Το Α’  ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ:

 

 

Αλέκος Ε. Φλωράκης, «Τα ορατά και τα αόρατα- Ποιήματα 1968-2018», εκδ. Γαβριηλίδης, 2020 (γράφει ο Χρήστος Μαυρής) [Α’ ΜΕΡΟΣ]

 

 

 

  1. Ο σαρκασμος, η καυστικη σάτιρα και η ανελέητη κριτικη-του, είναι έκδηλα και στην έκτη συλλογη-του που τιτλοφορείται Στους αντίποδεςή περι αντιστροφης (2002), που ανοίγει τις σελίδες-της με το μότο «Τα γυρίζω ανάποδα για να σταθουν όρθια», που ανήκει στο δαιμόνιο Γιάννη Σκαρίμπα,και το οποίο μότο προϊδεάζει τον αναγνώστη γι΄αυτο που θα ακολουθήσει ή που θα συναντήσει μέσα στις σελίδες αυτης της συλλογης.

Ο Αλ. Φλωράκης, με στίχους σκωπτικους και παιγνιώδεις, που καταλήγουν στο τέλος αδυσώπητα αιχμηροι, σαρκάζεικαι εδωτην απερίγραπτη απληστία και ξενομανία των Ελλήνων, που παρασύρει και εξαφανίζει στο πέρασμά-της ό,τι γνήσιο και αληθινο υπάρχει στον ελληνικο χώρο. Εκείνο όμως που η ξενομανία σταθερα σιγοτρώει, χωρις να το αντιλαμβανόμαστε, είναι την πολύχρονη και πλούσια Ελληνικη Παράδοση, γεγονος που επιφέρει, με τον καιρο, και την αλλοίωση της ταυτότητας του γεωγραφικου χώρου αλλα και της ταυτότητας των ανθρώπων που κατοικουν σε αυτο τον χώρο. Θα γράψει στο ποίημα «Γουλιέλμος Τέλλος»:

 

«Τι δουλεια είχαν εδω

τα ελβετικα μήλα,

όταν όλοι γνωρίζουμε

πως τα πολυ ανώτερα ελληνικα

σαπίζουν στις χωματερες, προς δόξαν

των πάσης φύσεως σκουλικιων

που τα τρυπουν,

ανοίγοντας σήραγγες νέας τεχνολογίας

για ριφιφήδες

και για τα έργα του μετρο;»

Σελ. 102

 

Καθόλου τυχαίο δεν είναι, που εδω, ειδικα σε αυτη τη συλλογη, το αυτι του αναγνώστη συλλαμβάνει και κάποιους απόηχους απο τη βαρια φωνη, φυσικη και ποιητικη, του Γιώργου Σεφέρη, όπως ξεχύνονται, παραδείγματος χάρη, απο το ποίημα «Ο τελευταίος των Μοϊκανων»:

 

«Αηδόνι θλιμμένο

νά΄σαι ο τελευταίος

τις νύχτες,

όταν οι ίσκιοι σιωπουν,

στο χώμα αφουγκράζομαι

ανάσες που γύρισαν στη γη

και το ποτάμι

που πάντα κυλάει»

Σελ. 103

  1. Η συλλογη Ανατομία ενος τοίχου (2009), που ακολούθησε, περιέχει και αυτη πολλα απο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικα της ποίησης του Αλ. Φλωράκη, όπως τα συναντήσαμε σε προηγούμενες συλλογες-του. Επισημαίνω και πάλι τη σαρκαστικη και κριτικη διάθεσή-του, που τωρα κατευθύνεται και βρίσκεται απέναντισε ό,τιπ λαστο και ψεύτικο σερβίρεται απο τους επιτήδειους σεαυτο τον κόσμο, απο τα ψεύτικα ανθρώπινα συναισθήματα μέχρι τα ψεύτικα είδη πρώτης ανάγκης.

Παράλληλα, σε αυτη τη συλλογη, προβάλλειπιο έντονα και η έφεση του Αλ. Φλωράκη για τις τέχνες, ειδικα τη ζωγραφικη και τη μουσικη που ξεχωρίζουν ως οι μεγάλοι τροφοδότες της ποίησής-του, γεγονος που τον αναδεικνύει ταυτόχρονα σε δημιουργο – φορέα πολιτισμου, τόσο με την αξιόλογη ποιητικη παραγωγη που έχει καταθέσει, όσο και με την πληθώρα των γνώσεων-του γύρω απο πολλες και διάφορες τέχνες.

Και εδω όμως, σε αυτη τη συλλογη, ο ποιητης με στίχους σκληρους και ακονισμένους, για άλλη μία φορα σφυροκοπάει ανελέητα τη μανία και απληστία των συνανθρώπων-του για τον εύκολο και άκοπο πλουτισμο αλλα και τη βλακεία των περισσότερων απο αυτους να θεοποιήσουν το χρήμα, αδιαφορώντας και παραμερίζοντας τις άλλες ζωτικες ανάγκες-τους που είναι απαραίτητες για την ψυχικη ηρεμία-τους. Αντιγράφω κάποιους στίχους απο το ποίημα «Η έπαυλις»:

 

«Οι αλλοι, έξω, μακαρίως τυρβάζουν.

Απεργουν, δεξιώνονται, εποχούνται.

Η έπαυλη τούς είναι αδιάφορη,

αν μη ενοχλητικη.

«Επιτέλους, θα μπορούσε ο χώρος να αξιοποιηθει,

να γίνει πάρκινγκ ή πολυκατάστημα»

Σελ. 146

 

Γενικα, απο την πολυσέλιδη αυτη συλλογη, ο Αλ. Φλωράκης αφήνει ν’ αντιληφθούμε πως τα πάντα, ακόμη και τα πιο ασήμαντα, σε αυτο τον κόσμο, είν αι ποίηση, φτάνει να την αναζητήσουν οι άνθρωποι ή μπορουν τα πάντα  να γίνουν ωραία ποίηση, φτάνει να πέσουν στην αντίληψη μεγάλου τεχνίτη. Ακριβως, έτσι όπως μας το υποβάλλει μέσα απο το ποίημα «Βίος ανθόσπαρτος»:

 

Πρώιμη άνοιξη στα πεζοδρόμια

οι νεραντζιες βιάζονται ν’ ανθίσουν.

Εξαίσιο ένα άρωμα διαχέεται.

Ύστερα φυσάει βοριας

πέφτουν και στροβιλίζονται

με πινελιεςιμπρεσιονιστικες

οι ανθοι.

Στρώνουν το δρόμο

χαλι κάτω απ’ τα πόδια-μας

που τους συνθλίβουν.

Σελ. 118

 

Μεγάλο κατόρθωμα είναικαι ο τρόπος με τον οποίο ο Αλ. Φλωράκης ενσωματώνει στην ποίησή-του λέξεις και όρους απο την επιστήμη και την επαγγελματικη ενασχόλησή-του, που είναι σίγουρα άγνωστες στο πλατυ κοινο, τις οποίες όμως κάνει να λειτουργουν αρμονικα με τα υπόλοιπα μέρη των ποιημάτων-του. Ενδεικτικο παράδειγμα αποτελει το ποίημα «Η σπηλια του δράκου», όπου εδω συναντάμε λέξεις όπως τρυγλόφιλα (έντομα), υδατοσυλλογη, δολιχόποδα, υποπλασθει κ.ά.

Ακόμη, στη συλλογη αυτη, ανιχνεύονται και κάποια ίχνη απο τη δουλεια άλλων ομοτέχνων-του, όμως καλα χωνεμένα και αφομοιωμένα, όπως π.χ. το ποίημα «Αρχαιολογικο μουσείο», και συγκεκριμένα το πρώτο και τρίτο μέρος αυτου του ποιήματος, που μάς θυμίζει το ποίημα «Το άγαλμα και ο τεχνίτης», του Γιώργη Παυλόπουλου, απο τη συλλογη Τα αντικλείδια,που εν μέρει βασίζονται στο ίδιο περίπου περιεχομένο ή το ποίημα «Αυτοβιογραφία ή επιτύμβιον εις λαογράφον», που φέρνει αμέσως στη σκέψη-μας «Το τραγούδι του νεκρου αδελφου», απο τη δημοτικη ποίησή-μας.

 

  1. Η συλλογη Εγκύκλιες σπουδες (2011) που έπεται, η όγδοη στη σειρα, είναι επίσης ολιγοσέλιδη, αρκετασφικτοδεμένη και περιεκτικη στο περιεχόμενό-της αλλα και με μεγάλο ποιοτικο εκτόπισμα. Περιέχει όλο και όλο 10 ολιγόστιχα (σχετικα) ποιήματα! Η ρήση του Διονύσιου Σολωμου «Μήγαρις έχω άλλο στο νου-μου,πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;», που προτάσσεται σε μία απο τις πρώτες σελίδες της συλλογης, σε προδιαθέτει για το τι στοχεύει ο ποιητης με αυτη τη συλλογη-του. Ουσιαστικα, είναι μία συλλογη μέσα απο την οποία ξεδιπλώνεται και φανερώνεται η μεγάλη αγάπη του ποιητη προς την χιλιόχρονη ελληνικη γλώσσα, επιδιώκοντας ταυτόχρονα ν’ αναδείξει τους πολλους και διάφορους κινδύνους που απειλουν στις μέρες-μας αυτη τη γλώσσα, αλλα και να στιγματίσει την αδιαφορία που επιδεικνύει μεγάλη μερίδα του ελληνικουπληθυσμου προς αυτους του κινδύνους που απειλουν ν’ αφανίσουν τη μητρικη γλώσσα-τους. Ενδεικτικα, της μεγάλης έγνοιάς-του για την ελληνικη γλώσσα, είναι τα ποιήματα «Χρονικη αντικατάσταση», «Εγκλιτικη αντικατάσταση» και «Γλώσσα νεοελληνικη», απο το οποίο δίνω μερικους στίχους:

 

«Δεν έμεινε παρα το απαρέμφατο,

μοναχικο όμως και ξένο,

αφου δεν παρεμφαίνει αριθμο και πρόσωπο,

γι’ αυτο και το εξοβελίσαμε

απο τη νέα γλώσσα,

όπως κατα το πλείστον και τη μετοχη,

αμέτοιχοι των πάντων όντες».

Σελ. 156

 

Πραγματικα, μέσα απο τα ποιήματα αυτης της συλλογης, ο ποιητης δείχνει πως πονάει δυνατα για τη σημερινη κατάντια κάποιων Ελλήνων, ο οποίος όμως, μη έχοντας στην κατοχη-του κανένα άλλο αποτελεσματικο όπλο, εκτος απο τους ταπεινους, πλην υπέροχους, στίχους-του, προσπαθει, με όσο του επιτρέπουν οι αντοχες-του, να παλέψει και ν’ αντισταθει σε αυτη την απερίσκεπτη ισοπέδωση που υφίσταται σήμερα η ελληνικη γλώσσα αλλα, συντοχρόνως, επιχειρεινα διασκεδάσει και τον αφόρητο πόνο-του. Και αυτο γίνεται, όπως διαπιστώνω, άλλοτε με χιουμοριστικηκαι άλλοτε με σαρκαστικη, ακόμη και αυτοσαρκαστικη διάθεση, βάζοντάς-τα και με τους «μικρόψυχους καιρους» που ψεύδισαν, όπως λέει με χάρη, ακόμη και «το ενδοξότερο όνομά-μου/ σε Αλέκος»!

Μοιάζει εδω ο ποιητης μ’ ένα σωματώδη Αρχάγγελο που κραταει πολυβόλο, και όχι ρομφαία, στο χέρι-του και βαράει αδιάκοπα και στο ψαχνο, εννοω προς τη μεριατων διαφόρων κακοφορμισμένων και σάπιων καταστάσεων, που μολύνουν διαρκως την ελληνικη κοινωνία.

 

  1. Έξι χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 2017, με αρκετο υλικο φαίνεται στις αποσκευες ή στα συρτάρια-του, ο Αλ. Φλωράκης εκδίδει τη συλλογηΤα δέντρα εισβάλλουν απο το παράθυρο, που είναι αφιερωμένη στην κόρη-του Αγγελικη, «που τη θέλγει η ποίηση», όπως μάς ενημερώνει. Πρόκειται για πολυσέλιδη συλλογη, με μικρα στο σύνολό-τους ποιήματα, όπου τα βαραίνει η ωριμότητα και η σοφία του δημιουργου-τους. Θέλω να πω, πως εδω υπάρχει κατασταλαγμένος όλος ο στοχασμος και οι σκέψεις ή οι απόψεις-του για την τέχνη και ειδικα για τη σωστη ποιητικη έκφραση. Εδω υπάρχει και το μεγάλο, το αξιόλογο, ποίημα «Πέλαγος μέσον τέμνειν», υποδιαιρεμένο σε 12 μέρη που, κατα βάθος και κατ’ ουσίαν, είναι μία ολοκληρωμένη ποιητικη σύνθεση εντος της εν λόγω συλλογης.

Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονος πως σε αυτη τη συλλογη, ο ποιητη ςεπαναμαγεύει και επαναλειτουργει αρχαίες, άρα ξεχασμένες και παραγνωρισμένες, πλην όμως ωραίες λέξεις, καθως και λέξεις απο το τηνιακο ιδίωμα. Ετσι, κατορθώνει να αρθρώνει μία γλώσσα χυμώδη και πλούσια, την οποία μάλιστα δεν διστάζει να εμπλουτίζει συνεχως και με λέξεις απο τη λαογραφία, την αρχαιολογία, την αστρολογία και τηναυτικη ορολογία που, ως αθεράπευτα νησιώτης,φαίνεται πως την κατέχει σε βάθος, όπως φυσικα κατέχει σε βάθος και την Αρχαία Γραμματείααλλα και τη θρησκευτικη υμνολογία, όπου αντλει και αποεδω σπάνιες λέξεις, για να ενισχύσει το λεξιλόγιο-του.

Έθεσα υπόψη του κ. Αλ.Φλωράκη, για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας, μία σειρα απο τέτοιες λέξεις, που ορισμένες δεν είναι καταχωρημένες ακόμη και σε έγκυρα λεξικα, και ιδου η ερμηνεία που μου έδωσε για την κάθε λέξη, γεγονος για το οποίο τον ευχαριστω θερμα:

– λαγιαρνι = αρνιλάγιο, με μαύρο τρίχωμα (η λέξη ιδιωματικη ρουμελιώτικη, καθως το ποίημα ΙΙ του Προφητικου παραπέμπει σ’ εκείνα τα ορεινα μέρη).

– φρο(υ)καλω = σκουπίζω, σαρώνω (η λέξη ιδιωματικη, στην Τήνο αλλα και γενικότερα. Φρόκαλο = σκουπίδι, φρο(υ)καλια, = σκούπα. Ο τύπος φρουκαλω αντι φροκαλω οφείλεται στο βόρειο φωνηεντισμο του τηνιακου ιδιώματος).

– ξωτάρηδες = άνθρωποι που κατοικουν έξω απο τους οικισμους, απομονωμένοι.

– ζαράκι = μικροπύλινο δοχείο, μικρη ζάρα (στο τηνιακο ιδίωμα. Σε άλλες Κυκλάδες: τζάρα, τζαράκι. Σε λαϊκες παραδόσεις αναφέρονται κρυμμένα νομίσματα – θησαυροι μέσα σε ζαράκια. Αν εκείνος που τα βρει τα αποκαλύψει, γίνονται στάχτη).

– λούζα = χοιρινο κρέας που παρασκευάζεται κατα τα χοιροσφάγια, απο ειδικο μέρος του χοίρου, και αποτελει εκλεκτο μεζε. Στην Τήνο αποτελει ένα απο τα ονομαστα τοπικα προϊόντα και πωλείται στους επισκέπτες του νησιου.

– σκίμπους (του σκίμποδος) = σκαμνι (λέξη αρχαιοελληνικη).

Για την ακρίβεια, σε κάποια σημεία της παρούσας συλλογης, η γλώσσα του Αλ. Φλωράκη καταλήγει να είναι άκρως σκωπτικη, που θυμίζει, θα έλεγα, τον Κώστα Βάρναλη στις καλύτερες γλωσσικεςκαι ποιητικεςστιγμες-του. Δίνω κάποιους στίχους απο το ποίημα «Η ποιήτρια Ερίννη επιστρέφει στην Τήνο»:

 

«Εγολάβοι, πουλητάδες

και αρχόντοιδερβισάδες,

που αν δεν είσαι με το κόμμα

θα σε φάει το μαύρο χώμα.

 

Άσε τη, μου λεν, τη λύρα.

δες να βγάλεις καμια λίρα,

στα λεφτα είναι το μαλλι

και μια γκόμενα καλη»

Σελ. 184

 

Ακόμη, απο την Αρχαία Γραμματεία και τη θρησκευτικη βιβλιογραφια, ο Αλ. Φλωράκης επιλέγει και εντάσσει αυτούσια στην ποίησή-του, ως διακείμενα, αρκετα αποσπάσματα απο αρχαίους συγγραφεις, τα οποία εξυπηρετουν τις δικες-του ποιητικες στοχεύσεις.

Διαπιστώνω, επίσης, πως, στη συλλογηαυτη, ο Αλ. Φλωράκης δεν διστάζει να συμπλέξει την σύγχρονη ιστορία με την αρχαία και να μάς υπενθυμίσει πως σκοπος της ζωης είναι το ταξίδι, για το οποίο αξίζει τον κόπο, ως άλλος Οδυσσέας, να το πραγματοποιήσει κάποιος, όσες δυσκολίες και αν του μέλλεται να συναντήσει μπροστα-του.

Άξιο αναφορας είναι και το γεγονος πως μέσα απομερικα ποιήματά-του,αναπολει και κάποιες προσωπικεςστιγμες που έζησε με αγαπημένα πρόσωπα ή φίλους-του, που τώρα δεν βρίσκονται στη ζωη, όπως στιγμες με τοναδελφο-του Μαθιο και τονπολυγνωστο και αξέχαστο Τήνιο εκδότη Στρατη Φιλιππότη.

Τέλος,εδω είναι αισθητηκαι μία συνομιλία που επεδίωξε να έχει με τον Οδυσσέα Ελύτη και το έργο-του, απο τους λίγους νομίζω νεοέλληνες ποιητες με τους οποίους ο Αλ. Φλωράκης θέλησε να διαλεχτεί.

 

  1. Η τελευταία συλλογη, με την οποία ολοκληρώνεται ο συγκεντρωτικος τόμος, τιτλοφορείται Ο αλαφροΐσκιωτος και το πηγάδι (2018), και είναι επίσης ολιγοσέλιδη, εφόσον περιέχει ένα μόνο ποίημα, υποδιαιρεμένο στα εξης πέντε μέρη: 1. Στο πηγάδι, 2. Ο αλαφροΐσκιωτος, 3. Η ψυχη του δέντρου, 4. Η Ωραία Κοιμωμένη, 5. Μάγισσα Λυούσα.

Πρόκειται για ποιήματα βασισμένα και αυτα σε μύθους, θρύλους, δοξασίες και λαϊκες παραδόσεις, κυρίως εστιασμένα στον πολυγνωστο μύθο του αλαφροΐσκιωτου, που ενέπνευσε και άλλους νεοέλληνες ποιητες, όπως τον μεγάλο Άγγελο Σικελιανο, γι’ αυτο και δίκαια είναι δοσμένα τα ποιήματααυτα σε δημοτικότροπη γραφη και προσαρμοσμένα στο ύφος του Δημοτικου Τραγουδιου. Παραθέτω κάποιους δυνατους στίχους απο το ποίημα «Μάγισσα Λυούσα»:

 

«Τρία πουλάκια πέταξαν απ’ την κορφη της Οίτης,

το ‘να λαλει σαν κεραυνος, τ’ άλλο σαν καταιγίδα,

το τρίτο, το παντέρημο, μ’ ανθρώπινη λαλίτσα:

«Καλε-μου αλαφροΐσκιωτε στην πόλη μη γυρίσεις,

δεν είν΄ για σένα οι σταθμοι, δεν είν’ οι λεωφόροι,

τράβα στην Ανεμότρυπα, στη μάγισσα Λυούσα.

μια νύχτα ολοφέγγαρη, μη και λυθουν τα μάγια»

Σελ. 218

 

Ολοκληρώνοντας αυτη την περιδιάβασή-μου στην ποίηση του Αλέκου Φλωράκη, θέλω να τονίσω πως σε αυτη την περιπλάνησή-μου συνάντησαμία ευρύστερνη και σφριγηλη ποίηση που μεταφέρει πάνω στις σιδερένιες, πλατιεςκαι θαρραλέες φτερούγες-της όλο το αιγαιοπελαγίτικο τοπίο, με ό,τιαυτο συναποτελείται –απο τη θάλασσα και τις στεριες-του, ιδιαίτερα τα εκατοντάδες πανέμορφανησια που το περιβάλλουν, μέχρι το ηλιακο και άχρονο φως,καθωςκαι το γαλάζιο του ουρανου που το στεφανώνει. Ολόκληρο το Αιγαίο που, όπως μας υποδεικνύει με ευκρίνεια ο ποιητης, είναι η καταγωγικη έδρα της έμπνευσης και των στοχασμων-του,αλλα και της ζωης-του, που του επιτρέπουν να αναγάγει με μαεστρία το μερικο σε καθολικο, και έτσι να γίνονται όλα αυτα κτήμα των συνανθρώπων-του. Επομένως, σε αυτη την ποίηση, που άλλοτε είναι ερμητικη,κρυπτικη και σκληρη σαν πέτρα, και άλλοτε φωτεινη, εύληπτη και δροσερη σαν πρωϊνο τριαντάφυλλο,πάντοτε όμως εύρυθμη, συναντώνται τα διεστώτα: τα άχρονα και τα εν χρόνω, τα κατα φύση και τα υπερ φύση! Είναι μία ποίηση ζωντανη και ακμαία, μέσα απο την οποία ο Αλέκος Φλωράκης παραδίδει αμισθι, σε απαίδευτους και πεπαιδευμένους,μαθήματα μνήμης, γλώσσας, ανθρωπιας, ευγένειας και δικαιοσύνης, μα πάνω απ’ όλα πατριδογνωσίας!