ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ

 

Ναυαγούσαν όλο το βράδυ

ξανά και ξανά τόσα πρόσωπα μέσα σου.

Σε στάση γονυκλισίας

πετούσες μοιρολόγια να πιαστούν.

 

Λες και η ζωή για να κρατηθεί

έπρεπε να πιαστεί από τον θάνατο.

 

*

KLAGELIEDER

Es scheiterten die ganze Nacht durch

wieder und wieder so viele Personen in dir.
In der Position des Kniefalls
hast du ihnen Klagelieder zugeworfen sich dran festzuhalten.

Als ob sich das Leben um zu überleben
an den Tod klammern müsste.

 

 

***************

 

ΜΑΥΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

Δεν μπορώ να ξεφύγω από τα μαύρα ποιήματα

διαρκώς με κυνηγούν, με πιάνουν.

Όπου και να κρυφτώ

πάντα ένα μαύρο ποίημα με βρίσκει.

 

Ανήμερα θεριά, πεινασμένα

ξεσκίζουν τις σάρκες μου

ξεριζώνουν τους κήπους των λέξεων

με ρήματα και αντωνυμίες.

Θεριά ανήμερα

προσπάθησα να τα δαμάσω

τους έδωσα τα χέρια μου.

 

Πως να χτυπήσω το μαστίγιο λοιπόν;

 

Τα δάχτυλα μου

θρυμματίζονται

στα δόντια τους

χρόνια τώρα.

 

*

SCHWARZE GEDICHTE

Den schwarzen Gedichten kann ich nicht entgehen
zeitlebens jagen sie mich, ergreifen mich.
Wo ich mich auch immer verstecke
findet mich immerzu ein schwarzes Gedicht.

Wilde verhungerte Bestien
zerreißen mein Leib
entwurzeln die Gärten der Wörter
mit Verben und Pronomen.
Wilde Bestien
versuchte sie zu zähmen
reichte ihnen meine Hände zu.

Wie soll ich denn die Peitsche schlagen?

Meine Finger
zertrümmern sich
zwischen ihren Zähnen
seit Jahren schon.

 

*********************

 

ΚΛΕΙΣΤΑ ΣΩΜΑΤΑ

 

Όλα άρχισαν να ησυχάζουν πάλι.

Οι μέρες κοιμόντουσαν χορτασμένες.

Περνούσε ο χρόνος

με τσακισμένα φτερά οδοιπόρων.

Νύχτες κρεμασμένες από επώνυμα,

σεντόνια στο χρώμα του πένθους

θρηνούσαν σώματα που ήταν έτοιμα

ν’ ανοίξουν τα φερμουάρ των υποσχέσεων.

 

Καινούργιες ρυτίδες άνθιζαν στο μέτωπο της μέρας.

Περνούσε ο χρόνος

βηματίζοντας σε πεζοδρόμια ασφαλή

δίπλα σε γυάλινες βιτρίνες

κι ανθρώπινα μοτίβα.

 

*

GESCHLOSSENE KÖRPER

Alles fing wieder an sich zu beruhigen.
Die Tage schliefen zufrieden.
Die Zeit verging
mit den gescheiterten Flügeln der Wanderer.
Von Nachnamen hängende Nächte,
Bettwäschen in der Farbe der Trauer
beweinten sie Körper, die bereit waren
die Reißverschlüsse der Versprechungen zu öffnen.

Neue Gesichtsfalten blühten auf der Stirn des Tages.
Die Zeit verging
auf sicheren Bürgersteigen marschierend
neben gläsernen Fassaden
und menschlichen Motiven

 

 

********************************

Η Ελευθερία Θάνογλου κατάγεται από την Ολυμπιάδα Χαλκιδικής και διαμένει στην Θεσσαλονίκη. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές «Οι πέντε εποχές του κόκκινου» (εκδ. Πικραμένος, 2017) και «αναπαράσταση» (εκδ. Πικραμένος 2019). Συμμετείχε σε ανθολογίες ποιημάτων και διηγημάτων. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στην αγγλική, την ιταλική, ισπανική και αλβανική γλώσσα. Έχει συγγράψει επίσης θεατρικά κείμενα που αφορούσαν την μουσική θεατρική παράσταση Μαρία Πολυδούρη «Μόνο γιατί με αγάπησες» (συνεργασία με τον συνθέτη Γιώργο Δίπλα).