ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ
03.08.2020
Η επιβίωση είναι ένα μαρτύριο, έκλαιγε μ’ ένα παράπονο το σπουργιτάκι χτυπώντας το ράμφος του σ’ ένα ραγισμένο τζάμι. Κι από μέσα ένας γεράκος κλαίγοντας παραδεχόταν ότι η επιβίωση όχι απλώς ήταν ένα μαρτύριο, αλλά και ένα βάσανο στο γέρικο κορμί που ψυχορραγούσε χτυπώντας ρυθμικά το δάχτυλο πάνω στους απλήρωτους λογαριασμούς του ρεύματος.
Κι το ηλεκτρικό έκλαιγε με διακοπές και αρνιόταν να διέλθει από τα καλώδια και να μπει μέσα στα σπίτια των αρρώστων. Κι οι άρρωστοι κλαίγοντας παραδέχονταν ότι η αρρώστια ήταν ένα βάσανο χειρότερο κι από την επιβίωση και απ’ το χείριστο αφεντικό που τους ούρλιαζε στο αυτί.
Η αρρώστια απηύδησε κάθε φορά και χειρότερα που θα έπρεπε να μπαίνει μ’ ένα φύσημα στα σώματα και να κυριεύει τόσες διαφορετικές ψυχές που άλλες τις έστελνε στον Διάολο και άλλες στον Χριστούλη που έκλαιγε απαρηγόρητος πάνω στον σταυρό του.
~
Όλοι έκλαιγαν και πόναγαν τα κόκκαλά τους με φριχτούς πόνους και μέτραγαν τις μέρες, όπως ο σκύλος που πασχίζει με τα σαθρά του δόντια να βγάλει το ριζωμένο του τσιμπούρι.
Κι όλα αυτά τα κλάματα, όπως έμπλεκαν μεταξύ τους με παραφωνίες και στριγκλιές από τόσες διαφορετικές χροιές και λαρύγγια, έμοιαζε στον ανίδεο, σα γέλιο γάργαρο ενός κελαρυστού ποταμού που εφορμούσε από τους λιωμένους παρθένους πάγους των βουνοκορφών του και κατέληγαν στους μαιάνδρους που σχημάτιζαν οι χείμαρροι των ποταμών, όταν εισέρχονταν στα απύθμενα ωκεάνια νερά.
Κι ο Θεός από ψηλά καταράστηκε τον κλαιγόμενο τούτο κόσμο, αμαρτία να διαπράττει, αφού αυτή είναι η φύση του και σφραγίδα: το κλάμα το απαρηγόρητο. Και μ’ αυτήν τη ροή των πραγμάτων, αναδύθηκε η άγρια ομορφιά της ζωής, όπως όταν τρίβουμε βασιλικό και δυόσμο. Όπως όταν ξεπλένουμε τη λάσπη του Αδάμ με θαλασσινό νερό.

Ο ΛΗΣΤΗΣ
13.02.2021
Αυτή η μαγική βάρκα μας προσκάλεσε και βουτήξαμε με τα ρούχα γυμνής θάλασσας, Όλοι ζαλισμένοι από την απερισκεψία της μέθης. Ποιας μέθης; Δεν είχαμε πιει ούτε ποτηράκι κονιάκ, κι όμως να σου το μεθοκόπι της Άνοιξης. Πότισε η καρδιά αψέντι, Κάποιοι ρίχθηκαν στα ρηχά με τα δίχτυα της φάλαινας. Και το μόνο που πιάσανε ήταν το σκαστό γέλιο των κυμάτων, την ευλυγισία της θάλασσας στο να διαφεύγει επανερχόμενη φλοίσβους, άλλοι τυχεροί βρήκαν τους αστερίες του Ορχομενού.
Σαν αλλόφρονες ναύτες τραβούσαμε τα ιστία για κουπί. Τα δίχτυα ξηλώναμε ιχθύες χλευάζοντας νηστείες.
Μέχρι που ξαφνικά γυρίσαμε να δούμε ποιος είναι καπετάνιος στο σπασμένο σκαρί. Με τρόμο αντικρίσαμε έναν σταυρωμένο ληστή στο κατάρτι τ’ Οδυσσέα.
-Με τιμώρησαν προτού να κλέψω, να σκοτώσω, να μοιχεύσω, να, να, να,…
Κάποιος πριν προλάβει να αποσώσει ένα τραγικό όμικρον «Μα αυτός είναι ο ….» έπεσε κεραυνός και αποτελείωσε το ηλεκτρικό φορτίο του μηνύματος.
Άρον άρον οι ναύτες του πλοίου κατέβηκαν τα σκαλιά της βάρκας και μισοί μέσα στο νερό έδωσαν μια σπρωξιά στην κιβωτό, που φλεγόταν υγρό πυρ της νιότης μας.

Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΜΕ ΤΟ ΟΠΛΟ ΤΟΥ

Ο στρατιώτης έχασε το όπλο του και με τη σκέψη έφτιαξε ένα νέο νοητό που το φόρεσε παραμάσχαλα ιδεολογία. Εκεί, συνάντησε τον συγγραφέα.

Είχε χάσει την Έμπνευση. Πήρε το όπλο που έχασε ο στρατιώτης προσπάθησε να πολεμήσει ίδια τον πόλεμο στρατιώτη. Αντί να σκοτώνει ανθρώπους,  σημάδευε τα καλώδια του ηλεκτρικού. Νότες πενταγράμμου γινόντουσαν ολόκληρα μισά και τρία τέταρτα. Λόγω ότι η μουσική ταξιδεύει γρηγορότερα απ’ τις ζωγραφιές, ο συγγραφέας αστοχούσε πάντα, έβλεπε στόχους να αναδεύουν φτερά στον κουπάτο αέρα λίγο πριν αφήσει τη σκανδάλη απ’το μυαλό.

Ο μουσικός που’ χε χάσει την ακοή του πήρε το όπλο που είχε απωλέσει ο γραφιάς. Μολύβι στην ακονισμένη του άκρη ζωγράφισε ολοκληρωμένη παρτιτούρα που πια δεν μπορεί ν’ απολαύσει.

Μια άτακτη μπάντα που είχε διώξει τον μαέστρο πήρε τη χαμένη ακοή του μουσικού. Κινηματογράφησε το θρόισμα κυμάτων, τον φλοίσβο άτεγκτων ελάτων. Οι κινούμενες του δάσους εικόνες, του ωκεανού πίνακες, του ήχου αφρο-δύτες γλύφανε fresco τον πηλό του ήχου των πρωτόπλαστων.

Κάλεσμα λύκου ξεσήκωσαν που τράβηξε αίμα απ’ τον ποιητή ως κάτω στο δέντρο της αμαρτίας- ως μέσα στον ωκεανό αγνότητας. Τυφλή αρπάγη, η κόρη της Έμπνευσης χωρίς μολύβι- χωρίς χαρτί.

Πτωχευμένος, γαρ, ο ποιητής δεν ενεθάρρη να πάρει μαζί του τ’ απαραίτητο οπλοστάσιο.

Προτού φευγιό απ’το γραφείο κάνει – λιποτάκτης προδότης αποστάτης ενός έγκυρου σκοπού.

Ολάκερη η Έμπνευση του ποιητή πέτρωσε κ’ γίνηκε κλάμα που πότισε το δέντρο – γίνηκε ρίγος κ’ ρυτίδωσε τη θάλασσα.

Τότε, είναι που ο στρατιώτης κοιμάται ανέμελα αφού ερινύες παντρεύονταν τον λοξό ίσκιο στα δεσμά ευθυγραμμισμένης φυλλωσιάς.

Είναι που η ξεκούρδιστη μπάντα ταξιδεύει προς θάλασσα αστοιχείωτη. Που τα τύμπανα εκπαιδεύονται σε κοχύλια κ’ τα φλάουτα κορμοί της θάλασσας ξαρμυρισμένα.

Μόνο το βιολί παραμένει στον λυγμό του. Είναι ο μουσικός που λιμάρει τις φλέβες. Είναι ο πιανίστας που παίζει αρμόνιο με τα δάχτυλα ψαλιδισμένα απ’τον καρπό, ως τιμωρία που κάποτε ξέκλεψε λίγο απ’το ασπρόμαυρο της ζωής.

Κι όλοι αυτοί οι άνθρωποι κάνουν πράγματα για πρώτη φορά που αλλιώς δε θα τολμούσαν. Αήθεις γειτονίες κ’ σποραδικές εκκενώσεις.  Άκυροι της συνήθειας που αναπολεί επάγγελμα:

Ο στρατιώτης δε σκοτώνει, ο συγγραφέας δε γράφει, ο μουσικός δε συνθέτει.

Τότε, όλοι σπάνε σα μπάντα – απογοητευμένοι συνταξιοδοτούν την εφηβεία του εφήμερου τίποτα.