέπεια σε αυτή την παράσταση..

Στην σχετικότητα της στιγμής, ολα σε πλαίσιο, αλλά και εκτός πλαισίου, ξανα διαβάζονται, εκπέμπονται και μοιράζονται. Χειρονομεί, εξομολογείται, προνοεί και περιμένει η στιγμή,το κατάλληλο σινιάλο της.

Στο στερέωμα εκεί ψηλά όλα τα ρήματα αγκαλιάζονται. Στο δίπλα και στο χώμα τους συνομιλούν και σου δίνουν και τα αντικλειδια τους.Κάτοπτρα που χορεύουν, με ρυθμό δευτερολέπτων και παραμυθίας, κάνουν τα μακρινά να πλησιάζουν και με ευγένεια σε χαιρετούν. Καλοδεχούμενα πάντα τα ωραία. Μια ανάσα σε αυτό το δρόμο, σε αυτή την γειτονιά, είναι μια λύτρωση που θέλεις να την γεύεσαι αλλά και να την αγγίζεις αχόρταγα. Ίσως από ανάγκη, ίσως από αδυναμία, ίσως από υποχρέωση. Χαμηλά βαρομετρικά δεν εμποδίζουν ούτε την γάτα απέναντι μου,ούτε τον καπνό ενός αεροπλάνου που περνάει μέσα απο΄κάποια σύννεφα, κάπου άπιαστα και μακρινά και αυτά, να πάρουν την θέση που τους αξίζει δίπλα στις σκέψεις και στην παρέα ή στην ερημιά της στιγμής.

Ολοι βολεύονται και χωράνε στο κάδρο. Και ζητάνε απαντήσεις και δεύτερες ερμηνείες και κουβέντα. Ο χειμώνας, μερικές ημέρες και νύχτες, έχει τα θαυμαστικά του επιφωνήματα στη καλύτερη τους φόρμα. Στο μεγαλείο του ουρανού απογειώνονται και τα χρώματα. Σε χρόνο διαρκείας, που Αυτός μόνο τον ορίζει, την αρχή και το μέγεθός του, και όταν δύει και όταν ανατέλλει, τα κύματα του σε εκπλήττουν. Αρκεί να μην γίνεσαι απών.