Η νέα ποιητική συλλογή του Νικόλα Κουτσοδόντη, δεύτερη κατά σειρά μετά την Χαλκομανία (2017), κυκλοφορεί υπό τον προφορικό, άμεσο και ευθύ τίτλο Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι. Η συλλογή αποτελείται από ποιήματα ελευθερόστιχα και πεζά που εκκινούν και καταλήγουν στην αυτοαναφορά ή καλύτερα στην αυτό – κατάθεση, σε μία μορφή εξομολόγησης που πραγματοποιείται μέσα από την ανάκληση στιγμιοτύπων ζωής του παρελθόντος. Τα στιγμιότυπα αυτά αναδύονται από το βάθος της μνήμης του ποιητή και τροφοδοτούν το παρόν της δημιουργίας, αλλά και το αίσθημα που κυριαρχεί στα ποιήματα, ένα αίσθημα ανάμεικτο από παράπονο, πόνο, αλλά και τη γλυκιά ζεστασιά που πάντα φέρει ανεξίτηλη πάνω της η θύμηση: Όταν τη φωταγωγημένη πόλη των μαλλιών σου/ χάιδευα/ με το κεφάλι γιάνκεα/ στον απόκρημνό της βράχο/ δείχναμε τους στίχους μας σαν τη χαλασμένη βρύση/ στον υδραυλικό./ Το στόμα σου μια αίθουσα διδασκαλίας με ανοιχτά/ παράθυρα/ δυο λίμνες αντρικές τα μάτια/ με κουφάρια αυτοκινήτων («Οδός Αραχώβης, Εξάρχεια»). Εκείνο, ωστόσο, που κυριαρχεί στη συλλογή είναι η διεκδίκηση μιας ειλικρινούς και θαρραλέας στάσης όχι μόνο απέναντι στον εαυτό, αλλά και απέναντι στην τέχνη. Γιατί εκείνο που φαίνεται πως αντιλαμβάνεται ο Κουτσοδόντης ως λειτουργία της ποίησης είναι ακριβώς η ιδιότητά της να αποτελεί «δοχείο» της αλήθειας, ακόμα κι αν η αλήθεια αυτή είναι δύσκολη στη διεκδίκηση, στην προσπέλαση και την κατανόησή της.Αυτή ακριβώς η αναζήτηση και η αποτύπωση της αλήθειας είναι στενά συνυφασμένη με την τολμηρότητα του λόγου και εκβάλλει ακριβώς στην απελευθέρωση και της ποιητικής γλώσσας, της έκφρασης, αλλά και του ίδιου του ποιητή: Είμαι αλήτης/ και σβήνω τη λέξη Θεός/ από τις «Σκέψεις» του Πασκάλ/ είμαι πλημμυροπαθής και δεν/ μπορώ να κλάψω/ έχω σιχαθεί το νερό («Κουβέντα με τη μαγείρισσα»). Η απελευθέρωση, επομένως, μοιάζει να πραγματοποιείται εξίσου στο επίπεδο της ζωής και της τέχνης, ίσως μάλιστα περισσότερο στο επίπεδο της δεύτερης. Πρόκειται για μία βαθιά παραδοχή της δύναμης που έχει η τέχνη, η ποίηση εν προκειμένω, να γίνεται η μήτρα της δημιουργικής έκφρασης για καθετί αδιαμόρφωτο λανθάνει μέσα στην ανθρώπινη ψυχή και ψυχοσύνθεση.

Τα ποιήματα του Κουτσοδόντη βρίθουν από εικόνες οι οποίες, τις περισσότερες φορές, δεν είναι στατικές. Η κινητικότητα και η κίνησή τους προσδίδει σε καθένα από τα ποιήματα μία μάλλον κινηματογραφική λογικήκαι τα κάνει να προσιδιάζουν σε σύνολο εικονικών θραυσμάτων που ενοποιούνται και συνέχονται με τη διαμεσολάβηση της ποιητικής συνείδησης:Βλέπω τη βροχή να κατεβαίνει/ στην τέντα του τυροπιτάδικου/ πυροβολεί/ μια ομπρέλα σπάει.// Στο βάθος η ρόδα/ του λούνα παρκ φωτίζει γιορτινά/ φωτίζει/ τα παιδιά που δεν ήρθαν/ κι απόψε. («Συνδρομητική»). Μέσα στο πλαίσιο αυτό ο ποιητής εκμεταλλεύεται διάφορες ιστορικές στιγμές, περιστατικά και γεγονότα τα οποία μορφοποιεί ποιητικά, τα απομονώνει και τα εντάσσει μέσα στο σύμπαν του ποιήματος καθιστώντας τα έτσι αυτοτελή και αυτόνομα ιστορικό – ποιητικά επεισόδια που προσφέρονται τόσο στην ιστορική τους διάσταση, όσο και στον ποιητικό τους σχολιασμό. Η άντληση των ιστορικών αυτών γεγονότων και στιγμών γίνεται μάλλον από το περιθώριο της ιστορίας. Το γεγονός αυτό έχει τη σημασία του. Δείχνει την πρόθεση και τη διάθεση του ποιητή να φέρει το περιθώριο στο κέντρο της ποιητικής του ματιάς και δημιουργίας, μετασχηματίζοντάς έτσι το δευτερεύον, το λανθάνον και, ίσως το ξεχασμένο, σε πρωτεύον, φανερό και αλησμόνητο: Υπολόγισε αγαπημένη Μίριαμ:/ Στους εργατικούς αγώνες έτη δεκαοκτώ/ τη διαλεκτική το «Κράτος κι επανάσταση»/ και το «Γκρούντρις»/ να διδάσκω έτη δέκα και στον βασανισμένο/ γάμο μου με την Ανίτα έτη δεκατρία./ Μα εμένα γραμματίνα μου τις νύχτες/ σε αφώτιστα πάρκα ή τούνελ/ κάποιος Μάθιου Τζον Τόμπι και Μπράιαν/ μου μάθαινε έρωτα/ του μάθαινα γεύση. («[Ο Χάρι Χεϊ διαγράφεται απ’ το κόμμα]»)

Παρά το γεγονός ότι η ανάγνωση των ποιημάτων καθίσταται μια σχετικά εύκολη διαδικασία, καθώς ο ρυθμός και η ροή των στίχων κατορθώνουν να συμπαρασύρουν και να εμπλέξουν τον αναγνώστη μέσα στην ποιητική διαδικασία, στην πραγματικότητα πολλά από τα ποιήματα αποδεικνύονται ιδιαίτερα κρυπτικά όχι τόσο στο επίπεδο του αισθήματος, όσο σε αυτό των νοημάτων αφού αυτά, πολλές φορές, κρυμμένα πίσω από μια εικόνα ή ένα στιγμιότυπο μοιάζουν να επικαλύπτονται και να απαιτούν μια βαθιά και διεισδυτική ματιά που να μπορέσει να τα ανασύρει. Αυτό, σε συνδυασμό και με την τολμηρότητα της γλώσσας διαμορφώνει ένα πολυσύνθετο ποιητικό σκηνικό μέσα στο οποίο ο αναγνώστης αισθάνεται πρωτόγνωρα, ταυτόχρονα όμως οικεία και ζεστά.