ΒΑΝΑΥΣΟΤΗΤΑ

 

Σηκώνεται ψηλά και

κινείται απειλητικά

το μαστίγιο της  «βαναυσότητας»

στη συνείδηση του γραφιά.

 

«Ξεκίνα και γράφε», λέγει,

«αράδιαζε ό, τι βρεις

το ‘να δίπλα στ’ άλλο

και μέγα έργο παρουσίασέ το!

Τι πειράζει που δεν το λέγει η ψυχή σου;

Το λέγει το κοινό το αίσθημα.

Επίσης μην ξεχνά το μυστικό μας…

Της ματαιοδοξίας σου το κενό θα ικανοποιήσεις,

και της ύπαρξής σου την ανυπαρξιά θα την καλύψεις.

Άντε τώρα! Στρώσου στην δουλεία!

Γιατί δίχως δουλεία δόξα σε τούτη τη ζωή

δεν θα δεις!».

 

Υ.Γ. (Ύστερα απ’ αυτά

ο Γραφιάς πετά την πένα της δοξασίας

και περνά την πόρτα της αθανασίας.)

`

****************************

 

ΑΝΟΙΑ

Τι ωραίος ήλιος!

Κρίμα που δεν μπορούν οι αχτίνες του

να χυθούν ολάκερες απάνω μου.

Μα… που διάολο βρίσκομαι;

Τι κάνω;

Τι μέρα είναι; Ποιο έτος;

Μήπως είμαι νεκρός ή νεκρή;

Ποιος να ξέρει άραγε;

Τέλος πάντων. Ασήμαντα ερωτήματα.

Τι τα ψάχνεις;

Αχ! Τι έψαχνα;

Το ξέχασα! Ας το καλό!

Εσείς, κύριε, ποιος είστε;

Τι θέλετε από μένα;

Από που με ξέρετε;

Για ποιο παρελθόν μιλάτε τέλος πάντων;

Σε ποιες άλλοτε ιδιότητές μου αναφέρεστε;

Τι με ρωτήσατε;

Ααα! Τώρα θυμήθηκα!

Είπα δεν ξέρω!

Μη με ρωτάτε περισσότερα!

Σ’άλλον ή σ’ άλλη θα αναφέρεστε.

Και μάθετέ το από δω και στο εξής:

Εμένα το κανάλι της συνειδήσεώς μου στέρεψε!