ΤΟ ΘΑΜΑ

Ξέχωρο απόψε φέξιμο σα να’ χει αυτό το νύχτωμα,
σαν κάποιο βαθιονόημα η ονειρική γαλήνη,
ριγούν λες τ’ αστροκάντηλα με τρέμουλο περίπαθο
και σ’ έκσταση εξωτική λιγώνεται η σελήνη.

Κάτι θαρρείς πως ξέφυγε απ’ τ’ άδυτα του σύμπαντου
κι έρχεται μεταπλάθοντας τις φόρμες των πραγμάτων,
ξυπνώντας μες στο διάβα του γλυκούς κι υποσυνείδητους
κι ανόθευτους ερωτισμούς βουκολικών πνευμάτων.

Σαν κάποιο ροδονέφαλο αχνό να μετεωρίζεται
πάνω από τα ευφρόσυνα κρεβάτια της αγάπης,
όπου εραστές ανύποπτοι σ’ ερωτικό ξεφάντωμα
μοιάζουν θηράματα εκλεκτά στα βρόχια της Εκάτης.

Λες και γλυκοδροσίζονται τα ξαναμμένα μέλη τους
απ’ αύρες μοσχομύριστες κι ανθοπνοές αντάμα
κι οι άπληστες αισθήσεις τους προσμένουν μες στον οίστρο τους
μ’ ένα στερνό αναπαλμό το ανείπωτο το θάμα.

Και μπρος στ’ αλαφροήσκιωτα τα μάτια ξεδιπλώνονται
ασύλληπτα οράματα και μαγικά σεργιάνια
στο πριγκηπάτο του έρωτα κι αρίφνητα ηχοχρώματα
πλέκουν αργά, μεθυστικά, γιρλάντες και στεφάνια.

Ετούτο το ξαγρύπνημα θε’ να μας πάει μακρύτερα
μετρώντας το ξεθώριασμα των άσωτων σφυγμών μας
τους πόθους μας ξαλέθοντας και του κορμιού τα κύτταρα
μες στην οπάλλινη αχλύ των πλάνων ρεμβασμών μας.

Πάρε με ακριβοπόθητη της νύχτας μου συντρόφισσα
πάρε με σε φιλήδονη κι αλέγρα στροφοδίνη
κι ας φύγουμε ανέψυχοι με βίαιο ανεμοκύκλισμα
στα βάθη τα χαοτικά, σε πλέρια λησμοσύνη.

Κι ως σβήνει το πρωτόφαντο το θάμα και το αντίθαμα
και πορφυροφωτίζεται ο θόλος του απείρου,
πριν φύγουμε στην άβυσσο λιγάκι ακόμα ας ζήσουμε
εωθινές μαρμαρυγές στις παρυφές του ονείρου.

Γιώργος Πατσός

Ονειρεύτηκα

Είναι φορές
που ο ύπνος μας στοιχειώνει
κι απ’ τα όνειρα που δεν κάναμε

Κι εγώ ονειρεύτηκα έναν κόσμο
Δίχως ανάγκη για απαντήσεις, ακάνθους και μαστίγια
Έναν κόσμο λυτρωμένο από την αρχή
Σαν εγχειρίδιο μικρό, ευσύνοπτο, χρηστικό
Καμωμένο από φθηνή περγαμηνή

Τ΄ αργύρια όμως δοσμένα
Οι κριτές μες τη βαρύθυμη βιασύνη τους
Τα όργανα μετρημένα, κρεμασμένα στη σειρά
Ο δικός μας Γολγοθάς έτοιμος από καιρό
(τα βάτα κουρεμένα, έχασκαν οι οπές)

Κι εγώ δεν είχα επιλογή
χρόνος δεν μου χαρίστηκε
Έπρεπε αμέσως ν’ ανταλλάξω
Όλες τις προδοσίες
Με μία και μόνο Σταύρωση…

Έκτοτε

Έκτοτε
είδα πολλούς να επιστρέφουν τα αργύρια
για να βρεθούν επί του όρους κι άλλοι επίδοξοι σωτήρες
πολλούς τρις ν’ απαρνούνται την πολύτιμη αλήθεια τους
για να σώσουν μια σπουδαία μα αλλότρια υπόθεση
άλλους είδα να επαινούν Πιλάτους ευθυνόφοβους
κυρίως για το εύκολο σθένος που επέδειξαν
πόσους και πόσους είδα ακόμα πρόθυμους για μαστίγωση
για να γευτούν οι εκλεκτοί δυο τρεις γουλιές Ανάσταση
κι άλλους είδα πολλούς λάκκους βαθείς να σκάβουνε
να πακτωθούνε στέρεα άθλιες εφευρέσεις.

Και η μνήμη αντέχει κι άλλες μαστιγώσεις…

‘Ιησούν ή Βαρραβάν’ λοιπόν;
Μα έχει τόση σημασία;

Γιώργος Κουλιανός

Έρημοι πλανήτες

Βλέμμα ευθείας βολής λεπιδιού,
εισπνέω και βουτάω στην κόψη του.
Τα μάτια μας δεμένα
με αόρατες τεντωμένες κλωστές,
μικροί έρημοι πλανήτες
που σταμάτησαν να περιστρέφονται για λίγο.
Οι μύες μου σφιγμένοι στα δόντια
εγκατέλειψαν το σώμα
ασάλευτο σαν εκκρεμές.
Η τρομακτική δύναμη
των ματιών μου στα μάτια σου
με κάνει να μη βλέπω πια
παρά τα δικά μου μάτια.
Συνέρχεσαι πριν την ασφυξία μου.
Εισπνέω και βουτάω στην ανάσα μου.
Οι μικροί μας πλανήτες
περιστρέφονται δειλά και πάλι,
το σώμα μου ανακτά
την αίσθηση της βαρύτητας.
Μια απόκοσμη χαρά
και μια υπόγεια θλίψη
πλημμυρίζουν μέσα μου.
Η εκκωφαντική σου σιωπή
με κατακλύζει.

Ανθή Τσεκρέκου

Κρυφτό

Έλα να παίξουμε
Όπως παλιά
Θυμάσαι που αγκαλιάζαμε τα δέντρα που κρυβόμασταν;
Έμπηγα τα νύχια μου, λιγόστευε το μέτρημα
η αγκαλιά μεγάλωνε και τους χωρούσε όλους
αυτούς, εκείνους και τους άλλους…

Δέκα, εννιά, οκτώ…

Για δες μας πάλι από ψηλά
Εσύ είσαι αυτός που τρέχει κι αλωνίζει
Σε λόφο ατίθασο κι εσωστρεφή
μετράς τις μελανιές στα πόδια σου
Τόσες όσες οι τρικλοποδιές που βάζαμε ο ένας στον άλλο
Εγώ αγγίζω το χώμα για πρώτη φορά και το μυρίζω
Έρχεσαι πάλι προς το μέρος μου
Περνάει η ώρα
Μα ακόμα είναι νωρίς
Ποιος να μας γυρέψει εδώ που είμαστε;

Επτά, έξι, πέντε…

Ακόμα το σκέφτεσαι;
Νυχτώνει, κι απο το λίγο μας πιάνομαι
Αγγίζω τις άκρες των στιγμών που σβήσανε
Μας σμίλεψαν αυτές οι στιγμές
Πληγές στη δεξαμενή που παίζαμε μπάλα
Νόμιζες πως είχα ξεχάσει;
Κοίταξε γύρω σου και πες μου αν βλέπεις
το χρόνο να γελάει μαζί μας
Ρώτησε τον, πότε σταμάτησε για πάρτι σου;

Τέσσερα, τρία…

Φιλαράκι, σε έχασα από την πρώτη μέρα που γεννήθηκα
Δεν ξέρω αν ποτέ κατάφερα να σε βρω
Κρυβόσουν πάντα πολύ καλά
Μπροστά μου άπλωνες ματαιοδοξία κι έρωτα που έσβηνε ότι έγραφα
Για να αφεθώ στα ίδια μοτίβα και να ξεχάσω ποιος είμαι
Κάθε χαστούκι, ανάσα και σκαλί για το επόμενο
Με τα μάτια κλειστά σε ακούω που τρέχεις
Μα τελικά κουρνιάζεις στη γωνιά σου
Νομίζω σ´έχασα πάλι
Όμως θα ψάχνω να σε βρω
Μέχρι το τέλος

Δύο, ένα… φτου ξελευθερία!

Άκης Παρώδης