Άγνωστοι στην ίδια πόλη
γόρδιος δεσμός η αγάπη που μας κράταγε
Αλλά το μίσος δυνατό σαν το σπαθί του Αλέξανδρου
Η πρόσκρουση τόσο δυνατή που χάθηκε η αρμονία
Και οι ψυχές μας δεν επικοινωνουσαν πλέον
Χαθήκαμε σαν πλοίο στο πούσι
Και ο φάρος δεν έλαμπε πια
Είχε σταματήσει η καρδιά να στέλνει σήμα
Και το μυαλό παρέσυρε το κύμα

Κοίτα πατέρα πετάω
Ο ήλιος πέφτει
Δεν κινδυνεύω
Ως καύσιμο έχω την αγάπη
Και η γραμμή του ορίζοντα
Μου δείχνει τον δρόμο
Η θάλασσα είναι ελαφριά πατέρα
Ο Ποσειδώνας θα με αγκαλιάσει απαλά
Η αγάπη τελειώνει πατέρα
Και εγώ Ίκαρος χωρίς φτερά
Μην με ψάξεις πατέρα
Χάθηκα στα βαθιά

Είχε ένα άρωμα ρομαντικό αυτή η μορφή
Χόρευε στους παλμούς της καρδιάς μου ζωηρά
Χάριζε μορφή στα όνειρα μου
Και καλπαζε στην φαντασία μου σε μέρη εξωτικά
Έλαχε αυτή η μορφή πραγματικότητα να γένει
Θαρρώ πως βρήκα το άλλο μου μισό
Σε ένα ζευγάρι ματιά κάστανα
Και αέρινα μαλλιά που θύμιζαν χρυσό
Το σκοτάδι εμφανίστηκε αλλά εσύ έλαμπες ακόμη
Σε συγκρινα αγνά με την σελήνη και την ομορφιά της
Και με βοήθησες τα γράμματα να κρατήσω σταθερά
Στην θέα Αφροδίτη να σε περιγράψω
Έτρεξες στου έρωτα τον δρόμο
Και στης αγάπη τον μαραθώνιο
Το αδύναμο κορμί σου φωλιασε στην αγκαλιά μου
Και τα χείλη μας ρομαντικά άρχισαν να παλεύουν
Δεν ήσουν πάρα μόνο μια εικόνα
Του ασυνείδητου μου επιθυμία
Και δεν ήταν εφικτός
Ο έρωτας και το όνειρο μιας θερινής νυκτός

Κλειδωσαμε την αγάπη μας
Σε ένα σιδερένιο λουκέτο
Στην αλμύρα γεμάτη γέφυρα
Όπου με φιλήσεις πρώτη φορά
Πετάξαμε το κλειδί στον βυθό
Ευχομενοι μαργαριτάρι να γένει ακριβό
Όπως ήταν η αγάπη μας
Όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά τα μάτια μας
Τα αστέρια έγιναν φίλοι μας
Κάθε βράδυ όπου ξαπλωμένοι στο χώμα περναγαμε Και το σκοτάδι έκρυψε αθώα
Τα σημάδια στο λαιμό από τα φιλιά μας
Ο ήλιος παραβίαζε κάθε πρωί τις βλεφαρίδες μας
Αλλά εμείς τον συγχωρουσαμε
Ζαλισμένοι στην μέθη του έρωτα
Στο άγγιγμα των χειλιών σου

Έσπασε η καρδιά σου δυο κομμάτια
Ο Χάρος όταν σου χτύπησε την πόρτα
Και έτριψες γοργά τα δύο σου μάτια
Τον γιο σου όταν έβαλε στην βάρκα
Χάθηκε και έκλαψες βαθιά
Ω σαν τον έβλεπες τον χάρο ν’ακολουθει
Ξεριζωσαν οι τοίχοι τα αυτιά τους
Το μυρολόι να μην ακούν
Είναι αόρατος ο πόλεμος Κωστούλα
Ωδή στην καταστροφή, άνοιξαν τα χαρακώματα
Να μπούνε μέσα οι νεκροί
Να θαφτεί η ντροπή
Το τάνγκο της ζωής
Έγινε ρέκβιεμ κηδείας

Ο ήλιος χαιδεψε και την τελευταία βουνοκορφή
Και του φεγγαριού η ζάλη ήταν όμορφη, αστραφτερή
Τα χελιδόνια στην φωλιά πλάγιασαν κουρασμένα
Απο του Θεού Ηλίου τις ακτίνες αναψοκοκκινισμένα
Το αεράκι στα βουνά ακόμα δροσερό
Τα ψάρια να ευχαριστιούνται παιχνίδι στο νερό
Καταπράσινα τα φύλλα των κλαδιών
Δυνατά τα βουητά των νεαρών παιδιών
Έσκυψες και μου έδωσες φιλί μητρικό
Αλλά έμοιαζε στα μάτια μου ακράδαντα ερωτικό
Μου ψιθύρισες την φύση να κοιτώ με προσοχή
Γιατί είναι η άνοιξη η καλύτερη εποχή
Κάρφωσα τα μάτια μου στους κρινους
Και ξέχασα του φθινοπώρου τους θρήνους
Άφησα την ψυχή μου δυο σταγόνες νερό
Και απόλαυσα ήσυχα τον καταγάλανο ουρανό

Χελιδονια και σπουργίτια φωλιασαν στα δέντρα
Γέμισε το παραθυρι φωνές και χρώματα
Πλησίασε κοντά με θαυμασμό η όμορφη αφεντρα
Αντικρύζοντας Γης και Ουρανού παιχνίδια και καμώματα
Σπαρτά και ασπάλαθοι ανάμεσα στην πρασινάδα
Κίτρινες κουκίδες, του Θεού ζωντανες πινελιές
Έδωσαν άλλη χάρη στου βουνού την ομορφάδα
Στης Γης το σώμα όμορφες ελιές
Γαλάζιο πέπλο, δημιούργημα Αιθέρα και Νυκτός
Έμελε να γίνει οίκημα ονείρων και θεών
Πίνακας ζωγραφικής, αιματοβαμμένος, χρωματιστός
Κατά τον Πλάτωνα κόσμος των ιδεών